ΑΠΟΨΗ: Η έρευνα ως παράγοντας ανάπτυξης της οικονομίας

ΑΠΟΨΗ: Η έρευνα ως παράγοντας ανάπτυξης της οικονομίας

4' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συχνά τον τελευταίο καιρό, η Φινλανδία αναφέρεται ως παράδειγμα χώρας η οποία ξεπέρασε τη βαθιά ύφεση των ετών 1990-1993 και αποτελεί σήμερα μια υγιώς ανεπτυγμένη χώρα, η οποία είναι μέλος του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης. Η αναφορά αυτή είναι εύλογη μιας και υπήρξε άμεση ανάκαμψη, με ρυθμό ανάπτυξης 4,5% στην περίοδο 1994-2000. Ο κύριος λόγος για την ανάκαμψη της φινλανδικής οικονομίας ήταν η ανάπτυξη των βιομηχανικών αλλά και γενικότερα οικονομικών δραστηριοτήτων έντασης τεχνολογίας, με κύριο άξονα τις τεχνολογίες πληροφορίας.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι τι μέτρα πρέπει να ληφθούν ώστε η Ελλάδα να ακολουθήσει ανάλογη πορεία. Εδώ αναλύονται τέσσερις προϋποθέσεις-συνθήκες για να είναι επιτυχής και ρεαλιστική μια προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης μέσω της έρευνας. Η πρώτη προϋπόθεση -ύπαρξη μακρόχρονης και ποιοτικής έρευνας στη χώρα- ικανοποιείται ήδη σε σημαντικό βαθμό. Ενα από τα επιτεύγματα που έχει να επιδείξει η μεταπολιτευτική περίοδος είναι και αυτό της ανάπτυξης της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα. Μεγάλο τμήμα των Ελλήνων ερευνητών και καθηγητών ΑΕΙ έχουν αναπτύξει σημαντικό επιστημονικό έργο και είναι ανταγωνιστικοί σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και τις συμμετοχές σε ανταγωνιστικά ερευνητικά έργα χρηματοδοτούμενα από ευρωπαϊκά κονδύλια. Τα τελευταία είναι και ένας από τους κύριους λόγους για την ανάπτυξη της έρευνας στην Ελλάδα. Δυστυχώς το επίτευγμα αυτό δεν έχει αναγνωρισθεί αρκούντως

και ιδιαίτερα από το πολιτικό προσωπικό το οποίο θεωρεί ότι «οι δημοσιεύσεις γίνονται με σκοπό την επαγγελματική εξέλιξη» και ότι στην Ελλάδα πραγματοποιείται «Ερευνα για την έρευνα». Το πρώτο επιχείρημα χρησιμοποιείται με υποτιμητικό τρόπο, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί, αντιθέτως, εύσημο για τον επαγγελματισμό των Ελλήνων ερευνητών και ακαδημαϊκών, οι οποίοι ανταγωνίζονται ευθέως τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Το δεύτερο επιχείρημα αντικρούεται στη συνέχεια με την ανάλυση των υπόλοιπων προϋποθέσεων για την ύπαρξη «έρευνας για εφαρμογές».

Η δεύτερη προϋπόθεση σχετίζεται με τον ιδιωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα με την ύπαρξη αυτού που θα χαρακτηριζόταν ένταση τεχνολογίας. Δυστυχώς ο σχετικός τομέας είναι πολύ μικρός όπως φαίνεται από το ποσοστό χρηματοδότησης της έρευνας από τον ιδιωτικό τομέα, το οποίο περιορίζεται σε 0,16% του ΑΕΠ, ενώ για τη Φινλανδία είναι 2,7%. Πράγματι, η ανάπτυξη του παραγωγικού τομέα στην Ελλάδα στηρίχθηκε σε δραστηριότητες έντασης εργασίας με εισαγόμενη και συχνά παρωχημένη τεχνολογία. Γι’ αυτό τον λόγο όταν το εργατικό κόστος έγινε σημαντικά μεγαλύτερο από άλλων γειτονικών χωρών αλλά και των αναπτυσσόμενων ασιατικών χωρών, τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν.

Η πλειοψηφία των Ελλήνων επιχειρηματιών δεν επένδυσαν στην έρευνα και σε κέρδη που θα έρχονταν μετά από αρκετά χρόνια προσπάθειας, όταν ήταν πιο εύκολο να έχουν άμεσο κέρδος από δραστηριότητες που σχετίζονταν με την ξέφρενη κατανάλωση των τελευταίων χρόνων. Η σημερινή κρίση κατανάλωσης μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για την αλλαγή κουλτούρας και τον επαναπροσδιορισμό των επιχειρηματικών κινήσεων. Προς αυτό τον σκοπό πρέπει να ληφθούν κάποια απλά μέτρα, όπως η καταγραφή των καινοτόμων επιχειρήσεων που θα πρέπει να είναι και οι κύριοι αποδέκτες των ερευνητικών κονδυλίων του ΕΣΠΑ.

Μπορούν να μπουν απλά και αδιαμφισβήτητα κριτήρια για το ποια επιχείρηση είναι καινοτόμος, όπως π.χ. (i) το ποσοστό του κύκλου εργασιών της που προέρχεται από τεχνολογία αναπτυγμένη από την επιχείρηση, (ii) αν ο τομέας δραστηριοποίησης είναι σχετικός με υψηλή τεχνολογία, (iii) αν υπάρχει τμήμα έρευνας και ανάπτυξης κλπ. Θα πρέπει επίσης να καταγραφούν τομείς συναφείς με δραστηριότητες έντασης τεχνολογίας και στους οποίους οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι τομείς των πλαστικών και των φαρμάκων όπου υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις επιτυχημένες από εμπορική σκοπιά αλλά χωρίς μεγάλη ανάπτυξη ιδίας τεχνολογίας.

Η τρίτη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της έρευνας είναι η αύξηση της χρηματοδότησης και ιδιαίτερα από τον ιδιωτικό τομέα. Δυστυχώς, οι συνολικές δαπάνες για την έρευνα ήταν το 0,57% του ΑΕΠ του 2009 και ο στόχος που τέθηκε πρόσφατα είναι να φθάσουν το 1,5% του ΑΕΠ το 2020, δηλαδή στο επίπεδο της αντίστοιχης χρηματοδότησης της Φινλανδίας κατά το έτος 1985. Με τα σημερινά δεδομένα το σενάριο αυτό θεωρείται ήδη υπεραισιόδοξο, αφού σειρά μέτρων που έχουν ληφθεί το τελευταίο καιρό αποδεικνύουν ότι η έρευνα αποτελεί χαμηλής προτεραιότητας θέμα. Η συνέπεια είναι η αποχώρηση ερευνητών, οι οποίοι χάρις στην υψηλή εξειδίκευσή τους βρίσκουν εύκολα εργασία στο εξωτερικό. Η τέταρτη αναγκαία προϋπόθεση είναι αυτή του μακροχρόνιου συντονισμού. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας 20ετίας χρηματοδότησαν την έρευνα από τα διαδοχικά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) μέσω κυρίως της υλοποίησης ερευνητικών έργων με σκοπό την ανάπτυξη προϊόντων και τεχνολογίας για επιχειρήσεις. Δυστυχώς όμως δεν έγινε δυνατή η παραγωγή εμπορικά διαθέσιμων προϊόντων και τεχνολογίας πέρα από κάποιες εξαιρέσεις. Ο κύριος λόγος ήταν η έλλειψη σαφών και μακροχρόνιων στόχων αλλά και συντονισμού. Ο χρονικός ορίζοντας προγραμματισμού ήταν συνήθως η τριετία πριν από το τέλος του εκάστοτε ΚΠΣ αφού το προηγούμενο διάστημα έπρεπε να «στηθεί» ο μηχανισμός υλοποίησης, ο οποίος συνήθως ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτόν του προηγούμενου ΚΠΣ. Επιπλέον το σύστημα διαχείρισης της έρευνας ήταν και συνεχίζει να είναι πολυδιασπασμένο μεταξύ υπουργείων, περιφερειών και ανεξάρτητων οργανισμών με ελάχιστο συντονισμό μεταξύ τους. Το μόνο κοινό σε όλα τα ΚΠΣ ήταν η λανθασμένη θεώρηση ότι αρκούσε να υπάρχει συμμετοχή ιδιωτικής εταιρείας στα έργα, ανεξάρτητα αν αυτή είχε παραγωγική βάση και του τεχνολογικού της επιπέδου. Στη συνέχεια ο απολογισμός των έργων δεν γινόταν με βάση το παραγόμενο ερευνητικό αποτέλεσμα ή πρωτότυπο προϊόν, αλλά με το αν ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες για την πραγματοποίηση των δαπανών βάσει του αντίστοιχου οδηγού εφαρμογής. Δυστυχώς η ίδια γραφειοκρατική προσέγγιση ακολουθείται και σήμερα.

* Ο κ. Ζεκεντές είναι ερευνητής του Ιδρύματος Τεχνολογίας Ερευνας (ΙΤΕ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή