Εξετάζοντας το ιστορικό των «πύρρειων» διασώσεων της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου προκύπτουν ορισμένα ενδιαφέροντα όσο και αποκαρδιωτικά συμπεράσματα.
Το βασικότερο εξ αυτών είναι το «ελληνικό σφάλμα», στο οποίο επιμένουν τόσο το Βερολίνο όσο και οι Βρυξέλλες και η ΕΚΤ. Το «ελληνικό σφάλμα» συνίσταται στη χρήση της περίπτωσης της χώρας μας ως χαρακτηριστικής της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη: ένα κράτος με τεράστια δημοσιονομικά και εμπορικά ελλείμματα και ένα αχανές δημόσιο χρέος, που έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και δεν μπορούσε πλέον να καλύψει τα ελλείμματα αυτά με νέο δανεισμό. Το πακέτο μέτρων εξυγίανσης, που εφαρμόζεται από το 2010, προέβλεπε ανάκαμψη της οικονομίας το 2011 και έξοδο στις αγορές το 2012. Ομως η υποτίμηση των συνεπειών της λιτότητας και των δομικών προβλημάτων της χώρας συνέβαλε στην αποτυχία των αρχικών στόχων, επιδεινώνοντας την κρίση.
Οι δύο άλλες από τις τρεις χώρες -Κύπρος και Ιρλανδία- είχαν τραπεζικό πρόβλημα, όχι δημοσιονομικό πρόβλημα. Ακόμα και η Πορτογαλία αντιμετώπιζε περισσότερο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας παρά χρηματοοικονομικής φερεγγυότητας του κράτους.
Ωστόσο, οι υπολογισμοί της τρόικας οδήγησαν σε προγράμματα δραστικών περικοπών και αυξήσεων φόρων σε όλες τις υπό «διάσωση» χώρες, με ό,τι βεβαίως κάτι τέτοιο συνεπάγεται.