Τι επενδύσεις θέλουμε;

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το βήμα του επενδυτικού φόρουμ της Capital Link στη Νέα Υόρκη, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι στη χώρα μας υπάρχουν πλέον σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες και πως η Ελλάδα προσφέρει στους επενδυτές «red carpet» και όχι «red tape». Το σύνολο των επενδύσεων στη έχει μειωθεί κατά 57% από τα υψηλά του 2007, κυρίως λόγω της κατάρρευσης των δημοσίων επενδύσεων και του παγώματος των ξένων άμεσων επενδύσεων.

Η αλήθεια είναι πως ακόμα και αν το Μνημόνιο δεν προέβλεπε τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων ως μέρος του ελληνικού ΑΕΠ για το 2018, η ελληνική οικονομία θα έπρεπε από μόνη της να λάβει μία σημαντική απόφαση: αν θέλει να αναπτυχθεί βασισμένη σε στέρεες βάσεις ή απλώς να συνεχίσει την καταναλωτική φρενίτιδα και κατασπατάληση των δημοσίων πόρων των προηγούμενων δεκαετιών. Οι δηλώσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων, αλλά και το γενικότερο αίσθημα, είναι πλέον πως ο μόνος δρόμος για μια βιώσιμη ανάπτυξη είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις, με έμφαση σε ξένες άμεσες επενδύσεις, και οι εξαγωγές. Παρ’ όλα αυτά, ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: τι είδους επενδύσεις θέλουμε.

Οι επενδύσεις στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια είχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Βασίζονταν στη δημόσια δαπάνη για έργα υποδομών, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις περιορίζονταν σε δεύτερο ρόλο. Στην οικονομική επιστήμη, η επένδυση ενός δημόσιου ευρώ σε ένα κατασκευαστικό έργο περιορισμένου σκοπού (βλ. ολυμπιακά έργα) διαφέρει σημαντικά από μία επένδυση ενός ιδιωτικού ευρώ σε ένα τεχνολογικό start up. Παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Στατιστική Αρχή θα καταγράψει το ίδιο ποσό ως επένδυση, η αξία των δύο επενδύσεων στην πραγματική οικονομία είναι πολύ διαφορετική. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε μια υψηλού κόστους κατασκευή με επιβάρυνση των φορολογουμένων, που έχει περιορισμένη λειτουργικότητα και διάρκεια αξιοποίησης. Σίγουρα θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας σε μηχανικούς και εργάτες για περιορισμένο χρονικό διάστημα και σημαντικές απολαβές για τους κατασκευαστές, αλλά προσφέρει πολύ περιορισμένες δευτερεύουσες χρήσεις. Στη δεύτερη περίπτωση και παρά το σημαντικό επενδυτικό ρίσκο, θα δημιουργηθούν καλά αμειβόμενες μόνιμες θέσεις εργασίας αξιοποιώντας το εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό της χώρας. Σε περίπτωση επιτυχίας, τα προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να διασχίσουν τα ελληνικά σύνορα με εξαγωγές σε τρίτες χώρες. Παράλληλα, ένα μέρος αυτού του ευρώ θα καταλήξει σε περαιτέρω έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, σε επένδυση σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό ή/και παράπλευρες υπηρεσίες (μεταφορικές, δικηγόρων, λογιστών) που θα χρησιμοποιεί το start up. Αυτή η δευτερεύουσα αξία έχει πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα στην ονομαστική αξία της επένδυσης και είναι αυτή που θα δώσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης.

Είναι ξεκάθαρο πως οι ξένες άμεσες επενδύσεις που δημιουργούν νέες εταιρείες, νέες θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία θα πρέπει να διαδραματίσουν πρωταρχικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια. Φορέας αυτού του εγχειρήματος δεν μπορεί να είναι η κυβέρνηση, που ως προτεραιότητα θα πρέπει να έχει τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Ο ιδιώτης επενδυτής, πέρα από το προφανές των θέσεων εργασίας και της οικονομικής ανάπτυξης, στην ουσία δημιουργεί ένα σύστημα που υπάρχει και αναπτύσσεται μέσω των κερδών της εταιρείας. Παράλληλα, τα ιδιωτικά κεφάλαια θα πρέπει να συνδυάζονται, όπου είναι εφικτό, με διαρθρωτικά κεφάλαια της Ε. Ε.

Μια σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι το πρόγραμμα JEREMIE (Κοινοί Ευρωπαϊκοί Πόροι για Μικρομεσαίες και Μεσαίες Επιχειρήσεις) με το οποίο χρηματοδοτήθηκαν άμεσα (με τη μορφή συγχρηματοδότησης δανείων ή με τη μορφή seed capital), αλλά κυρίως έμμεσα (με τη σύσταση 4 venture capital / early stage funds), πολλές ΜΜΕ. Μέσα από τους πόρους του Ε.Π. «Ψηφιακή Σύγκλιση» διατέθηκαν 60 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη στοχευμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας στον χώρο της τεχνολογικής καινοτομίας στην Ελλάδα. Παρότι το ποσό που διατέθηκε ήταν περιορισμένο και παρά το γεγονός πως κάποιες από αυτές τις προσπάθειες δεν προχώρησαν, η συλλογική εμπειρία που αποκτήθηκε είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμη. Ο ρόλος των VC/PE funds ήταν καταλυτικός και, δεδομένης της μηδαμινής προσβασιμότητας σε τραπεζικό δανεισμό, αυτά τα επενδυτικά οχήματα θα πρωταγωνιστήσουν στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ εφεξής.

Η ελληνική κοινωνία φαίνεται πως αλλάζει. Ο πάλαι ποτέ φόβος των ξένων επενδύσεων με την πρόφαση πως ήρθαν να αφαιμάξουν την πάμπλουτη χώρα μας καταρρέει. Οι άσκοπες δημόσιες επενδύσεις υποχωρούν (ελλείψει κεφαλαίων) και στη θέση αυτού του κατεστραμμένου μοντέλου ξεκινούν οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία νέας, βιώσιμης λύσης. Νέοι Ελληνες, δεδομένης της υψηλής ανεργίας, προτιμούν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση. Αυτές οι επιχειρήσεις, μικρές σε μέγεθος, που απασχολούν υψηλά καταρτισμένους επιστήμονες (που είναι και μέτοχοι) προτιμούν το ρίσκο από τη σίγουρη οδό της ανεργίας. Κάποιοι ίσως επιτύχουν. Πολλοί θα αποτύχουν. Ομως, η δευτερεύουσα αξία του εγχειρήματός τους, αυτή της καινοτομίας, η διαδικασία δοκιμής και λάθους είναι αυτή που θα κληρονομηθεί σε επόμενες εταιρείες, προσπάθειες και ιδέες. Η αποτυχία εξάλλου είναι η μόνη σίγουρη συνταγή επιτυχίας – όπως είπε και ο Thomas Edison: «Δεν απέτυχα, απλώς ανακάλυψα χίλιες μεθόδους που δεν δουλεύουν». Αυτή η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής» του πρότερου συστήματος και της απαρχής ενός νέου, βιώσιμου οικονομικού μοντέλου, με οδηγό τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, είναι ο μοναδικός τρόπος για να χτιστεί σε σωστές βάσεις η ελληνική οικονομία του αύριο.

* Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Dromeus Capital.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή