«Χτίζεται» από την ΤτΕ ο δεύτερος πυλώνας του συνταξιοδοτικού

«Χτίζεται» από την ΤτΕ ο δεύτερος πυλώνας του συνταξιοδοτικού

2' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

 Την επόμενη μέρα για τη γενιά των ασφαλισμένων με βασική εγγυημένη σύνταξη τα 360 ευρώ, επιχειρεί να προλάβει η Τράπεζα της Ελλάδος, διερευνώντας τις δυνατότητες ανάπτυξης του λεγόμενου δεύτερου πυλώνα ασφάλισης, μέσω των Επαγγελματικών Ταμείων.

Το θέμα μελετά με εντολή της ΤτΕ η Ernst & Young, η οποία αναμένεται να παραδώσει τα αποτελέσματα της μελέτης στα τέλη Μαρτίου, προκειμένου να αποτελέσουν μέρος της συζήτησης που έχει ανοίξει για τις συμπληρωματικές συντάξεις. Με δεδομένο τις υψηλές εισφορές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που αποτελούν τις υψηλότερες παγκοσμίως, φθάνοντας έως και το 45% των αποδοχών, ζητούμενο είναι η εξεύρεση πόρων που θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα. Η απάντηση είναι προφανής και οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα της ανάγκης για μεταφορά πόρων από την κύρια και την επικουρική σύνταξη στον νέο θεσμό, που αναπτύσσεται διεθνώς από την Αυστραλία έως την Τουρκία και τη Μεγάλη Βρετανία.

Τα μοντέλα που καταγράφονται διεθνώς παρουσιάζουν διαφορές, με βασικότερη τον βαθμό υποχρεωτικής ένταξης, που προσδιορίζει και τον βαθμό επιτυχίας του. Η εμπειρία επιβεβαιώνει ότι όσο περισσότεροι εντάσσονται, τόσο αυξάνεται η βιωσιμότητα του Ταμείου, εξασφαλίζοντας χαμηλότερο κόστος διαχείρισης και αποτελεσματικότερες επιλογές κατανομής των επενδύσεων. Αντίστοιχα σε όλες τις χώρες ανάπτυξης του θεσμού, η παροχή κινήτρων κυρίως φορολογικών, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που το κράτος συμμετέχει, αναλαμβάνοντας ένα μέρος του κόστους για τον ασφαλισμένο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τουρκία, στην οποία ο θεσμός αναπτύσσεται σε εθελοντική βάση και το κράτος καταβάλλει το 25% της εισφοράς του ασφαλισμένου, ως πριμοδότηση. Εκτός από τον εργαζόμενο, βασικός πόλος είναι φυσικά ο εργοδότης, που αναλαμβάνει μέρος των εισφορών, το οποίο όμως επίσης ποικίλλει ανάλογα με τη χώρα.

Η διεθνής εμπειρία φέρνει μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εισφορές από την πλευρά των εργοδοτών την Αυστραλία, η οποία ανέπτυξε το σύστημα από το 1980, ξεκινώντας από ένα χαμηλό επίπεδο εισφορών της τάξης του 3% για να φτάσει σήμερα στο 12%.

Αυτό όμως που είναι κοινό στην πλειονότητα των χωρών που έχουν αναπτύξει παρόμοια συστήματα, είναι η φιλοσοφία που αφορά το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ασφαλισμένος παίρνει στη λήξη της ασφάλισης τα χρήματα που έχουν συγκεντρωθεί στον κουμπαρά του, βάσει της απόδοσης που έχει η επανατοποθέτηση, δηλαδή η επένδυση των εισφορών που έχει καταβάλει.

Οι περιπτώσεις που τα συστήματα αυτά υπόσχονται εγγυημένες παροχές, δηλαδή ένα συγκεκριμένο ποσό σύνταξης, είναι λίγες και απαντώνται κυρίως στην Ευρώπη. Χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που έχουν μεικτά συστήματα, τείνουν να περιορίσουν το σκέλος των καθορισμένων παροχών που αναλαμβάνουν, υπό το βάρος της αδυναμίας να προβλεφθεί και κυρίως να αναληφθεί με αξιοπιστία το βάρος των συντάξεων, ειδικά σε περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης και χαμηλών επιτοκίων.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή