Ανταγωνιστικότητα και επενδύσεις ως αντίβαρο στην πανδημία

Ανταγωνιστικότητα και επενδύσεις ως αντίβαρο στην πανδημία

7' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ύφεση 9,5% για την Ελλάδα το 2020 και ανάπτυξη 4,1% το 2021, η οποία, σαφώς, δεν είναι ικανή να αντισταθμίσει τις απώλειες της πανδημίας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα χρειασθούν τρία έτη, μέχρι το 2023, προκειμένου το ελληνικό ΑΕΠ να επιστρέψει στο επίπεδο του 2019, της προ κορωνοϊού εποχής δηλαδή. Το δε ποσοστό ανεργίας αναμένεται να αυξηθεί από 17,3% το 2019 στο 19,8% το 2020 προτού μειωθεί, κάπως, στο 18,2% το 2021. Περισσότερο δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας μας, καθώς το δημόσιο χρέος αναμένεται να εκτιναχθεί από το 180,9% του ΑΕΠ το 2019 στο 205,2% το 2020 προτού επιστρέψει, με αργό και βασανιστικό τρόπο, στο 165,9% του ΑΕΠ το… 2025. Με άλλα λόγια, σε πέντε έτη από σήμερα, η Ελλάδα θα αντιμετωπίζει δημοσιονομικά βάρη τα οποία, από ιστορική άποψη, ξεπερνούν τον μέσο όρο της περιόδου 1884-2019 κατά 72 ποσοστιαίες μονάδες(!).

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν ένα άλλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Παρά την αποκλιμάκωσή τους, από το 42,2% του συνόλου των δανείων το πρώτο τρίμηνο του 2019 στο 35,3% του συνόλου των δανείων το πρώτο τρίμηνο του 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν και υπερβαίνουν μέχρι και 32 ποσοστιαίες μονάδες(!) τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Βέβαια, το νέο lockdown ή και πιθανά επερχόμενα lockdowns (μέχρι να εμβολιασθούμε, επιτέλους, κατά της COVID-19) θα δημιουργήσουν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. 

Πράγματι, πρόσφατη ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εκτιμά ότι, στον απόηχο της πανδημίας, η οικονομική ανάπτυξη θα είναι ιδιαιτέρως αργή, με αποτέλεσμα πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις να οδηγηθούν σε λουκέτο. Κάτι, που, με τη σειρά του, αφενός μεν θα καταστήσει περισσότερο πολύπλοκη την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφετέρου δε θα περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια. Κατά συνέπεια, η μελλοντική ανάπτυξη της χώρας μας θα υπονομευθεί.

Για να μπορέσει, λοιπόν, η ελληνική οικονομία να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον διπλό «βρόχο» των δημοσιονομικών εξελίξεων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, χρειάζεται ισχυρές επενδύσεις. Σε «κανονικές συνθήκες», πόσο μάλλον σε συνθήκες πανδημίας, οι επενδυτές «παρακολουθούν» τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της κάθε οικονομίας. Για το 2020, η παγκόσμια λίστα ανταγωνιστικότητας του International Institute for Management Development (IMD) κατατάσσει την Ελλάδα στην 49η θέση μεταξύ 63 χωρών έναντι της 58ης θέσης που κατείχε το 2019. Βελτιώσαμε λοιπόν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά μας κατά 9 θέσεις. 

Η συγκεκριμένη κατάταξη, η οποία λαμβάνει υπόψη (α) την οικονομική επίδοση της χώρας μας, (β) την απόδοση του δημόσιου τομέα, (γ) την απόδοση του ιδιωτικού τομέα και (δ) την ποιότητα των υποδομών, είναι η υψηλότερη για τη χώρα μας την τελευταία πενταετία. Οσον αφορά την απόδοση του δημόσιου τομέα ειδικότερα, η 52η θέση για το 2020 (μεταξύ 63 χωρών) σίγουρα χρήζει περαιτέρω βελτίωσης προκειμένου οι διεθνείς επενδυτές να πεισθούν ότι θα εξασφαλίσουν (σχετικά) απρόσκοπτες συναλλαγές με το ελληνικό κράτος.

Πέρα όμως από τις γνωστές, και επίμονες, λειτουργικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, υπάρχουν θετικές εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία, οι οποίες σίγουρα ενισχύουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας μας. Πράγματι, για το 2020, η παγκόσμια λίστα ψηφιακής ανταγωνιστικότητας του International Institute for Management Development (IMD) βελτιώνει τη θέση της χώρας μας στην 46η θέση από την 53η θέση που κατείχε το 2019 (πάλι μεταξύ 63 χωρών). Οσον μάλιστα αφορά το «Θεσμικό πλαίσιο έναρξης νέων επιχειρήσεων», η χώρα μας «εκτοξεύεται», για το 2020, στην 6η θέση από την 26η θέση το 2019. Οσον όμως αφορά την κατηγορία «Ψηφιακές/Τεχνολογικές δεξιότητες», η Ελλάδα διολισθαίνει στην 41η θέση το 2020 από την 34η θέση το 2019, το οποίο μάλλον προβληματίζει, καθώς, εν μέσω πανδημίας, η τηλεργασία αλλά και η τηλεκπαίδευση έχουν βρεθεί σε πρώτο πλάνο.

Ολα τα παραπάνω δεδομένα συνηγορούν στην άποψη ότι η χώρα μας προσπαθεί να αλλάξει προς το καλύτερο παλεύοντας ταυτόχρονα (όπως και κάθε άλλη χώρα, βέβαια) με το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού. Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε πρόσφατες έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός μεν, η έγκαιρη και δυναμική αντιμετώπιση του ιού μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων (βλέπε επιβολή της χρήσης μάσκας αλλά και μερικό lockdown) σώζει ζωές, αφετέρου δε, όσο πιο γρήγορα λάβει χώρα η προαναφερθείσα κυβερνητική παρέμβαση, τόσο μικρότερο θα καταστεί το αντίστοιχο οικονομικό κόστος. 

Οι παραπάνω παρεμβάσεις καθιστούν επιτακτική την περαιτέρω βελτίωση της απόδοσης του δημόσιου τομέα προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την πανδημία και να επιστρέψουμε σε ισχυρή ανάπτυξη το συντομότερο δυνατόν.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ύφεση 9,5% για την Ελλάδα το 2020 και ανάπτυξη 4,1% το 2021, η οποία, σαφώς, δεν είναι ικανή να αντισταθμίσει τις απώλειες της πανδημίας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα χρειασθούν τρία έτη, μέχρι το 2023, προκειμένου το ελληνικό ΑΕΠ να επιστρέψει στο επίπεδο του 2019, της προ κορωνοϊού εποχής δηλαδή. Το δε ποσοστό ανεργίας αναμένεται να αυξηθεί από 17,3% το 2019 στο 19,8% το 2020 προτού μειωθεί, κάπως, στο 18,2% το 2021. Περισσότερο δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας μας, καθώς το δημόσιο χρέος αναμένεται να εκτιναχθεί από το 180,9% του ΑΕΠ το 2019 στο 205,2% το 2020 προτού επιστρέψει, με αργό και βασανιστικό τρόπο, στο 165,9% του ΑΕΠ το… 2025. Με άλλα λόγια, σε πέντε έτη από σήμερα, η Ελλάδα θα αντιμετωπίζει δημοσιονομικά βάρη τα οποία, από ιστορική άποψη, ξεπερνούν τον μέσο όρο της περιόδου 1884-2019 κατά 72 ποσοστιαίες μονάδες(!).

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν ένα άλλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Παρά την αποκλιμάκωσή τους, από το 42,2% του συνόλου των δανείων το πρώτο τρίμηνο του 2019 στο 35,3% του συνόλου των δανείων το πρώτο τρίμηνο του 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν και υπερβαίνουν μέχρι και 32 ποσοστιαίες μονάδες(!) τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Βέβαια, το νέο lockdown ή και πιθανά επερχόμενα lockdowns (μέχρι να εμβολιασθούμε, επιτέλους, κατά της COVID-19) θα δημιουργήσουν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. 

Πράγματι, πρόσφατη ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εκτιμά ότι, στον απόηχο της πανδημίας, η οικονομική ανάπτυξη θα είναι ιδιαιτέρως αργή, με αποτέλεσμα πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις να οδηγηθούν σε λουκέτο. Κάτι, που, με τη σειρά του, αφενός μεν θα καταστήσει περισσότερο πολύπλοκη την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφετέρου δε θα περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια. Κατά συνέπεια, η μελλοντική ανάπτυξη της χώρας μας θα υπονομευθεί.

Για να μπορέσει, λοιπόν, η ελληνική οικονομία να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον διπλό «βρόχο» των δημοσιονομικών εξελίξεων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, χρειάζεται ισχυρές επενδύσεις. Σε «κανονικές συνθήκες», πόσο μάλλον σε συνθήκες πανδημίας, οι επενδυτές «παρακολουθούν» τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της κάθε οικονομίας. Για το 2020, η παγκόσμια λίστα ανταγωνιστικότητας του International Institute for Management Development (IMD) κατατάσσει την Ελλάδα στην 49η θέση μεταξύ 63 χωρών έναντι της 58ης θέσης που κατείχε το 2019. Βελτιώσαμε λοιπόν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά μας κατά 9 θέσεις. 

Η συγκεκριμένη κατάταξη, η οποία λαμβάνει υπόψη (α) την οικονομική επίδοση της χώρας μας, (β) την απόδοση του δημόσιου τομέα, (γ) την απόδοση του ιδιωτικού τομέα και (δ) την ποιότητα των υποδομών, είναι η υψηλότερη για τη χώρα μας την τελευταία πενταετία. Οσον αφορά την απόδοση του δημόσιου τομέα ειδικότερα, η 52η θέση για το 2020 (μεταξύ 63 χωρών) σίγουρα χρήζει περαιτέρω βελτίωσης προκειμένου οι διεθνείς επενδυτές να πεισθούν ότι θα εξασφαλίσουν (σχετικά) απρόσκοπτες συναλλαγές με το ελληνικό κράτος.

Πέρα όμως από τις γνωστές, και επίμονες, λειτουργικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, υπάρχουν θετικές εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία, οι οποίες σίγουρα ενισχύουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας μας. Πράγματι, για το 2020, η παγκόσμια λίστα ψηφιακής ανταγωνιστικότητας του International Institute for Management Development (IMD) βελτιώνει τη θέση της χώρας μας στην 46η θέση από την 53η θέση που κατείχε το 2019 (πάλι μεταξύ 63 χωρών). Οσον μάλιστα αφορά το «Θεσμικό πλαίσιο έναρξης νέων επιχειρήσεων», η χώρα μας «εκτοξεύεται», για το 2020, στην 6η θέση από την 26η θέση το 2019. Οσον όμως αφορά την κατηγορία «Ψηφιακές/Τεχνολογικές δεξιότητες», η Ελλάδα διολισθαίνει στην 41η θέση το 2020 από την 34η θέση το 2019, το οποίο μάλλον προβληματίζει, καθώς, εν μέσω πανδημίας, η τηλεργασία αλλά και η τηλεκπαίδευση έχουν βρεθεί σε πρώτο πλάνο.

Ολα τα παραπάνω δεδομένα συνηγορούν στην άποψη ότι η χώρα μας προσπαθεί να αλλάξει προς το καλύτερο παλεύοντας ταυτόχρονα (όπως και κάθε άλλη χώρα, βέβαια) με το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού. Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε πρόσφατες έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός μεν, η έγκαιρη και δυναμική αντιμετώπιση του ιού μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων (βλέπε επιβολή της χρήσης μάσκας αλλά και μερικό lockdown) σώζει ζωές, αφετέρου δε, όσο πιο γρήγορα λάβει χώρα η προαναφερθείσα κυβερνητική παρέμβαση, τόσο μικρότερο θα καταστεί το αντίστοιχο οικονομικό κόστος. 

Οι παραπάνω παρεμβάσεις καθιστούν επιτακτική την περαιτέρω βελτίωση της απόδοσης του δημόσιου τομέα προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την πανδημία και να επιστρέψουμε σε ισχυρή ανάπτυξη το συντομότερο δυνατόν.

* O κ. Θεολόγος Δεργιαδές είναι επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
** Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool Management School.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή