Εκτίναξη τιμών πώλησης καταστημάτων την ώρα που τα περισσότερα είναι κλειστά

Εκτίναξη τιμών πώλησης καταστημάτων την ώρα που τα περισσότερα είναι κλειστά

2' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επιστροφή των υπερβολών που έλαβαν χώρα στην αγορά κατοικίας την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, όταν οι τιμές εκτινάχθηκαν σε ποσοστά άνω του 100% σε λίγα μόλις χρόνια, είναι δύσκολο να συμβεί. Η διαφορά σε σχέση με τη δεκαετία του 2000 είναι η μη συμμετοχή του τραπεζικού τομέα στη χρηματοδότηση αγοραπωλησιών ακινήτων από νοικοκυριά που δεν διαθέτουν επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, καθώς πλέον τα κριτήρια δανειοδότησης είναι αισθητά αυστηρότερα. Αλλωστε, τα περίπου 60 δισ. ευρώ κόκκινων στεγαστικών δανείων, που κληροδότησε η κρίση της περασμένης δεκαετίας, εξακολουθούν να επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Παρ’ όλα αυτά, η αυξανόμενη αναντιστοιχία ανάμεσα στις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των νοικοκυριών και στο κόστος αγοράς κατοικίας συνεπάγεται διατήρηση του πολύ χαμηλού επιπέδου αγοραπωλησιών τα επόμενα χρόνια και διεύρυνση του ήδη υψηλού αποθέματος απούλητων ακινήτων. Ουσιαστικά, δηλαδή, η σημερινή επιμονή της πλειονότητας των ιδιοκτητών να ζητεί τιμές αρκετά υψηλότερες των δυνατοτήτων των υποψήφιων αγοραστών θα ζημιώσει μακροπρόθεσμα τους ίδιους, καθώς ελλείψει ζήτησης, μοιραία θα επέλθει η πτώση των τιμών, η οποία μπορεί να είναι πολύ βιαιότερη από μια ήπια προσαρμογή, που πιθανώς να είναι απαραίτητη σήμερα, ώστε να αποκατασταθεί το θετικό κλίμα στην κτηματαγορά.

Εν τω μεταξύ, προσαρμογές είναι πιθανό να χρειαστούν και στα επαγγελματικά ακίνητα. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε πριν από λίγες ημέρες το δίκτυο ηλεκτρονικών αγγελιών ακινήτων Spitogatos, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2020, σε πανελλαδικό επίπεδο, οι ζητούμενες τιμές πώλησης γραφείων καταγράφουν ετήσια άνοδο της τάξεως του 6%, ενώ στα καταστήματα, όπου θα ανέμενε κανείς ακόμα εντονότερες πιέσεις, οι ζητούμενες τιμές πώλησης σημειώνουν αύξηση κατά 11%! Στον αντίποδα, δικαιολογημένη κρίνεται η ετήσια αύξηση των τιμών των αποθηκευτικών χώρων κατά 33%. Οσον αφορά τις ζητούμενες τιμές ενοικίασης σε πανελλαδικό επίπεδο, στα καταστήματα σημειώνεται ετήσια πτώση κατά 9%, στα γραφεία μόλις 1%, ενώ αντιθέτως στις αποθήκες παρατηρείται ετήσια αύξηση κατά 23%.

Οπως προκύπτει, σε πολλές περιοχές, ιδίως στην Αττική, αλλά και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, η εικόνα της αγοράς ακινήτων εξακολουθεί να κινείται σε ρυθμούς πριν από την πανδημία. Για παράδειγμα, η μέση τιμή ενοικίασης καταστήματος στα βόρεια προάστια καταγράφει ετήσια αύξηση της τάξεως του 5,1%, στα 16 ευρώ/τ.μ. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η άνοδος στο κέντρο της Αθήνας, καθώς διαμορφώνεται σε 13,5 ευρώ/τ.μ. κατά μέσον όρο, μια αύξηση της τάξεως του 8,6% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2019. Ενώ δηλαδή τα καταστήματα παρέμειναν κλειστά ή υπολειτούργησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα του 2020, τα ενοίκια αυξάνονται αντί να μειώνονται. Σημειωτέον ότι, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη, εξαιτίας της απουσίας των τουριστών, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση των εσόδων των καταστημάτων τα προηγούμενα χρόνια. Τη μεγαλύτερη άνοδο σημειώνει η περιοχή του Πειραιά με 11,5%, καθώς το μέσο ζητούμενο ενοίκιο διαμορφώνεται σε 9 ευρώ/τ.μ.

Ακόμα υψηλότερες είναι οι ζητούμενες τιμές πώλησης καταστημάτων. Στα ανατολικά προάστια της Αττικής η αύξηση αγγίζει το 16,3%, στα 1.560 ευρώ/τ.μ., ενώ στον Πειραιά η άνοδος φθάνει στο 14,7% ή 1.315 ευρώ/τ.μ. Στα βόρεια προάστια η μέση τιμή πώλησης καταστημάτων διαμορφώνεται σε 2.542 ευρώ/τ.μ., καταγράφοντας μικρή άνοδο κατά 1% σε ετήσια βάση. Στη Θεσσαλονίκη οι ζητούμενες τιμές πώλησης καταστημάτων ανήλθαν σε 1.210 ευρώ/τ.μ. κατά το τέταρτο τρίμηνο, μια αύξηση της τάξεως του 11,9%.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή