Φοροδοξίες: Γνωρίζετε ότι…

Φοροδοξίες: Γνωρίζετε ότι…

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αναμένεται να ανατραπούν τα αποτελέσματα φορολογικών ελέγχων κατά τους οποίους οι καταλογιστικές πράξεις κοινοποιήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής. Με την κοινοποίηση και όχι την έκδοση της καταλογιστικής πράξης διακόπτεται η προθεσμία παραγραφής στις φορολογικές υποθέσεις, σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 616-618/2021). Το δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα διακόπτεται με τη νόμιμη κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης στον φορολογούμενο και όχι με μόνη την έκδοση της πράξης αυτής. Η αντίθετη διάταξη του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η οποία ορίζει ότι η εν λόγω προθεσμία διακόπτεται ήδη με την έκδοση της πράξης, χωρίς άρα να απαιτείται και η κοινοποίησή της για τον σκοπό αυτό, κρίθηκε ανίσχυρη και άρα μη εφαρμοστέα, ως αντισυνταγματική. Και αυτό διότι έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της φανερής δράσης της διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου, καθώς σε αυτή την περίπτωση αυτή η διακοπή της παραγραφής συνδέεται με χρονικό σημείο άγνωστο στον φορολογούμενο, ενώ από τη στιγμή της έκδοσης και μέχρι την κοινοποίηση μπορεί να μεσολαβήσει σημαντικός χρόνος. Οι εν λόγω αποφάσεις επικύρωσαν προηγούμενες σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (759 και 716/2020), μετά τη δημοσίευση των οποίων η φορολογική διοίκηση είχε ήδη εκδώσει οδηγίες προς τα ελεγκτικά κέντρα, ούτως ώστε οι πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων να κοινοποιούνται εντός της  –πενταετούς κατά κανόνα– προθεσμίας παραγραφής, παρά την αντίθετη διατύπωση του νόμου και εν αναμονή της κρίσης του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ο ΔΕΛ Η 1130255 ΕΞ 2020).

Ο φόρος που καταβάλλεται στην αλλοδαπή αφαιρείται κατά προτεραιότητα από τον συνολικό αναλογούντα φόρο στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, η ΑΑΔΕ αποδέχθηκε τις δύο πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ (ΣτΕ 652/2020 και ΣτΕ 653/2020) σύμφωνα με τις οποίες το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο φόρος που καταβάλλεται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία στην Κύπρο αφαιρείται κατά προτεραιότητα έναντι τυχόν παρακρατούμενων ή προκαταβληθέντων φόρων, καθώς η σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου με στόχο την αποφυγή της διπλής φορολογίας είναι υπερνομοθετικής ισχύος και υπερισχύει του απλού νόμου και τυχόν εγκυκλίων. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που μετά την αφαίρεση του ποσού του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή και τυχόν παρακρατούμενων ή προκαταβληθέντων φόρων το υπόλοιπο είναι πιστωτικό, αυτό επιστρέφεται στον φορολογούμενο. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν για τις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει συνάψει συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις, δηλαδή θα αφαιρείται πρώτα ο φόρος που παρακρατήθηκε, προκαταβλήθηκε και μετά ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή αν απομένει φόρος στην Ελλάδα για να αφαιρεθεί. Η ΑΑΔΕ έρχεται με τον τρόπο αυτό και εφαρμόζοντας επιτυχημένα τη νομολογία του ΣτΕ, να άρει ερμηνευτικά μία αντίφαση αναφορικά με την εξοικονόμηση του φόρου που έχει καταβληθεί στην αλλοδαπή, η οποία υπήρχε εδώ και χρόνια στην ελληνική νομοθεσία (Ε 2089/2021).

Ποσά που εισέπραξε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης από τους πελάτες της λόγω της μετακύλισης σε αυτούς του φόρου ακίνητης περιουσίας και των προστίμων νομιμοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων αποτελούν εισόδημά της. Πιο συγκεκριμένα, εταιρεία συνήψε συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων με πελάτες της εντός των οποίων προβλεπόταν η μετακύλιση σε αυτούς του οφειλόμενου φόρου ακίνητης περιουσίας καθώς και των προστίμων νομιμοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων. Κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης, η εταιρεία συμπεριέλαβε επιφύλαξη, σύμφωνα με την οποία ο καταβληθείς ΦΑΠ και τα σχετικά πρόστιμα αποτελούν δαπάνες που έγιναν για λογαριασμό των πελατών της (δεδομένου ότι μετά τη λήξη των συμβάσεων η κυριότητα των ακινήτων θα περιερχόταν στους πελάτες) και συνεπώς δεν θα πρέπει να συνυπολογισθούν στο ακαθάριστο εισόδημά της. Η φορολογική αρχή απέρριψε την ανωτέρω επιφύλαξη, ενώ κατόπιν προσφυγής της εταιρείας, το Διοικητικό Εφετείο αποφάσισε ότι πράγματι τα ποσά αυτά συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του ακαθάριστου εισοδήματός της από τη στιγμή που υπόχρεος έναντι του Δημοσίου για την καταβολή του ΦΑΠ και των ανωτέρω προστίμων είναι ο κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο επιβολής τους. Η μετακύλιση των ποσών αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου, η οποία δεν μεταβάλλει τον υπόχρεο καταβολής του φόρου και δεν προβλέπεται σε νομοθετικό επίπεδο η έκπτωση αυτού του είδους των δαπανών. Η εταιρεία άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου ενώπιον του ΣτΕ το οποίο την απέρριψε δεχόμενο την κρίση του Διοικητικού Εφετείου (ΣτΕ 1059/2020).

Πηγή: Grant Thornton

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή