Νέες γυναίκες και διακρίσεις στην αγορά εργασίας: Ευρήματα μιας νέας μελέτης

Νέες γυναίκες και διακρίσεις στην αγορά εργασίας: Ευρήματα μιας νέας μελέτης

Η ενσωμάτωση των νέων γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι απογοητευτική

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ενσωμάτωση των νέων γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι απογοητευτική. Ήδη πριν από την πανδημία, περισσότερο από το 40% των νέων γυναικών ηλικίας 25-34 ετών, δεν εργαζόταν. Η απουσία των γυναικών, ιδίως των νέων, αποτελεί σημαντικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και περιορίζει τις αναπτυξιακές της προοπτικές.

Μια νέα μελέτη για τη σχέση των νέων με την αγορά εργασίας έρχεται να φωτίσει περισσότερο το ζήτημα αυτό.  Η μελέτη υλοποιήθηκε από το ΕΛΙΑΜΕΠ σε συνεργασία με το Νορβηγικό ερευνητικό ίδρυμα Fafo, με υποστήριξη από τον Χρηματοδοτικό Μηχανισμό του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η ηλικία των 25 ετών φαίνεται ότι αποτελεί σημείο καμπής για την ενσωμάτωση των γυναικών στην αγορά εργασίας. Μέχρι αυτή την ηλικία, άνδρες και γυναίκες βρίσκονται ως επί το πλείστον στο εκπαιδευτικό σύστημα και οι διαφορές τους ως προς τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόλησή τους είναι σχετικά μικρές. Ωστόσο, μετά την ηλικία των 25 ετών, η κατάσταση αυτή αλλάζει καθώς όλοι οι δείκτες της αγοράς εργασίας αρχίζουν να βελτιώνονται για τους νέους άνδρες, ενώ παρουσιάζουν στασιμότητα στην περίπτωση των γυναικών.

Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για αυτή τη διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων μετά την ηλικία των 25 ετών. Πρώτον, ένας σημαντικός αριθμός γυναικών δεν συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Δεύτερον, η ζήτηση για εργασία από γυναίκες είναι χαμηλότερη από τη ζήτηση για εργασία από άνδρες σε αυτές τις ηλικίες.

Και οι δύο παράγοντες σχετίζονται με πτυχές των διακρίσεων λόγω φύλου. Η έξοδος από την αγορά εργασίας λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων συνδέεται με πατριαρχικές αντιλήψεις, οι οποίες εξακολουθούν να είναι ευρέως διαδεδομένες στην ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την ανεπάρκεια των δημόσιων υπηρεσιών στήριξης των νέων οικογενειών, η οποία οδηγεί πολλές νέες γυναίκες εκτός της αγοράς εργασίας προκειμένου να αναλάβουν την ανατροφή των παιδιών τους. Η χαμηλή ζήτηση για γυναικεία εργασία επίσης συνδέεται με το ζήτημα της μητρότητας, καθώς πολλοί εργοδότες αποφεύγουν την πρόσληψη νέων γυναικών, εφόσον θεωρούν ότι είναι πιθανό να τεκνοποιήσουν τα επόμενα χρόνια.

Οι διακρίσεις ωστόσο, δεν περιορίζονται στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις ακόμη και αφού βρουν δουλειά. Σύμφωνα με τα στοιχεία των επίσημων καταγγελιών, τα ζητήματα εγκυμοσύνης/μητρότητας φαίνεται να αποτελούν την κύρια πηγή συγκρούσεων μεταξύ εργαζόμενων γυναικών και των εργοδοτών τους. Επιπλέον, υπάρχει μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών το οποίο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες (π.χ. ηλικία, μορφωτικό επίπεδο, κλπ.), υπολογίζεται στη μελέτη στο 10% περίπου.

Το ζήτημα των διακρίσεων εξετάζεται και σε έρευνα γνώμης που παρουσιάζεται στη μελέτη. Όπως είναι αναμενόμενο, το ποσοστό νέων εργαζόμενων γυναικών που αναφέρουν ότι αντιμετώπισαν διακρίσεις λόγω φύλου είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των ανδρών (11% έναντι 5% περίπου). Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σημαντικά (άνω του 20% συνολικά) όταν οι ερωτηθέντες είναι γυναίκες που δεν εργάζονται (άνεργες ή οικονομικά ανενεργές). Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα, τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι αρνητικές εργασιακές εμπειρίες που συνδέονται με διακρίσεις μπορεί να οδηγήσουν ορισμένες γυναίκες εκτός απασχόλησης για μεγάλες χρονικές περιόδους ή ακόμη και μόνιμα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι οι εργαζόμενες γυναίκες αξιολογούν όλα τα είδη διακρίσεων (π.χ. φυλετικές, ηλικιακές, σεξουαλικού προσανατολισμού, κλπ.), ως σημαντικότερα εμπόδια στην πρόοδο της σταδιοδρομίας τους σε σχέση με τους άνδρες. Το εύρημα αυτό, στο βαθμό που αποτελεί ένδειξη ότι οι γυναίκες βιώνουν όλα τα είδη διακρίσεων πιο έντονα από τους άνδρες, υποδηλώνει ότι το φύλο λειτουργεί ως «φίλτρο» για όλους τους τύπους διακρίσεων, αφήνοντας τις γυναίκες περισσότερο εκτεθειμένες σε συμπεριφορές που εισάγουν διακρίσεις συνολικά.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέες γυναίκες στην ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας εμποδίζει την ανάπτυξη των δεξιοτήτων που διαθέτουν. Αυτό δεν είναι μόνο άδικο αλλά και απολύτως αντιπαραγωγικό αφού οι νέες γυναίκες είναι το πιο εκπαιδευμένο κομμάτι του πληθυσμού, καθώς αποτελούν το 60% των πρόσφατων αποφοίτων τόσο της μεταλυκειακής επαγγελματικής κατάρτισης όσο και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, και παρά τα αυξημένα εκπαιδευτικά τους προσόντα, το 39% των γυναικών ηλικίας 30-34 ετών, δηλώνουν στην έρευνα γνώμης, ότι ακόμη υποστηρίζονται οικονομικά από την οικογένειά τους.

Σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική κοινωνία βγαίνει διπλά χαμένη, αφού πέρα από το σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στις επιδόσεις και προοπτικές της οικονομίας, η υποαπασχόληση των νέων γυναικών, υπονομεύει την οικονομική τους αυτονομία και εν τέλει την επίτευξη των στόχων και φιλοδοξιών τους, όχι μόνο σε επαγγελματικό, αλλά και σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο, με ευρύτερες αρνητικές κοινωνικές -και δημογραφικές- επιπτώσεις.

*Επίκουρος Καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Οικονομική Πολιτική, τη Διακυβέρνηση και την Ανάπτυξη, Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κύριος Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή