Οι περισσότεροι πολίτες στη χώρα μας έχουν καταλάβει ότι η χώρα πτώχευσε επειδή το κράτος για πολλά χρόνια ξόδευε περισσότερα χρήματα από αυτά που μάζευε. Στη μνήμη πολλών συμπολιτών μας έχει μείνει το 2009, χρονιά ορόσημο για το έλλειμμα, με τα 50 δισ. έσοδα και τα 89 δισ. έξοδα. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό είναι ότι η χώρα έπασχε και από ένα δεύτερο έλλειμμα, στο «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών» που είναι η διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που φεύγουν από τη χώρα για όλες τις εισαγωγές ή πληρωμές που κάνουμε σε άλλες χώρες, ως προς τα χρήματα που μπαίνουν στη χώρα από τις εξαγωγές ή τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις. Και εδώ το 2008, με το τραπεζικό χρήμα να ρέει στις τσέπες μας, είχαμε τη χρονιά με το μεγαλύτερο έλλειμμα στην ιστορία ύψους 35 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό και οι οικονομολόγοι μιλούν για τα «δίδυμα ελλείμματα».
Προ ημερών μάθαμε ότι το 2013 κλείνει με μικρό πλεόνασμα 1,2 δισ. στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δηλαδή στη χώρα μπήκαν περισσότερα λεφτά από αυτά που έφυγαν. Αυτό έρχεται να δέσει με το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Αυτή η διπλή προσαρμογή αναγνωρίζεται από έγκριτες αναλύσεις ως η πιο γρήγορη που έχει επιτευχθεί ποτέ σε χώρα του δυτικού κόσμου. Σήμερα έχουμε διορθώσει μεν τα «δίδυμα ελλείμματα», αλλά πρακτικά δεν έχουμε ζωντανή οικονομία, ικανή να αναπτυχθεί γρήγορα και να ξαναδώσει δουλειά και καλές αμοιβές στον κόσμο. Για να γίνει αυτό δεν αρκεί η οικονομία να γυρίσει σε θετικό πρόσημο. Θα πρέπει να αποκτήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 4-5%. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι το 2013 προσλήφθηκαν 133.488 συμπολίτες μας περισσότεροι απ’ όσους απολύθηκαν, αλλά ο δείκτης ανεργίας αντί να μειωθεί αυξήθηκε από 26 στο 28%, καθώς περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν εργασία. Επιπλέον σήμερα 1 στους 2 εργαζομένους παίρνει καθαρά έως 750 ευρώ και πάνω από 2.000 ευρώ, προ φόρων μάλιστα, παίρνει μόλις το 6% όσων εργάζονται.
Μπορούμε να πιάσουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στα επόμενα χρόνια; Η μεγάλη ανάπτυξη που είχαμε την προηγούμενη δεκαετία 2001-2010 ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την τραπεζική χρηματοδότηση. Μέσα σε 8 χρόνια, 2001 με 2009, ο συνολικός δανεισμός των τραπεζών στην οικονομία, δηλ. επιχειρήσεις και νοικοκυριά από 60 δισ. ευρώ, έφτασε τα 255 δισ., δηλαδή υπερτετραπλασιάστηκε. Το 2001 τα δάνεια προς ιδιώτες και ελεύθερους επαγγελματίες ήταν μόλις 15 δισ. ευρώ ενώ το 2009 έφτασαν τα 125 δισ. και σήμερα υποχώρησαν στα 115 δισ. ευρώ, δηλαδή οχταπλασιάστηκαν.
Οι τράπεζες θα ανακάμψουν; Δυστυχώς όχι, για πέντε λόγους σωρευτικά: Πρώτον, γιατί το ενεργητικό των τραπεζών ανέρχεται στο 220% του ΑΕΠ που, μετά την εμπειρία της κρίσης, θεωρείται υψηλό. Δεύτερον, γιατί ο λόγος καταθέσεων, σήμερα 160 δισ., προς δάνεια 220 δισ. είναι 140%, ενώ η Ε.Ε. ζητεί απ’ όλα τα μέλη να κατέβει στο 115%. Τρίτον, γιατί οι καταθέσεις σήμερα έχουν φθίνουσα πορεία. Τέταρτον, γιατί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξητική πορεία και, πέμπτον, γιατί και το 70% των δανείων που σήμερα εξυπηρετούνται έχουν, σε μεγάλο ποσοστό, επιμηκυνθεί.
Υπάρχει ανάπτυξη χωρίς τράπεζες; Η διεθνής εμπειρία λέει ότι υπάρχει υπό προϋποθέσεις. Ας δούμε όμως τις προϋποθέσεις. Χωρίς τράπεζες τα εναλλακτικά για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης είναι: άμεσες ξένες επενδύσεις, χρήση ιδίων πόρων των εταιρειών από τα κέρδη ή την αποταμίευσή τους, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για τις εισηγμένες, έκδοση ομολογιακών τίτλων στις διεθνείς αγορές και αύξηση εμπορικών πιστώσεων για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών, όμως, δεν μπορεί να αποδώσει ικανοποιητικά στη χώρα μας καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι το χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Στην ελληνική οικονομία το 99,8% των επιχειρήσεων είναι αυτό που στην Ε.Ε. αποκαλείται «μικρομεσαία επιχείρηση» δηλαδή κάτω από 250 εργαζομένους και το 90% απασχολεί κάτω από 10 εργαζομένους.
Μετά την επιτυχία στα «δίδυμα» ελλείμματα της οικονομίας σήμερα η διαμόρφωση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σ’ ένα περιβάλλον χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση και χωρίς μεγάλες εταιρείες περιγράφει ένα αδιέξοδο. Ως έχουν τα πράγματα κινδυνεύουμε η οικονομία να σέρνεται για πολλά χρόνια με ρυθμούς ανάπτυξης 1-2% και η ανεργία να διατηρείται σταθερά πάνω από 20%.
Λύση υπάρχει; Ναι, υπάρχει! Είναι η κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα σε όλες εκείνες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συστήνουν οι κορυφαίοι του κόσμου, ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χωρίς εκπτώσεις. Παράλληλα να συνεχίσει να κυνηγάει μεγάλες ξένες επενδύσεις, αναδεικνύοντας και μία συνολική στρατηγική, ένα αφήγημα για την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ένας εξαιρετικός τόπος να ζεις και να δημιουργείς. Επιπλέον να προχωρήσει σε άρση όλων των περιορισμών και διοικητικών βαρών που διώχνουν τις μεγάλες επιχειρήσεις και να δώσει ισχυρά κίνητρα στους μικρούς να συγχωνευτούν και στους μεγάλους να μεγαλώσουν περισσότερο. Αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει. Να διαθέσει σημαντικό μέρος του πλεονάσματος στην αναδιάρθρωση της οικονομίας, με στόχο π.χ. το 0,2% σήμερα των επιχειρήσεων με πάνω από 250 άτομα να γίνει 10% μέσα σε λίγα χρόνια. Αν δεν το κάνουμε αυτό θα συνεχίσουμε να τρώμε τις σάρκες μας για μία θέση εργασίας των 500 ευρώ για πολλά χρόνια ακόμη. Για όλα αυτά αξίζει να επενδύσουμε το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος καθώς θα χτυπήσει αποφασιστικά τη μεγαλύτερη κοινωνική ασθένεια, την ανεργία, και θα σπρώξει τη χώρα στην ευημερία.
* Ο κ. Μιχάλης Πεγκλής είναι ερευνητής του Centre for European Studies στις Βρυξέλλες και του Centre for National Strategic Studies στη Σαγκάη.