Το ενεργειακό κόστος ήταν αυτό που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελληνική χαλυβουργία

Το ενεργειακό κόστος ήταν αυτό που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελληνική χαλυβουργία

3' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη χειρότερη περίοδο της μακρόχρονης ιστορίας του διάγει ο χαλυβουργικός κλάδος που πρωταγωνίστησε στην ανοικοδόμηση της χώρας αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την τελευταία τριετία, στην πραγματικότητα, δίνεται μια ύστατη μάχη επιβίωσης των ομίλων Σιδενόρ, Χαλυβουργικής και Χαλυβουργίας Ελλάδας.

Μεταξύ 2011-2013 ο κλάδος απώλεσε το 32% των θέσεων εργασίας, ενώ μόνο το 2012 η εγχώρια παραγωγή περιορίστηκε στους 350.000 τόνους έναντι 1.800.000 τόνων προ κρίσης. Το 2013 η Ελλάδα απορρόφησε λιγότερους από 300.000 τόνους χαλυβουργικών προϊόντων. Ανάλογη ζήτηση είχε να εκδηλωθεί από τη δεκαετία του ’60. Πικρή από εξελίξεις ήταν και η εβδομάδα που ολοκληρώθηκε, καθώς ανακοινώθηκαν ομαδικές απολύσεις στη Χαλυβουργία Ελλάδος (οικ. Νίκου Μάνεση) με το κλείσιμο του εργοστασίου στον Ασπρόπυργο. Με δηλώσεις της η εκπρόσωπος της εταιρείας ανέφερε ότι εάν υπάρξουν μέτρα για την πραγματική μείωση του κόστους ενέργειας, το εργοστάσιο θα επαναλειτουργήσει και οι εργαζόμενοι θα επαναπροσληφθούν.

Στάση αναμονής τηρεί η Χαλυβουργική, που εφαρμόζει πρόγραμμα διαθεσιμότητας για 6 εβδομάδες, μέχρι τις 31 Μαρτίου 2014. Οπως διαμηνύεται, εφόσον λυθεί το ενεργειακό θα πάψει να ισχύει.

Την ίδια ώρα, το χαλυβουργικό εργοστάσιο του ομίλου Βιοχάλκο στον Βόλο (Sovel) παραμένει κλειστό ολόκληρο τον φετινό Φεβρουάριο – είχε κλείσει και τον Μάρτιο του 2013. Σύμφωνα με την επίσημη θέση της εταιρείας, πραγματοποιούνται νέες επενδύσεις, ύψους 10 εκατ. ευρώ, για περαιτέρω μείωση του ενεργειακού κόστους.

Από το ξεκίνημα του 2013 οι επιχειρήσεις του κλάδου προσπάθησαν να εφαρμόσουν δύο εναλλακτικές λύσεις πριν φθάσουν στις επώδυνες αποφάσεις των ομαδικών απολύσεων και της διαθεσιμότητας. Πιο συγκεκριμένα προσπάθησαν να ενισχύσουν τις «εξαγωγές ανάγκης» και τη λειτουργία των γραμμών παραγωγής μόνο σε μία βάρδια και στο νυχτερινό ωράριο, για να μειωθεί το κόστος ενέργειας.

Ωστόσο, τα πρώτα μαύρα σύννεφα για τις χαλυβουργίες δεν φάνηκαν τώρα, αλλά ήδη από το 2008. Τότε που η διεθνής κρίση δεν είχε μεν αγγίξει ακόμα την Ελλάδα, αλλά είχε ρίξει τις τιμές, με αποτέλεσμα οι εγχώριες εταιρείες να καταγράψουν ζημιές από την αποτίμηση των αποθεμάτων. Κάτι ανάλογο έγινε και το 2009, για να ακολουθήσουν οι δύσκολες χρονιές 2010, 2011, 2012 και 2013, όπου η εγχώρια ζήτηση έφτασε στο ναδίρ, λόγω της κρίσης χρέους και της επίπονης δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας που περιόρισε δραστικά την κατανάλωση. Η κάθετη πτώση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας αλλά και το πάγωμα των μεγάλων αναπτυξιακών έργων, τομείς όπου το ατσάλι και το σίδερο χρησιμοποιούνται κατά κόρον, έπληξαν τα μεγέθη των χαλυβουργιών, οι οποίες, τις καλές εποχές, είχαν προχωρήσει, με ίδια κεφάλαια αλλά κυρίως με δανεικά, σε επενδύσεις αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, αυξάνοντας την παραγωγική τους δυναμικότητα. Τώρα οι σύγχρονες εγκαταστάσεις υπολειτουργούν, ενώ τα τοκοχρεολύσια «τρέχουν» και διευρύνουν τις ζημιές στους ισολογισμούς.

Τα εργοστάσια δουλεύουν πλέον βράδυ, 12-8, τις καθημερινές με μία βάρδια, όταν παλαιότερα δούλευαν όλο το 24ωρο με τέσσερις βάρδιες. Πλέον μόνο το Σαββατοκύριακο οι ηλεκτρικοί φούρνοι δουλεύουν σε 24ωρη βάση γιατί έχουν χαμηλότερο κόστος ενέργειας.

Οι εξαγωγές ήταν μονόδρομος. Δυσκολία οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είχαν για να βρουν αγορές. Οι Ελληνες χαλυβουργοί ήταν γνωστοί για την ποιότητα των προϊόντων τους. Αυτό φαίνεται και στους τζίρους των εταιρειών του 2011 σε σχέση με το 2010 που αυξήθηκαν σημαντικά. Οι εξαγωγές αυτές όμως διεύρυναν τις ζημιές των χαλυβουργιών αφού γίνονται σε τιμές ακόμη και κάτω του κόστους. Και αυτό γιατί έχουν να αντιμετωπίσουν άλλες χώρες, ακόμη και εντός της Ε.Ε., με χαμηλότερο κόστος στην παραγωγική διαδικασία.

Oι ελληνικές χαλυβουργίες εισάγουν εξ ολοκλήρου την πρώτη ύλη (scrap) για την παραγωγή χαλυβουργικών προϊόντων, άρα την προπληρώνουν. Παράλληλα πληρώνουν από 50 ώς και 65 ευρώ τη μεγαβατώρα για ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο λόγω των υψηλών φόρων, όταν άλλες χώρες πληρώνουν από 25 ώς 40 ευρώ. Στην Ιταλία και στη Γαλλία το κόστος ενέργειας δεν ξεπερνά τα 35 ευρώ, με τη συγκατάθεση μάλιστα της Κομισιόν, που δεν θεωρεί κρατική ενίσχυση την τιμή αυτή.

Η ενέργεια αποτελεί το 50% του συνολικού κόστους στη μεταποίηση και το 30% στην παραγωγή του τελικού προϊόντος. Αν στο παραπάνω κόστος υπολογιστούν τα ακριβά επιτόκια με τα οποία δανείζονται οι ελληνικές χαλυβουργίες και η βαθιά ύφεση που έχει μπλοκάρει την οικοδομή που έχει επιστρέψει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970, δημιουργείται ένα δυσβάστακτο αποτέλεσμα με τις συνολικές υποχρεώσεις να υπερβαίνουν το 1,5 δισ. ευρώ.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή