Άποψη: Διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά ενέργειας

Άποψη: Διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά ενέργειας

4' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί μοχλό της οικονομίας με ευρύτατη χρήση στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά. Για τον λόγο αυτό η επιτυχής αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη δομή και τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της ευημερίας των πολιτών.

Η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται στη χώρα μας σε εργοστάσια διαφορετικής τεχνολογίας, συμβατικά, που καίνε λιγνίτη ή φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικά που χρησιμοποιούν τα νερά των ποταμών και ΑΠΕ που χρησιμοποιούν τον αέρα και τον ήλιο. Η ηλεκτρική ενέργεια δεν αποθηκεύεται με οικονομικούς όρους και η παραγωγή καλύπτει άμεσα την κατανάλωση, ανταποκρινόμενη στις μεταβολές της στο πλαίσιο τεχνικών περιορισμών. Η μεταφορά και η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας γίνονται από διαφορετικές επιχειρήσεις και οι αγοραπωλησίες ηλεκτρικής ενέργειας και η ολοκλήρωσή τους γίνεται με τη χρησιμοποίηση πολύπλοκων λογισμικών προγραμμάτων.

Η γνώση των προβλημάτων που απασχολούν σήμερα τον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας είναι αναγκαία προκειμένου η επίλυσή τους να είναι προς όφελος των καταναλωτών. Για τον λόγο αυτό, ύστερα από μια σύντομη αναφορά στις εξελίξεις της τελευταίας πενταετίας στα ηλεκτρικά μεγέθη της χώρας, εξετάζονται τα κύρια προβλήματα της αγοράς ηλεκτρισμού και προτείνονται αλλαγές που αποσκοπούν στο να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του κλάδου και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Στην περίοδο 2008/2013 υπήρξε αύξηση του κόστους λόγω χειροτέρευσης του μείγματος του χαρτοφυλακίου μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η χειροτέρευση αυτή οφειλόταν στις ακόλουθες εξελίξεις:

α) Η ετήσια ζήτηση αιχμής στο σύστημα μειώθηκε από 10,2 GW (1 GW =1.000 MW) σε 9,2 GW, δηλαδή κατά 10,3%, και η ετήσια κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε από 55,7 TWH σε 50,4 TWH, δηλαδή κατά 9,5%.

β) Στην ίδια περίοδο, αντίθετα, και παρά την απόσυρση των πετρελαϊκών μονάδων που είχαν απομείνει, 698 MW, και της απόσυρσης λιγνιτικής ισχύος 407 MW, η συνολική εγκαταστημένη ισχύς του συστήματος αυξήθηκε κατά 37%, από 11,5 GW σε 15,8 GW με μονάδες φυσικού αερίου 2.292 MW και ΑΠΕ 3.093 MW.

Επισημαίνεται ότι το κρίσιμο θέμα εδώ είναι πως η μείωση ισχύος βάσης που χρησιμοποιείται όλο τον χρόνο συνεπάγεται χαμηλό κόστος παραγωγής και υποστηρίζει τις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες και η αύξηση ευέλικτης ισχύος ενδιαμέσων φορτίων που καλύπτουν τις ανάγκες υποκατάστασης των ΑΠΕ, πλην όμως, και όχι μόνο για τον λόγο αυτό, συνεπάγονται μαζί με τις ΑΠΕ πολύ υψηλό κόστος παραγωγής.

Οι κανόνες αγοράς που εφαρμόσθηκαν δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι:

α) η ελληνική αγορά είναι μικρή και κυρίως είναι απομακρυσμένη από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης ηλεκτρισμού,

β) οι διασυνδέσεις δεν έχουν μεγάλη ισχύ και

γ) το κόστος μεταφοράς μαζί με τις απώλειες από και προς τα κέντρα αυτά είναι απαγορευτικό.

Παρόμοιοι κανόνες αγοράς εφαρμόζονται βέβαια και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, όμως οι αγορές τους είναι σχετικά μεγάλες και ώριμες και βρίσκονται κοντά σε μεγάλα κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης που υποστηρίζουν την ανάπτυξη υγιών δυνάμεων προσφοράς και ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές.

Επομένως, για τη χώρα μας πρέπει να μιλάμε για ανταγωνισμό σε εθνικό περιβάλλον. Ομως εδώ η παραγωγή βασικών φορτίων και υδροηλεκτρικής ενέργειας είναι πλήρως συγκεντρωμένη στη ΔΕΗ, η δε τμηματοποίηση της παραγωγικής της βάσης και η ιδιωτικοποίηση μέρους της θα αυξήσουν μεν τον αριθμό των παραγωγών όχι όμως τόσο ώστε να αποτελέσουν ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού. Από την άλλη μεριά, η προμήθεια είναι επίσης πλήρως συγκεντρωμένη στη ΔΕΗ (άνω του 98%) λόγω εμποδίων εισόδου νέων προμηθευτών στις αγορές μέσης και χαμηλής τάσης.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της έλλειψης ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας είναι η λειτουργία της υποχρεωτικής αγοράς Πιστοποιητικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (μηχανισμός ΑΔΙ) με τίμημα πλήρως ρυθμιζόμενο. Κατ’ αρχάς η ύπαρξη της αγοράς αυτής θα δικαιολογούνταν αν οι προσφορές στην αγορά ενέργειας γίνονταν στο μεταβλητό κόστος και όχι τουλάχιστον στο μεταβλητό κόστος, δηλαδή σε τιμές ανώτερες του μεταβλητού κόστους. Στην περίπτωση αυτή η τιμή του ΑΔΙ θα έπρεπε να είναι ίση με το ετήσιο κόστος κεφαλαίου ενός MW μονάδας αιχμής. Πολύ περισσότερο δεν δικαιολογείται η αύξηση της ετήσιας τιμής ΑΔΙ από τις 35.000 ευρώ ανά MW στις 45.000 ευρώ και στη συνέχεια στις 90.000 ευρώ και μάλιστα σε χρόνο που η ζήτηση ισχύος και ενέργειας μειωνόταν και η εγκατεστημένη ισχύς αυξανόταν. Εάν υπήρχε ανταγωνισμός, η τιμή ΑΔΙ θα έπρεπε αντίθετα να είχε μειωθεί. Επομένως, η αύξηση αποσκοπούσε στο να καλύψει τη ζημία λόγω της ατελούς λειτουργίας της αγοράς ενέργειας.

Σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ αναφέρεται ότι η ανάπτυξη ανταγωνισμού στον ηλεκτρισμό αποτελεί μια από τις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην πορεία εξόδου από την κρίση. Εάν όμως -για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω- μια αλλαγή που βασίζεται π.χ. στην ιδιωτικοποίηση τμημάτων της παραγωγικής βάσης της ΔΕΗ δεν μπορεί να αποτελέσει ικανή συνθήκη για να αναπτυχθεί ανταγωνισμός, τότε τι μέλλει γενέσθαι; Ο ανταγωνισμός δεν είναι αυτοσκοπός. Τον επιζητούμε διότι με τη λειτουργία του προσδιορίζονται σωστές και δίκαιες τιμές. Ετσι, αυτό που τελικά χρειαζόμαστε είναι η αύξηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας και η μετακίνηση του πλεονάσματος στους καταναλωτές με δίκαια τιμολόγια. Κατά την άποψή μου σε αυτό μπορούν ενδεχομένως να βοηθήσουν οι εξής δύο διαρθρωτικές αλλαγές:

α) η ιδιωτικοποίηση ενός επιπλέον πακέτου μετοχών της ΔΕΗ σε στρατηγικό επενδυτή, και

β) η λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με προσφορές στο μεταβλητό κόστος και με επιπλέον ρυθμιζόμενη ωριαία επιβάρυνση για την κάλυψη του κόστους ισχύος, ανάλογη με την πιθανότητα απώλειας φορτίου.

Ο στρατηγικός επενδυτής ασφαλώς θα εισαγάγει στη ΔΕΗ νέες και αποτελεσματικές μεθόδους επιχειρηματικού management τουλάχιστον στα υψηλά κλιμάκια διοίκησης, που εκτός των άλλων θα συμβάλουν στην αλλαγή της επιχειρηματικής κουλτούρας και στη διαπίστωση σημαντικών ευκαιριών για εξοικονομήσεις πόρων και μείωση κόστους.

Από την άλλη μεριά, οι αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα τιμολόγια και την αναπτυξιακή πολιτική της ΔΕΗ, πρέπει να ενισχυθούν, να ασκούνται χωρίς παρεμβάσεις και να είναι αποφασιστικές. Σχετικά, θα πρέπει να ενισχυθεί νομοθετικά η ανεξαρτησία της ΡΑΕ, η οποία θα λογοδοτεί μόνο στις αρμόδιες υπηρεσίες τις Ε.Ε. (Γ.Δ. Ανταγωνισμού) και στην ελληνική Βουλή. Η εμπειρία έδειξε ότι διάφορες παρεμβάσεις στη ΡΑΕ βλάπτουν παρά συμβάλλουν στο ρυθμιστικό και εποπτικό έργο της.

*Ο κ. Πρόδρομος Ευθύμογλου είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρώην

αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος ΔΕΗ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή