Παραμένει πολύ υψηλό το κόστος των εισφορών στη χώρα μας

Παραμένει πολύ υψηλό το κόστος των εισφορών στη χώρα μας

8' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο γκρουπ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ που εξακολουθούν να εφαρμόζουν πολύ υψηλούς συντελεστές για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών –τόσο των εργοδοτικών όσο και αυτών που καταβάλλει ο εργαζόμενος μέσω κρατήσεων από τον μισθό του– θα παραμείνει η Ελλάδα και μετά τη μείωση των 3,9 ποσοστιαίων μονάδων από τον προσεχή Ιούλιο.

Ωστόσο, η σύγκριση με τα υπόλοιπα συστήματα που εφαρμόζουν οι χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ αναδεικνύει και άλλα κρίσιμα ζητήματα: Για παράδειγμα:

α) Η Ελλάδα δεν διαφοροποιεί τους συντελεστές υπολογισμού των εισφορών ανάλογα με το ύψος των ετήσιων αποδοχών, πρακτική που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο εξωτερικό.

β) Ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, εφαρμόζουν χαμηλότερο συντελεστή για τους εργαζομένους με υψηλές αποδοχές προκειμένου να περιορίσουν το κίνητρο απόκρυψης εισοδήματος.

Στη χώρα μας, το μόνο που ισχύει είναι να μην επιβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές στο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών που υπερβαίνει τα 5.500 ευρώ, ένα όριο που πρακτικά ισχύει πλέον για ελάχιστους.

Η ετήσια έρευνα του ΟΟΣΑ, στην οποία αποτυπώνονται και συγκρίνονται οι κρατήσεις που γίνονται, σε κάθε χώρα, από εργοδότες και εργαζομένους, για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος κατατάσσει εδώ και αρκετά χρόνια την Ελλάδα στην πρώτη πεντάδα μιας λίστας η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον 30 χώρες.

Με τη μείωση που θα γίνει από τον Ιούλιο (σ.σ. στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι υπάρχει προοπτική να γίνει και νέα μείωση από το 2016 κατά ακόμη μία ποσοστιαία μονάδα) ναι μεν πέφτουμε, αλλά παραμένουμε σαφώς υψηλότερα από τον μέσο όρο.

Η λύση

Οπως είναι φυσικό, ζητούμενο είναι η λύση του προβλήματος, που δεν θα είναι απλή, καθώς προϋποθέτει την εξεύρεση πόρων. Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι από τα λίγα στην Ευρώπη που δεν μπορεί να περιμένει έσοδα από την αξιοποίηση των αποθεματικών του ασφαλιστικού συστήματος, για τους γνωστούς ευνόητους λόγους. Την ίδια ώρα, η υψηλή ανεργία, η μείωση των μισθών και ο μεγάλος αριθμός συνταξιούχων (ανέρχονται πλέον στα 2,8 εκατομμύρια) είναι οι λόγοι για τους οποίους οι αναλογιστικές μελέτες εμφανίζουν ελλείμματα για τα επόμενα χρόνια και ειδικά για το 2016 και το 2017.

Οι εργοδοτικές εισφορές στην Ελλάδα θα μειωθούν τον Ιούλιο κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ έχει προηγηθεί η μείωση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα από τον Νοέμβριο του 2012. Ετσι, θα διαμορφωθούν στο 24,56% από 28,56% που ήταν πριν από τον Νοέμβριο του 2012. Αυτό το ποσοστό, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2013, είναι το ένατο μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Γεγονός, βεβαίως, που μόνο απαρατήρητο δεν μπορεί να περάσει, ιδιαίτερα σε μια τέτοια ευαίσθητη χρονική φάση.

Για την ιστορία και όχι μόνον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μας ξεπερνούν η Γαλλία (σ.σ. ακολουθεί κλιμακωτό συντελεστή από 27,63% για τους υψηλόμισθους έως 41,73% για τους χαμηλόμισθους), το Βέλγιο, η Ιταλία, η Σουηδία, η Σλοβακία, η Ισπανία, η Ουγγαρία και η Τσεχία. Ομως, ο συντελεστής από μόνος του, δεν απεικονίζει το σύστημα της κάθε χώρας.

Σε Γερμανία, Ισπανία

Η Γερμανία, για παράδειγμα, εφαρμόζει συντελεστή 19,28% για το τμήμα των ετήσιων αποδοχών έως τις 47.250 ευρώ και μόλις 10,95% για τους έχοντες ακόμη υψηλότερα εισοδήματα.

Η μείωση του συντελεστή λειτουργεί ως κίνητρο εμφάνισης των πραγματικών εισοδημάτων, με αποτέλεσμα να ενισχύονται και τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και τα έσοδα από φόρους.

Στην Ισπανία, από την άλλη πλευρά, η οποία εμφανίζεται να εφαρμόζει υψηλότερο συντελεστή από την Ελλάδα (29,9%), ο συντελεστής εφαρμόζεται μόνο σε ένα τμήμα των ετήσιων αποδοχών: από τα 9.036 έως τα 41.108 ευρώ ετησίως. Με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει κίνητρο για την απασχόληση χαμηλόμισθων σε μια χώρα η οποία αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα ανεργίας αντίστοιχα με αυτά της Ελλάδας. Ως γνωστόν, είχε τον υψηλότερο δείκτη, μέχρι πρότινος.

Στην κατάταξη με βάση τις εισφορές που πληρώνουν οι εργαζόμενοι –στην Ελλάδα ο συντελεστής θα μειωθεί στο 15,5% από την 1η Ιουλίου, δηλαδή κατά μία ποσοστιαία μονάδα– καταλαμβάνουμε ακόμη υψηλότερη θέση. Κι αυτό είναι μια πραγματικότητα.

Μεγαλύτερες κρατήσεις κάνουν μόνο η Ολλανδία (η οποία από την άλλη εφαρμόζει πολύ χαμηλό συντελεστή στις εργοδοτικές εισφορές), η Σλοβενία, η Γερμανία (η οποία έχει κλιμακωτό συντελεστή και στις εισφορές των εργαζομένων), η Ουγγαρία και η Αυστρία.

Για μισθό 24.103 εισφορές 3.977 ευρώ

Υστερα από δύο μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών –αυτή που έγινε τον Νοέμβριο του 2012 κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα και αυτή που θα γίνει από τον Ιούλιο του 2014 κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες–, η Ελλάδα θα έχει συντελεστή παρακράτησης της τάξεως του 41,45%. Την ίδια ώρα όμως, άλλες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν χαμηλότερους συντελεστές, με αποτέλεσμα να είναι σαφώς ανταγωνιστικότερες στο κομμάτι του μη μισθολογικού κόστους.

Ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία (υπολογισμός κρατήσεων στις μέσες ετήσιες αποδοχές κάθε χώρας για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά), ο ΟΟΣΑ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι υπόλοιπες χώρες πλην Γαλλίας είναι φθηνότερες σε σχέση με την Ελλάδα. Ο αντίστοιχος συντελεστής διαμορφώνεται στο 34% για τη Γερμανία, στο 27% για την Πορτογαλία, στο 37% για τη Φινλανδία, στο 38% για την Ιταλία και στο 35% για την Ισπανία. Η κάθε χώρα ακολουθεί διαφορετική οδό για να κρατάει χαμηλά το κόστος. Η Γερμανία, για παράδειγμα, ευεργετεί μέσω του φορολογικού συστήματος τις οικογένειες με παιδιά.

Εργαζόμενος οικογενειάρχης με δύο παιδιά πλήρωνε, το 2012, 362 ευρώ για ετήσιες μεικτές απολαβές της τάξεως των 44.811 ευρώ. Στην Ιρλανδία, προβλέπεται η καταβολή πολύ μεγάλου οικογενειακού επιδόματος (4.612 ευρώ τον χρόνο για μέσο μεικτό εισόδημα 32.626 ευρώ) ενώ η Ισπανία εφαρμόζει ευνοϊκό συντελεστή για τον υπολογισμό των εισφορών του εργαζομένου. Ο Ισπανός με τις αποδοχές των 25.558 ευρώ ετησίως πλήρωνε το 2012 1.623 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές όταν ο Ελληνας με τις μεικτές αποδοχές των 24.103 ευρώ, κατέβαλλε 3.977 ευρώ.

Δεύτεροι ακριβότεροι στην Ευρωζώνη

Από το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ένας εργοδότης για τη μισθοδοσία ενός εργαζομένου, προκειμένου αυτός με τη σειρά του να εισπράττει έναν μέσο καθαρό μισθό της τάξεως των 1.200-1.250 ευρώ τον μήνα, το 41,45% θα καταλήγει και πάλι στα ταμεία του κράτους, παρά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτός ο συντελεστής –ο οποίος προκύπτει αν συνυπολογιστούν οι επιβαρύνσεις για εργοδοτικές εισφορές, εισφορές εργαζομένου, φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης– θα εξακολουθήσει να είναι ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Οσο για το τελικό όφελος που θα προκύψει, αυτό μεταφράζεται σε 190 ευρώ τον χρόνο για τον εργαζόμενο (ή περίπου 14 ευρώ τον μήνα) και 709 ευρώ τον χρόνο για τον εργοδότη.

Τη δυνατότητα σύγκρισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες προσφέρει η ετήσια έρευνα του ΟΟΣΑ, στην οποία καταγράφονται οι κρατήσεις που γίνονται στο μέσο εισόδημα κάθε χώρας για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Το μέσο εισόδημα –και μάλιστα διαφοροποιημένο ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του κάθε πολίτη προκειμένου να συνυπολογίζονται και τυχόν οικογενειακά επιδόματα ή φορολογικές απαλλαγές που ισχύουν σε οικογένειες με παιδιά– χρησιμοποιείται προκειμένου τα μεγέθη να είναι απολύτως συγκρίσιμα. Οι μέσες μεικτές αποδοχές στην Ελλάδα έχουν εκτιμηθεί (για το 2012, χρονιά στην οποία αναφέρονται τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) στα 24.103 ευρώ για έναν εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα με δύο παιδιά. Ο συγκεκριμένος εργαζόμενος με το ισχύον καθεστώς κοστίζει 30.731 ευρώ στην επιχείρησή του. Αυτό προκύπτει αν στα 24.103 ευρώ που είναι οι μεικτές αποδοχές, προστεθούν οι εργοδοτικές εισφορές οι οποίες με βάση τον ισχύοντα συντελεστή 27,5% ανέρχονται στα 6.628 ευρώ.

Εκτός από το ποσό των εργοδοτικών εισφορών, στο Δημόσιο επιστρέφουν:

1. Οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζομένου οι οποίες υπολογίζονται με συντελεστή 16,5% και για το δεδομένο μεικτό εισόδημα των 24.103 ευρώ ανέρχονται στα 3.977 ευρώ.

2. Περίπου 2.731 ευρώ που είναι ο φόρος εισοδήματος και η εισφορά αλληλεγγύης που καλείται να πληρώσει ο εργαζόμενος. Αυτό το ποσό παρακρατείται κάθε μήνα από τις αποδοχές, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές.

Πόσα απομένουν καθαρά; Περίπου 17.395 ευρώ. Από τα 30.731 ευρώ που πληρώνει ο εργοδότης, τα 13.336 ευρώ επιστρέφουν στο κράτος και ο πραγματικός συντελεστής των κρατήσεων διαμορφώνεται στο 43,4%.

Να σημειωθεί ότι για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ο ΟΟΣΑ προσαυξάνει τις καθαρές αποδοχές του εργαζομένου με τυχόν οικογενειακά επιδόματα που καταβάλλονται. Στην Ελλάδα, ο εργαζόμενος με δύο παιδιά και συνολικό φορολογητέο εισόδημα της τάξεως των 20.000 ευρώ (σ.σ. φορολογητέο είναι το εισόδημα που προκύπτει αν από τις μεικτές αποδοχές αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζομένου) δικαιούται επίδομα της τάξεως των 26,7 ευρώ τον μήνα ή 320 ευρώ ετησίως.

Από την 1η Ιουλίου, οπότε προγραμματίζεται να ενεργοποιηθούν οι νέοι συντελεστές υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, θα επέλθουν οι ακόλουθες μεταβολές:

1. Οι εισφορές του εργαζομένου από τα 3.977 ευρώ τον χρόνο, θα μειωθούν στα 3.736 ευρώ (λόγω της μείωσης των κρατήσεων κατά μία ποσοστιαία μονάδα από το 16,5% στο 15,5%). Η διαφορά των 241 ευρώ θα αποτελέσει αύξηση των αποδοχών για τον εργαζόμενο.

2. Ο φόρος εισοδήματος και η εισφορά αλληλεγγύης του εργαζομένου θα αυξηθούν καθώς θα πρέπει να φορολογηθεί το όφελος που θα προκύψει από τη μείωση των ασφαλιστικών του εισφορών. Για το μέσο εισόδημα του παραδείγματος, ο συνολικός φορολογικός συντελεστής, ανέρχεται στο 24%. Ετσι, μετά τη φορολόγηση, το τελικό όφελος για τον εργαζόμενο από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα πέσει από τα 241 στα 183 ευρώ τον χρόνο ή στα 13 ευρώ τον μήνα.

3. Οι εισφορές του εργοδότη θα μειωθούν από τα 6.628 ευρώ στα 5.919,69 ευρώ, που σημαίνει ότι η επιχείρηση θα ωφεληθεί κατά 709 ευρώ τον χρόνο. Αν φυσικά η επιχείρηση αποφασίσει να μεταφέρει αυτό το ποσό στη γραμμή της κερδοφορίας, το όφελος θα μειωθεί καθώς ποσοστό 26% θα επιστραφεί στο κράτος ως φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων, ενώ αν η εταιρεία προχωρήσει στη διανομή μερίσματος, θα επιβληθεί και πρόσθετος φόρος 10%.

Αν συνυπολογιστούν όλες οι μεταβολές, προκύπτει ότι το σύνολο των κρατήσεων για έναν υπάλληλο με μεικτές αποδοχές της τάξεως των 24.103 ευρώ (ο οποίος θα φτάνει να κοστίζει 30.023 ευρώ στην επιχείρηση μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές), θα διαμορφωθεί με το νέο σύστημα στα 12.444 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ο συντελεστής θα περιοριστεί στο 41,45% από 43,39% που είναι σήμερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή