Άποψη: Η Ελλάδα έχει κερδίσει το δικαίωμα να ανταγωνίζεται ισότιμα

Άποψη: Η Ελλάδα έχει κερδίσει το δικαίωμα να ανταγωνίζεται ισότιμα

6' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​Ελλάδα έχει καταφέρει πολλά αντιμέτωπη με τη δίνη μιας κρίσης που την υπέβαλε σε συνθήκες παρόμοιες με εκείνες του Μεγάλου Κραχ του 1929. Εχοντας επιτύχει μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές στην Ιστορία, έχει το δικαίωμα να μετέχει ισότιμα στις αγορές κεφαλαίων. Παραμένει, παρά ταύτα, δέσμια μιας αντιπαραγωγικής πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η πολιτική αυτή επιβάλλει υπερβολικά χαμηλή αποτίμηση στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου σαν εξασφάλιση για πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, περιορίζοντας έτσι τη σημασία τους για τις κεφαλαιαγορές και κατ’ επέκταση τη συμβολή τους στη βιώσιμη ανάπτυξη. Την πολιτική αυτή θα την ονομάσουμε: Η «ποινή του 57%».

Πριν από είκοσι περίπου μήνες η ΕΚΤ επέβαλε μία ασφυκτική αποτίμηση για τα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, τυπικά μεν βασιζόμενη στη «μη επενδυτική» βαθμίδα αξιολόγησης της χώρας, στην πραγματικότητα, δε, σαν αντίδραση στη μη συμμόρφωση της Ελλάδας με το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Η «ποινή» του 57%, μάλιστα, χρειάστηκε να θεσμοθετηθεί με ειδική αναφορά στην Ελλάδα, καθώς οι ισχύοντες κανονισμοί επιτρέπουν χαμηλότερη ποινή (5% έως 13%) για τις χώρες που αξιολογούνται στη «μη επενδυτική» βαθμίδα, αλλά βρίσκονται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές χαιρετίστηκε σαν ένα σημαντικό, σταθερό βήμα στον δρόμο της ανάκαμψης. Οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις είχαν ήδη προηγηθεί στις αγορές με εκδόσεις ομολογιακών δανείων, αναζητώντας διέξοδο στην πίεση των τραπεζών για απομόχλευση. Το κόστος δανεισμού τους, όμως, επιβαρύνεται από την αλληλεξάρτηση με εκείνο του Δημοσίου.

Γεγονός παραμένει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές δανείζονται με επιτόκια 3,5% – 4,5% υψηλότερα από εκείνα των ανταγωνιστών τους, ακριβώς λόγω της, κατά μέσον όρο Β-, «μη επενδυτικής» βαθμίδας αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους αξιολόγησης. Αλλά, και οι ελληνικές τράπεζες επηρεάζονται αρνητικά από το υψηλό κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Τα δάνεια σε καθυστέρηση έχουν φτάσει σε ύψη πρωτόγνωρα, ενώ και τα ενήμερα δάνεια ασφυκτιούν κάτω από τα υψηλά επιτόκια. Επιπρόσθετα, περιορίζοντας τη ρευστότητα, γίνεται δυσκολότερη και ακριβότερη η πρόσβαση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση. Είναι προφανές ότι ο πιστωτικός κίνδυνος της χώρας και το κόστος δανεισμού της όχι μόνον επιβαρύνουν τα οικονομικά της, αλλά έχουν σημαντική επίπτωση σε μια σειρά από παράγοντες που είναι καθοριστικοί για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Παρά τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν, η αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου μιας χώρας παραμένει αντικείμενο αποκλειστικά των οίκων αξιολόγησης. Στο επίκεντρο των αξιολογήσεών τους βρίσκεται το χρέος της χώρας, που στις πλείστες των περιπτώσεων υπολογίζεται περισσότερο με όρους νομικούς, παρά οικονομικούς, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις από τις αναδιαρθρώσεις και τις δίκαιες και εύλογες αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Το μέγεθος είναι, χωρίς αμφιβολία, πολύ διαφορετικό όταν η μέτρηση γίνει με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.

Τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) είναι πραγματικότητα για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζες, εδώ και κάποια χρόνια, κατ’ απαίτηση των επενδυτών.

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα υφίστανται και για τον δημόσιο τομέα: ονομάζονται International Public Sector Accounting Standards (IPSAS). Περισσότερες από 40 χώρες διεθνώς, που περιλαμβάνουν από την πρωτοπόρα Νέα Ζηλανδία μέχρι τη νεοεισερχόμενη Αυστρία, έχουν ήδη υιοθετήσει τα IPSAS. Πολλές άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, βρίσκονται στη διαδικασία. Οι ειδικοί στην Ευρώπη συνιστούν μέσα από τα κλαδικά τους όργανα την υιοθέτηση των διεθνών προτύπων, με στόχο τη βελτίωση στον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις, ώστε να υποστηριχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη, να έχουμε περισσότερη διαφάνεια και μεγαλύτερη απόδοση ευθύνης. Μέχρι αυτό να γίνει πραγματικότητα, η Ευρωζώνη θα συνεχίσει να υπολογίζει το χρέος με όρους νομικούς, και όχι οικονομικούς, αγνοώντας την επίπτωση του χρόνου στην αξία του χρήματος (time value of money) και τη σημασία των διεθνών προτύπων και των βέλτιστων πρακτικών στην αποτύπωση της οικονομικής κατάστασης των κρατών.

Η Eurostat υπολογίζει το χρέος σαν ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, χρησιμοποιώντας μία στατιστική προσέγγιση (ESA95), που απορρέει από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και υπακούει στις επιταγές του νόμου, αλλά όχι στην ανάγκη να αποτυπώσει την εύλογη και δίκαιη θεώρηση του χρέους με βάση τα διεθνή πρότυπα. Ως αποτέλεσμα, αγνοεί απόλυτα τη σημασία των ευνοϊκών ρυθμίσεων που η Ελλάδα πέτυχε κατά τις αναδιαρθρώσεις του χρέους της, όπως χαμηλά επιτόκια, επιμήκυνση της διάρκειας και μια σειρά από άλλες ευνοϊκές ρυθμίσεις. Τούτο βρίσκεται σε αντίθεση με τον κανόνα που ακολουθείται στον κόσμο του επιχειρείν. Κάθε επιχειρηματίας γνωρίζει ότι ένα ευρώ πληρωτέο σε 30 χρόνια αξίζει κλάσμα μόνο της αξίας που έχει ένα ευρώ σήμερα. Οι τραπεζίτες γνωρίζουν εξίσου ότι κάθε μείωση επιτοκίου μειώνει την εύλογη αξία του αντίστοιχου δανείου. Ομως αυτά δεν ισχύουν για το χρέος της Ελλάδας, σύμφωνα με το ESA95. Ο αριθμός που προκύπτει δεν αντικατοπτρίζει την εύλογη και δίκαιη αποτίμηση του χρέους κατά τρόπο που να είναι συγκρίσιμο διεθνώς.

Το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου για το Μνημόνιο. Οπως υποστηρίζεται από πολλούς, η απόσταση που χωρίζει το σημερινό επίπεδο (170% του ΑΕΠ) με το επίπεδο που θεωρείται βιώσιμο (120%) δεν θα κλείσει παρά μετά το 2020. Και αν κάποιος έλεγε ότι ήδη σήμερα το χρέος είναι κάτω από αυτό το όριο;

Με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, το καθαρό χρέος της Ελλάδας είναι σαφώς κάτω από 100% (ενδεχόμενα κάτω και από 60%), κοντά σε εκείνο της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, και σημαντικά χαμηλότερο από της Ιταλίας. Αυτή είναι η εύλογη και δίκαιη αποτίμηση του επιπέδου του χρέους και μπορεί με ακρίβεια να αποτυπωθεί κάνοντας χρήση των διεθνών προτύπων, όπως είναι τα ΔΛΠ, στη λογιστική του Δημοσίου. Η εμπειρία από άλλες χώρες δείχνει ότι η όλη διαδικασία της υιοθέτησης των IPSAS μέχρι τη δημοσιοποίηση πλήρων, ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων μπορεί να απαιτήσει μέχρι 2,5 χρόνια. Συχνά, όμως, ακολουθείται η διαδικασία κατά στάδια, με τον υπολογισμό του χρέους και των κινητών περιουσιακών στοιχείων να προηγείται και να ολοκληρώνεται σε 6 ή και λιγότερους μήνες.

Για να μπορέσει η Ελλάδα να ανταγωνιστεί ισότιμα τις άλλες χώρες στις διεθνείς κεφαλαιαγορές πρέπει να παρέχει οικονομική πληροφόρηση με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Η πρόσβαση στις αγορές δεν διευκολύνεται από λογιστική που βασίζεται σε στατιστικές και δεν αποδίδει την εύλογη και δίκαιη εικόνα της οικονομικής κατάστασης. Τούτο έχει βαρύνουσα σημασία για την Ελλάδα της οποίας ο δανεισμός αναδιαρθρώθηκε με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Τέλος, και αυτή η «ποινή του 57%» που η ΕΚΤ επιβάλλει στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου βασίζεται στην ίδια άδικη λογιστική που παραμένει αδικαιολόγητη και αντιπαραγωγική. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι αν αναπροσαρμόζονταν σε πλαίσιο συγκρίσιμο με τις χώρες που συγκρίνεται η Ελλάδα (5%-13%), κάποιες συνιστώσες της ρευστότητας θα μπορούσαν να διπλασιαστούν.

Η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά το δικαίωμα να ανταγωνίζεται ισότιμα στις αγορές με θυσίες στα εισοδήματα και την ανεργία στο 27%. Η δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε τον στόχο. Το έλλειμμα για το 2014 προβλέπεται να πέσει κάτω από το 3%. Το καθαρό χρέος με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα είναι κάτω από 100%, ίσως κάτω και από 60%, χαμηλότερο από τις χώρες με τις οποίες συγκρίνεται η Ελλάδα. Η καθαρή δαπάνη για τόκους, τόσο σαν ποσοστό των εσόδων, όσο και σαν απόλυτο ποσοστό, υπολείπεται κατά πολύ εκείνης των συγκρίσιμων χωρών. Η διάρθρωση των δόσεων από το 2015, επίσης. Τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους: Η Ελλάδα έχει κερδίσει το δικαίωμα να ανταγωνίζεται ισότιμα στις αγορές και έχει πλέον την ευκαιρία να μπει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. Η «ποινή του 57%» θα πρέπει τώρα να πάψει να μας τιμωρεί.

* Πρώην αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή