Άποψη: Η «ποινή του 57%» πρέπει να εξαλειφθεί τώρα

Άποψη: Η «ποινή του 57%» πρέπει να εξαλειφθεί τώρα

4' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το δημόσιο χρέος, αλλά η έλλειψη βιώσιμης ανάπτυξης. Μια αντιπαραγωγική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) -η λεγόμενη «ποινή του 57%» που έχει επιβληθεί στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου- έχει επιδεινώσει το πρόβλημα, ενεργώντας σαν βαρίδι που βουλιάζει την ελληνική οικονομία. Η ΕΚΤ και οι φορείς χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) πρέπει να εξαλείψουν την «ποινή του 57%» τώρα και να αφήσουν την Ελλάδα να ανταγωνιστεί ισότιμα, ειδικά στο διεθνές εμπόριο.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει πολύ καλύτερους δείκτες χρέους από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας -Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία- όταν οι δείκτες υπολογίζονται σωστά στο πλαίσιο των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Τα δεδομένα το αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία. Η Ελλάδα έχει ένα χαμηλό ποσοστό καταβεβλημένων τόκων (0,9% του χρέους και 3,5% των φορολογικών εσόδων, έναντι 3,6% και 10,2%, αντίστοιχα, για τις άλλες χώρες της περιφέρειας), μεγαλύτερη μέση διάρκεια χρέους (19 χρόνια έναντι 8 χρόνια για τις ίδιες χώρες) και μόνο ένα μικρό μέρος του χρέους που λήγει στα επόμενα 5 χρόνια σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της περιφέρειας. Ειδικά, το καθαρό χρέος της Ελλάδας, υπολογισμένο βάσει των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, είναι κάτω από το 60% του ΑΕΠ, χαμηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της περιφέρειας.

Γιατί λοιπόν το κόστος δανεισμού της Ελλάδας δεν αντικατοπτρίζει τους ευνοϊκούς δείκτες χρέους της χώρας; Ενα βασικό συστατικό της απάντησης βρίσκεται στην «ποινή του 57%» που έχει επιβάλει η ΕΚΤ. Μια ποινή που πλήττει την Ελλάδα και στραγγαλίζει την οικονομία.

Η «ποινή του 57%» έχει να κάνει με τη μεροληπτική μεταχείριση των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου από την ΕΚΤ. Προφανώς ως μέσο πίεσης στην Ελλάδα ώστε να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, η ΕΚΤ επέβαλε τον Δεκέμβριο του 2012 έκπτωση έως 57% σχεδόν σε όλα τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που χρησιμοποιούν οι τράπεζες ως εξασφαλίσεις (δηλαδή ενέχυρο) έναντι δανεισμού από την ΕΚΤ.

Συγκεκριμένα, το 57% ανακοινώθηκε στο πλαίσιο μιας ρύθμισης της ΕΚΤ που επιτρέπει στα ομόλογα των χωρών που είναι σε πρόγραμμα των Ε.Ε./ΔΝΤ να γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ ως εξασφαλίσεις -ακόμη και όταν έχουν πιστοληπτικές αξιολογήσεις κάτω από το αποδεκτό όριο- με τις ίδιες χαμηλές εκπτώσεις που ισχύουν για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Ωστόσο, αυτή η ευνοϊκή ρύθμιση εξαίρεσε τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, επιβάλλοντάς τους 57% έκπτωση. Το μέτρο είχε ανακοινωθεί ως προσωρινό, αλλά ανεξήγητα παραμένει σε ισχύ.

Παραδόξως, η «ποινή του 57%» δεν είναι γενικότερα γνωστή. Είναι εκπληκτικό το ότι η συζήτηση γύρω από τη ανάγκη βιώσιμης ανάπτυξης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει παραμελήσει εντελώς τις αρνητικές επιπτώσεις της «ποινής του 57%» στην ανάπτυξη. Η «ποινή του 57%» μειώνει σημαντικά τη ζήτηση για το ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου και αυξάνει αδικαιολόγητα το κόστος δανεισμού σε ολόκληρη την οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των νέων εκδόσεων ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Οι τράπεζες της Ευρωζώνης (ελληνικές και ξένες) είναι απρόθυμες να αγοράσουν ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου γιατί, όταν έχουν ανάγκη από ρευστότητα, θα πρέπει να δεσμεύσουν κεφάλαιο ενός ευρώ για ένα δάνειο από την ΕΚΤ μόλις 43 λεπτών του ευρώ, δηλαδή να υποστούν 57% έκπτωση στην εξασφάλιση. Σε αντίθεση, τα κρατικά ομόλογα της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ με 5% έκπτωση και της Πορτογαλίας με 13% έκπτωση.

Ομως η ζημιά που έχει ήδη γίνει είναι σημαντική. Οι ελληνικές εταιρείες αδυνατούν να ανταγωνιστούν ισότιμα διεθνώς λόγω των υψηλού κόστος δανεισμού τους, αποτέλεσμα του αδικαιολόγητα υψηλού κόστους δανεισμού του Δημοσίου. Κατά μέσο όρο, οι ελληνικές εταιρείες πληρώνουν τέσσερις με πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές τους. Το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους τους, σε σημείο που δεν υπάρχουν πόροι για έρευνα, ανάπτυξη προϊόντων, επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Πώς μπορεί κανείς να περιμένει από τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις -μερικές από τις καλύτερες στον τομέα τους- να ανταγωνιστούν διεθνώς με τόσο δυσμενείς όρους; Πράγματι, το υψηλό κόστος καθώς και η έλλειψη χρηματοδότησης έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην στασιμότητα των ελληνικών εξαγωγών, παρά τη σημαντική συμπίεση του εργασιακού κόστους.

Υπάρχει ένας πολύ σημαντικός λόγος γιατί πρέπει να απαιτήσουμε την άμεση εξάλειψη της «ποινής του 57%» που έχει επιβάλει η ΕΚΤ. Η «ποινή του 57%» έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο σε πολλές πτυχές της ζωής μας. Ολοι πληρώνουμε το τίμημα όταν η ζήτηση για τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου περιορίζεται από την «ποινή του 57%». Εμείς, οι Ελληνες φορολογούμενοι, πληρώνουμε τα υψηλότερα επιτόκια στις νέες εκδόσεις ομολόγων του Δημοσίου. Επιπλέον, το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων έχει αποτέλεσμα την απώλεια εξαγωγών και θέσεων εργασίας, καθώς και τη φυγή δυναμικών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες. Χωρίς την αναγκαία ώθηση από τις εξαγωγές, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να μπει σε τροχιά χαμηλής απασχόλησης και ανάπτυξης.

Η «ποινή του 57%» έχει κυλιόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Η ρύθμιση της ΕΚΤ ζημιώνει τόσο τους καταναλωτές όσο και τις επιχειρήσεις μέσω των υψηλότερων επιτοκίων των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, των χαμηλών τιμών των ακινήτων και του υψηλού κόστους καθώς και της χαμηλής διαθεσιμότητας δανείων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μάλιστα, μια πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Ενωσης Κεφαλαιαγορών είναι κατηγορηματική: «Οι συστημικοί κίνδυνοι που πηγάζουν από ρυθμίσεις που αναστέλλουν τη ρευστότητα των εξασφαλίσεων έχουν ευρείες και σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά και σε ολόκληρη την πραγματική οικονομία […] επομένως τα ρυθμιστικά πλαίσια πρέπει να αποφεύγουν την αναστολή, και ιδανικά πρέπει να επιδιώκουν την ενίσχυση της ρευστότητας των εξασφαλίσεων».

Η ΕΚΤ καθώς και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ε.Ε. πρέπει να συνειδητοποιήσουν τη ζημιά που έχει κάνει στην ελληνική οικονομία αυτή η αντιπαραγωγική πολιτική. Η ΕΚΤ πρέπει να εξαλείψει την «ποινή του 57%» με το να μειώσει την έκπτωση στις εξασφαλίσεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο 5-13% που ισχύει για τις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

* Ο κ. Δημήτρης Τζαννίνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος του ΔΝΤ και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή