Άποψη: Η ποινικοποίηση του φορολογικού μας συστήματος

Άποψη: Η ποινικοποίηση του φορολογικού μας συστήματος

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, «έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο» (άρθρο 14 ΠΚ). Το πρωταρχικό μέγεθος του ελληνικού ποινικού δικαίου για τον χαρακτήρα μιας πράξης ως εγκληματικής αποτελεί η πρόβλεψη επιβολής ποινής, δηλαδή μια προβλεπόμενη από τον νόμο σκληρή μεταχείριση, η οποία επιβάλλεται σε κάποιον από την Πολιτεία ως αποκλειστική έκφραση αποδοκιμασίας για μια αντικανονική συμπεριφορά του. Ωστόσο, ο ποινικός νομοθέτης δεν ποινικοποιεί για λογαριασμό του αλλά κατ’ ουσίαν αντιπροσωπευτικά για κάποιον άλλον. Με αυτή την έννοια, θεωρείται για παράδειγμα ότι βρίσκονται πίσω από την πρόβλεψη ποινής, φέρ’ ειπείν, το πάθος της συλλογικής συνείδησης, το ηθικό συναίσθημα του λαού κ.ο.κ. και στο όνομα αυτών των άλλων κρίνεται ότι εκφέρεται η ποινική αποδοκιμασία. Για τον λόγο αυτό η ποινή χρειάζεται πάντοτε τη δημόσια επικρότηση. Οπως ανέφερε και ο Beccaria, το δικαίωμα της Πολιτείας σε επιβολή ποινής στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη συναίνεση όλων των πολιτών. Αλλωστε, σύμφωνα με το ίδιο μας το Σύνταγμα, όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό…

Από την άλλη πλευρά, η πρόβλεψη μιας ποινής για κάποια αντικανονική συμπεριφορά ενέχει και κάποιο κόστος. Το «κόστος» της ποινής δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά που πληρώνει ο τιμωρούμενος σε ελευθερία, χρήμα, ηθικό πόνο, κοινωνική υπόσταση. Πληρώνουν και άλλοι και κατά πρώτο λόγο η οικογένειά του, αλλά και το κοινωνικό σύνολο που καταβάλλει τη σχετική δαπάνη (Αστυνομία, δικαστήρια, φύλακες) για την πραγματοποίηση της κοινωνικής καταστολής. Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός μιας αντικανονικής συμπεριφοράς ως εγκλήματος προϋποθέτει μια στάθμιση μεταξύ τριών παραμέτρων: πρώτον, της συμπεριφοράς του δράστη, δεύτερον, της παλλαϊκής -ή μη- επικρότησης και, τρίτον, του κόστους της ποινής.

Τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια της Πολιτείας να συνετίσει τους πολίτες αναφορικά με την καταβολή των φορολογικών τους υποχρεώσεων έχει οδηγήσει στην αθρόα ποινικοποίηση των σχετικών παραβάσεων. Επιπλέον, η Πολιτεία έχει αναγάγει σε φορολογικές οφειλές σχεδόν το σύνολο των οφειλών που κάποιος πολίτης ενδεχομένως οφείλει απέναντι σε όλους τους φορείς του Δημοσίου, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία, οι πολεοδομικές αρχές και οι ανεξάρτητες αρχές. Συνεπώς, η Πολιτεία, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να «πατάξει τη φοροδιαφυγή», έχει θεσπίσει νόμους οι οποίοι προβλέπουν ποινές για την εν πρώτοις αντικανονική συμπεριφορά της μη καταβολής των εν γένει φόρων.

Η μη καταβολή φόρων, ως μορφή αντικανονικής συμπεριφοράς, ενέχει δύο βασικές παραμέτρους: πρώτον, την ύπαρξη ενός κατανοητού και αναλογικού φορολογικού συστήματος ώστε πράγματι οι «φοροφυγάδες» να τιμωρούνται αφού δεν καταβάλλουν τους συνετούς φόρους και, δεύτερον, τη λαϊκή επιβεβαίωση της αντικανονικότητας της μη καταβολής των φόρων, ώστε να βρίσκει συνταγματικό έρεισμα η ποινικοποίηση των φορολογικών παραβάσεων. Αυτές τις τελευταίες παραμέτρους θα πρέπει να τις αναγάγουμε στα πραγματικά δεδομένα της σημερινής κοινωνίας ώστε να καταλήξουμε εντέλει στο κατά πόσο η ποινικοποίηση των φορολογικών παραβάσεων βρίσκει βάση στη λαϊκή κυριαρχία.

Τα δεδομένα του φορολογικού μας συστήματος τα τελευταία χρόνια μεταλλάσσονται συνεχώς με κύριο χαρακτηριστικό από τη μια πλευρά τη συνεχή επιβολή διαφόρων φόρων -με διάφορα ευφάνταστα ονόματα- και από την άλλη πλευρά την αυστηροποίηση των σχετικών διατάξεων για τους παραβάτες. Η σχετική νομοθεσία συνεχώς μεταβάλλεται προς το αυστηρότερο (ενδεικτικά Ν. 3888/2010, Ν.3943/2011 και Ν.4141/2013), ενώ δυστυχώς σημαντικά νομικά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται άμεσα με την επιβολή κάποιας ποινής, όπως αυτό της αναδρομικότητας και της αρχής ne bis in idem, επιλύονται -ή όχι- νομολογιακά, ενώ θα ήταν αναγκαίο να επιλύονται από το ίδιο το γράμμα του νόμου. Ακόμη, η αστάθεια και μεταβλητότητα του φορολογικού μας συστήματος έχει καταστήσει τον οποιοδήποτε φορολογικό προγραμματισμό αδύνατο. Τέλος, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, περισσότερα από 2,6 εκατομμύρια πολίτες και επιχειρήσεις χρωστούν στην εφορία συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές 62,5 δισ. ευρώ, ενώ σε ρύθμιση έχουν ενταχθεί μόλις οι 100.000.

Συμπερασματικά, τα τελευταία δεδομένα αναδεικνύουν το γεγονός ότι η μη καταβολή φόρων δεν συνιστά αντικανονική συμπεριφορά, τουλάχιστον στην έκταση την οποία ο ποινικός νομοθέτης τη ρυθμίζει, καθόσον οι προαναφερθείσες δύο συνιστώσες καθίστανται αδύναμες. Συγκεκριμένα, η μη καταβολή φόρων, ως μορφή αντικανονικής συμπεριφοράς, δεν εδράζεται σε ένα σταθερό και λογικό φορολογικό σύστημα, ενώ ο ίδιος ο λαός κατά ένα σημαντικό μέρος αποτελεί παραβάτη. Συνεπώς, η αθρόα ποινικοποίηση του φορολογικού μας συστήματος δεν εμφανίζει τα στοιχεία της ποινής όπως αυτά είναι αναγκαία. Ακόμη και η αρχή της γενικής πρόληψης της ποινής δεν εξυπηρετείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Κατ’ επέκταση η Πολιτεία θα πρέπει αφού συνετίσει το ίδιο το φορολογικό της σύστημα να λάβει άλλα μέτρα, προκειμένου εντέλει να τιμωρήσει εκείνους οι οποίοι δεν είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, τουλάχιστον ώστε να μη δίνεται η συνολικότητα της ποινικοποίησης της μη καταβολής φορολογικών οφειλών. Ωστόσο, η αποποινικοποίηση των φορολογικών παραβάσεων δεν θα επιλύσει το πρόβλημα της μη καταβολής των φόρων. Αυτό το οποίο είναι αναγκαίο είναι ο εξορθολογισμός του συγκεκριμένου ζητήματος.

* Ο κ. Επαμεινώνδας Λ. Στυλόπουλος είναι δικηγόρος, LL.M., ACIArb [email protected]

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή