Ελληνες καταθέτες καλούν την Κύπρο σε διαιτησία στις ΗΠΑ

Ελληνες καταθέτες καλούν την Κύπρο σε διαιτησία στις ΗΠΑ

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To 1966 η Ελλάδα και η Κύπρος έγιναν μέλη του διεθνούς διαιτητικού κέντρου για την επίλυση διαφορών που αφορούν σε επενδύσεις εκατέρωθεν. Το 1992 οι τότε υπουργοί Οικονομίας των δύο χωρών, Στέφανος Μάνος και Γιώργος Συριμής, υπέγραψαν μία συμφωνία που προστατεύει τις επενδύσεις της άλλης πλευράς στην κάθε χώρα και αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία ενός διεθνούς κέντρου, που έχει την έδρα του στην Ουάσιγκτον, να αποφασίζει στις περιπτώσεις που προκύπτουν διαφορές εξαιτίας της μεταχείρισης των επενδύσεων αυτών.

Στις 11 Ιουλίου του 2014, 16 μήνες μετά το bail in της Κύπρου, μία ομάδα νομικών γραφείων από τη Ν. Υόρκη και την Καλιφόρνια (Grant &Eisenhofer, Kessler Topaz), το Λονδίνο (Volterra Fietta, ένα από τα 100 καλύτερα δικηγορικά γραφεία σε θέματα διαιτησίας στον κόσμο), τη Βοστώνη και την Αθήνα (Kyros Law), κατέθεσε εκ μέρους εκατοντάδων Ελλήνων επενδυτών που έχασαν καταθέσεις και περιουσία σε ομόλογα στις τράπεζες Κύπρου και Λαϊκή μια προσφυγή στο συγκεκριμένο κέντρο επίλυσης διαφορών. Την υπογράφουν 21 από τους επενδυτές, ονομαστικά, επιδιώκοντας καταρχήν να λύσουν τη διαφορά με φιλικό διακανονισμό. Αν αυτός δεν γίνει δυνατός σε ένα εξάμηνο, τότε το αίτημα παραπέμπεται για επίλυση στη διαιτησία.

Προσφυγές

Στο ηλεκτρονικό αρχείο το κέντρου εμφανίζονται δύο παρόμοιες προσφυγές που αφορούν το ίδιο σύμπλεγμα θεμάτων. Η πρώτη αφορά την προσφυγή της Marfin Investment Group, του Αλέξανδρου Μπακατσέλου και άλλων 17 Ελλήνων επενδυτών εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήδη από τον Ιανουάριο του 2013, διεκδικώντας αποζημίωση για την απώλεια των επενδύσεών τους ύψους 1,1 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων η αξία της επενδύσεως της MIG ανέρχεται σε 824 εκατ. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του κέντρου το διαιτητικό σώμα έχει ήδη προχωρήσει στη διαδικαστική συνδιάσκεψή του. Η εξέλιξη αυτή έγινε -κατά τους προσφεύγοντες- αναγκαία μετά την άρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να μπει σε σχετική συζήτηση.

Επίσης στα μέσα Ιουλίου η Λαϊκή Τράπεζα προσέφυγε εναντίον της Ελλάδας στο ίδιο δικαστήριο με την ίδια νομική βάση –τη συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου του 1992 για την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων– επειδή η χώρα μας σύμφωνα με τους προσφεύγοντες αρνήθηκε στη Λαϊκή την πρόσβαση στον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA).

Η περίπτωση της προσφυγής της 11ης Ιουλίου είναι διαφορετική από την άποψη ότι έχει τον κλασικό χαρακτήρα των ομαδικών αγωγών (class actions) που συνηθίζει το γραφείο Grant &Eisenhofer.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η αντιπροσωπεία της τρόικας στην Κύπρο εξέτασε το ενδεχόμενο να αναγκασθεί η κυπριακή πλευρά να ανεβάσει το «τίμημα» του bail in της κυπριακής διάσωσης εξαιτίας των συμφωνιών για την προστασία των επενδύσεων. Οι ανησυχίες όμως διασκεδάσθηκαν από το γεγονός ότι από τις 13 χώρες με τις οποίες είχε υπογράψει η Κύπρος παρόμοιες συμφωνίες, η Ρωσία μαζί με τη Βολιβία, τη Βενεζουέλα και το Εκουαδόρ που την κατήγγειλαν τα τελευταία χρόνια, δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία της διεθνούς κέντρου. Η Ρωσία την είχε υπογράψει το 1992 αλλά ουδέποτε κύρωσε ούτε και φυσικά κατέθεσε τη συνθήκη.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», στην προσφυγή τους οι Ελληνες επενδυτές στην Κύπρο, αλλά και οι κάτοχοι ομολόγων των τραπεζών Κύπρου και Λαϊκής, ισχυρίζονται ότι πρέπει να αποζημιωθούν διότι εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις, αφού:

1. Υπέστησαν άδικη μεταχείριση (unfair treatment) σε σχέση με άλλους επενδυτές στις ίδιες τράπεζες που αν και είχαν ίδιου ύψους επενδύσεις δεν υπέστησαν το «κούρεμα» των Ελλήνων επενδυτών (π.χ. κρατικούς και ημικρατικούς οργανισμούς, ασφαλιστικά ταμεία). Αδικήθηκαν επίσης σε σχέση με επενδυτές σε άλλες κυπριακές τράπεζες όπου οι καταθέσεις δεν «κουρεύτηκαν».

2. Δεν έτυχαν της προβλεπόμενης από την ελληνοκυπριακή σύμβαση «άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημίωσης», όπως προβλέπεται από το κεφάλαιο της συμφωνίας που δίνει τη δυνατότητα σε απαλλοτρίωση σε έκτακτη ανάγκη.

Αποζημιώσεις

Η σύμβαση προβλέπει ότι η αποζημίωση αυτή πρέπει να είναι ίση με τη ζημία. «Δεν έχουμε τίποτα αντικυπριακό στην κίνησή μας αυτή» είπε στην «Κ» εκ μέρους των νομικών εκπροσώπων των προσφευγόντων ο κ. Γιάννης Κυριακόπουλος, αλλά «πρόκειται για μια εμπορική διαφορά…».

Οι απαιτήσεις αγγίζουν τα 95 εκατ. ευρώ και νομικές πηγές υπολογίζουν ότι στην ολοκλήρωση της διαδικασίας μπορούν να προσεγγίσουν το μισό δισ. Οι συνήγοροι των προσφευγόντων παίρνουν μία μικρή προκαταβολή και πληρώνονται εκ του αποτελέσματος αν κερδίσουν.

Η προσφυγή αφορά και όσους είχαν ομόλογα των δύο κυπριακών τραπεζών και είδαν την αξία τους να εκμηδενίζεται, αν και οι συνήγοροί τους εκτιμούν ότι αυτές οι περιπτώσεις θα είναι πιο πολύπλοκες. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» τέτοιοι ομολογιούχοι δεν είναι μόνο φυσικά πρόσωπα αλλά και νομικά ακόμα και τραπεζικά ιδρύματα στην Αθήνα.

Η κυπριακή κυβέρνηση δεν δέχεται ότι οι συμφωνίες για την προστασία των επενδύσεων καλύπτουν το bail in και παραπέμπει στην απόφαση που ελήφθη, όπως επιτάσσουν οι σχετικές συμφωνίες, αλλά αυτή είναι μια μόνο από τις τρεις προϋποθέσεις του πλαισίου που προστατεύει τις επενδύσεις (η έλλειψη διακρίσεων και η δίκαιη αποζημίωση είναι οι άλλες δύο). Με βάση τον νόμο, οι προσφεύγοντες μπορεί να είναι Ελληνες υπήκοοι και να κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα ή να είναι εταιρείες με αληθή δικαιούχο μόνιμο κάτοικο Ελλάδας ή Ελληνα υπήκοο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή