Οι πολιτικές εξελίξεις και τα σενάρια αγοράς κρατικών ομολόγων

Οι πολιτικές εξελίξεις και τα σενάρια αγοράς κρατικών ομολόγων

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αν αποφευχθούν οι πρόωρες εκλογές, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα βυθιστούν σαν πέτρες». Με αυτή τη φράση αποπειράται στέλεχος λονδρέζικου hedge fund, που δραστηριοποιείται στην αγορά ελληνικών ομολόγων, να δώσει το στίγμα του διακυβεύματος της αυριανής ψήφου. Μιλώντας με επενδυτές και αναλυτές των αγορών, η «Κ» επιχείρησε να καταλάβει πώς βλέπουν τα πράγματα να εξελίσσονται τους επόμενους τρεις μήνες.

Κοινή εκτίμηση των περισσότερων ήταν ότι δεν θα βρεθούν οι 180 βουλευτές για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, και ότι ο νικητής των πρόωρων βουλευτικών εκλογών θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, υπάρχουν και φωνές που ποντάρουν ότι «την άνοιξη ακόμα θα είναι στην εξουσία η Ν.Δ.» (η εκτίμηση αναλυτή μεγάλης διεθνούς τράπεζας που παρακολουθεί στενά την Ελλάδα εδώ και αρκετό καιρό).

Οι πιο αξιοσημείωτες παρατηρήσεις των συνομιλητών της «Κ» αφορούν τη συσχέτιση των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα με τις αποφάσεις της ΕΚΤ για την έναρξη προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων. Οπως εξηγούν, το κίνητρο μιας κυβέρνησης υπό τον Αλέξη Τσίπρα να καταλήξει σε συμφωνία –και ταχέως– με την τρόικα ενισχύεται περισσότερο από την προοπτική έναρξης προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από την ΕΚΤ στο α΄ τρίμηνο του 2015.

Αυτή η ελληνική αγορά ομολόγων είναι πολύ μικρή – της τάξης των 30-35 δισ. ευρώ. Σε περίπτωση που ξεκινούσε το ευρωπαϊκό QE και η Ελλάδα δεν εξαιρείτο από αυτό, το 2,03% των ομολόγων που θα αγόραζε η Φρανκφούρτη θα ήταν ελληνικά. Yπενθυμίζεται ότι σκοπός της ΕΚΤ είναι να διευρύνει τον ισολογισμό της στα 3 τρισ. ευρώ (στις 12 Δεκεμβρίου ήταν 2,035 τρισ.). Συνεπώς, αν στο πλαίσιο επίτευξής του γίνουν αγορές κρατικών ομολόγων 500 δισ. ευρώ, αυτό συνεπάγεται αγορές ελληνικών ομολόγων λίγο πάνω από 10 δισ. Οπως σημειώνει στέλεχος έτερου λονδρέζικου fund: «οι αποδόσεις θα έπεφταν στο 5% σε δύο εβδομάδες».

Το σενάριο της σωτηρίας μέσω QE, ωστόσο, αντιμετωπίζει ορισμένα εμπόδια που θα είναι δύσκολο να ξεπεραστούν. Η απόφαση της ΕΚΤ για την ποσοτική χαλάρωση επίκειται, με πιθανότερη ημερομηνία τις 5 Μαρτίου. Αυτό θα είναι λίγες εβδομάδες μετά τις ενδεχόμενες εθνικές εκλογές, οι οποίες μπορεί να μην αναδείξουν κυβέρνηση.

Βάσει της εμπειρίας των τελευταίων ετών με την Ελλάδα, αλλά και των εντάσεων μεταξύ Μάριο Ντράγκι και Bundesbank, το Δ.Σ. της κεντρικής τράπεζας θα θέλει να κρατήσει τον ισολογισμό της όσο πιο καθαρό γίνεται. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες πηγές του ευρωσυστήματος, είναι μάλλον απίθανο να χρησιμοποιηθεί ο περιορισμός της επενδυτικής βαθμίδας στην εφαρμογή του QE, καθώς αυτό θα συμπαρέσυρε και την Κύπρο. Αλλά αν υπάρχει αβεβαιότητα για το ελληνικό πρόγραμμα, θα μπορούσε η χώρα μας να εξαιρεθεί –σε πρώτη φάση τουλάχιστον– από την αγορά κρατικών ομολόγων. Μία εναλλακτική λύση, όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, παραπέμποντας σε πρόσφατες συνεντεύξεις του Γιενς Βάιντμαν, διοικητή της Bundesbank, θα ήταν να αναλάβει το ρίσκο της αγοράς η εθνική κεντρική τράπεζα (και άρα οι Ελληνες φορολογούμενοι) και όχι η ΕΚΤ.

Δεύτερον, όπως τονίζουν στελέχη των διεθνών αγορών, η μείωση των αποδόσεων των ομολόγων μέσω της (τεχνητής) παρέμβασης της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά δεν εξασφαλίζει ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα βρει επαρκές ενδιαφέρον ώστε να μπορεί να χρηματοδοτείται πρωτογενώς από τις αγορές. «Τελικά, αυτό που μετράει για τους επενδυτές είναι να διατηρούνται τα πρωτογενή πλεονάσματα, και να επιτυγχάνεται αυτό μέσω βιώσιμης αύξησης του ΑΕΠ» σημειώνει το στέλεχος του πρώτου λονδρέζικου hedge fund.

Κοινή, πάντως, είναι και η αίσθηση ότι αν υπάρξει το απευκταίο ατύχημα στους επόμενους μήνες και βρεθεί η Ελλάδα εκτός ευρώ, θα «έχει πνιγεί σε ένα ποτήρι νερό», όπως λέει ο ίδιος συνομιλητής…

«Βιώσιμο το ελληνικό χρέος»

Στον κόσμο των αγορών, όπου μετρούν οι ψυχροί αριθμοί και όχι τα πολιτικά συνθήματα και οι συναισθηματικές επικλήσεις, έχει τον τελευταίο καιρό παγιωθεί μία αντίληψη που είναι σε πλήρη δυσαρμονία με την άποψη που διέπει το σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος (και όχι μόνο): ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, καθώς το κόστος εξυπηρέτησης τόσο των τόκων όσο και των τοκοχρεολυσίων είναι σημαντικά χαμηλότερο στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Με αυτό ως δεδομένο, κάποια επενδυτικά κεφάλαια που ασχολούνται με τη χώρα μας θεωρούν ότι η περαιτέρω μείωση του χρέους –που στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει αναδειχθεί σε μητέρα όλων των μαχών– είναι ένας στόχος τον οποίο πρέπει η Αθήνα να εγκαταλείψει. Τα οφέλη, όπως εξηγούν, θα είναι μικρά από μία περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, ενώ το πολιτικό κεφάλαιο που θα δαπανηθεί θα είναι δυσανάλογο μεγάλο (μία εξαίρεση είναι τα ομόλογα της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος, για τα οποία, σημειώνει ένας συνομιλητής της «Κ», πρέπει να αναζητηθεί μία «δημιουργική λύση»).

Αντιθέτως, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη κατανόηση για το ζήτημα –που έχει θέσει τόσο η κυβέρνηση Σαμαρά όσο και (πιο επιτακτικά) ο ΣΥΡΙΖΑ– της χαλάρωσης των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.

«Μακροοικονομικά, δεν είναι βιώσιμο» λέει ο ίδιος αναλυτής. «Θα προκαλούσε μόνιμη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Ενα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% είναι απολύτως επαρκές για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή