Μια προεκλογική περίοδος με λίγα διαθέσιμα κεφάλαια

Μια προεκλογική περίοδος με λίγα διαθέσιμα κεφάλαια

5' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με ελάχιστη ρευστότητα, τους επενδυτές απέναντί της και την Ευρωζώνη να αναβιώνει τα σενάρια του Grexit εισέρχεται η ελληνική οικονομία στην πιο κρίσιμη εκλογική μάχη των τελευταίων ετών. Οι συνθήκες είναι ασφυκτικές, την ώρα που η Ελλάδα προσπαθεί να περάσει από τη φάση της σταθεροποίησης σε αυτήν της ανάπτυξης, και φέρνουν προ των πυλών το ενδεχόμενο να βρεθεί η οικονομία και πάλι σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και ελλειμμάτων, που το ένα θα τροφοδοτεί το άλλο.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπόλοιπο στα ταμεία του κράτους κινείται σήμερα στα επίπεδα των 1-2 δισ. ευρώ. Και το ποσό αυτό υπάρχει επειδή η κυβέρνηση χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα εργαλεία ρευστότητας που υπάρχουν (βραχυπρόθεσμος δανεισμός από φορείς της γενικής κυβέρνησης, αξιοποίηση ταμειακών διαθεσίμων από τους κρατικούς φορείς, έκτακτες εκδόσεις εντόκων γραμματίων κ.λπ.). Εργαλεία που αθροίζουν ένα ποσό της τάξης των 12 δισ. ευρώ και πλέον.

Είναι σαφές ότι για να μπορέσει η χώρα να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της κατά το πρώτο τρίμηνο θα χρειαστεί επιπλέον έκτακτες ενισχύσεις. Συνολικά, μέχρι το τέλος Μαρτίου θα πρέπει να αποπληρωθούν υποχρεώσεις 4,6 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, τα 2 δισ. ευρώ είναι στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου, που εκτιμάται ότι καλύπτονται. Ομως, από τα μέσα Μαρτίου, τα ταμειακά διαθέσιμα εξαντλούνται και θα πρέπει είτε να έχουν εκταμιευθεί οι καθυστερούμενες δόσεις ύψους 7,2 δισ. ευρώ από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ είτε να προχωρήσει η Ελλάδα και σε άλλες έκτακτες εκδόσεις εντόκων γραμματίων.

Το πρώτο σενάριο δείχνει αυτή τη στιγμή μη ρεαλιστικό, ιδιαίτερα στην περίπτωση που σχηματισθεί κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη κι αν δεν υπάρξουν μονομερείς ενέργειες και ρήξη με τους πιστωτές, θα απαιτηθεί χρόνος για να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις, καθώς τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν ως συνομιλητή την τρόικα. Το δεύτερο σενάριο μπορεί να υλοποιηθεί, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέλθει ρήξη με τους πιστωτές και την Ευρωζώνη. Οι τράπεζες ούτε μπορούν, αλλά ούτε τους επιτρέπεται να αγοράσουν όσα έντοκα θέλει το Δημόσιο. Χρειάζεται έγκριση από την ΕΚΤ, η οποία εν τέλει αποδέχεται ένα μέρος αυτών των εντόκων –είτε άμεσα η ίδια είτε μέσω της ΤτΕ– ως ενέχυρα για την παροχή ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση εντόκων θα οδηγήσει στην αφαίρεση σημαντικών πόρων από την πραγματική οικονομία, καθώς οι μοναδικοί αγοραστές εντόκων είναι οι ελληνικές τράπεζες. Οι ξένοι επενδυτές έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην Ελλάδα και περιμένουν τις πολιτικές εξελίξεις για να αποφασίσουν εάν θα αναλάβουν και πάλι, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ελληνικό ρίσκο.

Ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εκτινάχθηκαν μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Η απόδοση του 3ετούς ομολόγου έφθασε αυτή την εβδομάδα στα επίπεδα του 13,5%. Επίσης, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. υποχώρησε στα επίπεδα των 820 μονάδων –και χαμηλότερα– καταγράφοντας αρνητικά ιστορικά ρεκόρ πτώσης. Είναι ξεκάθαρο ότι οι αγορές έχουν στείλει το μήνυμά τους και οι επενδυτές δεν πρόκειται τους επόμενους μήνες να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στην ελληνική οικονομία.

Το ίδιο πράττουν και όσοι σκόπευαν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία. Χωρίς, όμως, τις επενδύσεις η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το μομέντουμ που είχε στο τέλος του 2014 και την οδήγησε σε ισχνή ανάπτυξη. Πλέον, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η οικονομία να επιστρέψει στην ύφεση, καθώς οι επενδυτές δεν θα αποφασίσουν ξαφνικά στις 25 Ιανουαρίου να στηρίξουν την Ελλάδα. Θα περιμένουν μέχρι να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο. Αντίστοιχη αυτοσυγκράτηση δείχνουν ήδη οι Ελληνες επιχειρηματίες, αλλά και τα νοικοκυριά, αναστέλλοντας επενδυτικά σχέδια οι πρώτοι και καταναλωτικές δαπάνες οι δεύτεροι.

Στο πλαίσιο αυτό, αναβιώνει και ο κίνδυνος να επιστρέψει η οικονομία στον φαύλο κύκλο της ύφεσης και των ελλειμμάτων. Η ύφεση θα διογκώνει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και η κάλυψη των ελλειμμάτων θα δημιουργεί την ανάγκη λήψης νέων δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας που θα επιτείνουν την ύφεση. Και όλα αυτά, σε μία στιγμή που τα μεγέθη δείχνουν ότι η οικονομία σταθεροποιείται.

Στο πεδίο των δημοσίων οικονομικών, ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης (στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας) κλείνει με πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 3 δισ. ευρώ, δηλαδή θα είναι υψηλότερο από τους στόχους του Μνημονίου. Ωστόσο, η διατηρησιμότητα του πλεονάσματος δεν είναι δεδομένη. Αφενός μεν ένα μέρος του οφείλεται στο γεγονός ότι το Δημόσιο έχει καθυστερήσει να βεβαιώσει υποχρεώσεις του, όπως η καταβολή συντάξεων σε νέους συνταξιούχους. Αφετέρου, η πολιτική αβεβαιότητα δείχνει να επηρεάζει τα δημόσια έσοδα. Οπως αναγνώρισε και ο υπ. Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης, την Παρασκευή, το τελευταίο διάστημα τα έσοδα κινούνται χαμηλότερα από τους νέους στόχους που καθορίστηκαν μόλις τον Οκτώβριο.

Παράλληλα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι επίσης πλεονασματικό για το 2014 (περίπου 1% του ΑΕΠ). Αυτό οφείλεται πρωτίστως στις εισπράξεις από τους ξένους τουρίστες, στη μείωση των εισαγωγών και λιγότερο στην αύξηση των εξαγωγών. Τουρισμός και εξαγωγές θα επηρεαστούν άμεσα σε περίπτωση παρατεταμένης αναταραχής λόγω των πολιτικών εξελίξεων. Ολα αυτά δείχνουν ότι η οικονομία εισέρχεται σε μια κρίσιμη προεκλογική περίοδο…

Το μειονέκτημα της απομόνωσης

Σε αυτήν την φάση, η ελληνική οικονομία μοιάζει περισσότερο απομονωμένη από ποτέ στη διάρκεια της κρίσης. Οι αναταράξεις που η κρίση χρέους στην Ελλάδα το 2010 προκάλεσε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης και το ΔΝΤ πλέον ανήκουν στο παρελθόν. Τότε, όλοι θεωρούσαν ότι η Ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να αντέξει μιαν άτακτη ελληνική χρεοκοπία. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που στήριξαν τη χώρα με δύο πακέτα βοήθειας, συνολικού ύψους 240 δισ. ευρώ. Τώρα, την ώρα που αναβιώνουν τα σενάρια περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εκτοξεύονται, όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) δανείζονται με τα χαμηλότερα επιτόκια της ιστορίας τους. Οι επενδυτές «ποντάρουν» στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων. Εάν δεν υπήρχε η πολιτική αβεβαιότητα, κατά πάσα πιθανότητα οι επενδυτές θα έσπευδαν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα για να κερδίσουν από τις υψηλές αποδόσεις. Είναι προφανές, όμως, ότι αντιμετωπίζουν τη χώρα ως ειδική περίπτωση που μπορεί να απομονωθεί χωρίς σοβαρά προβλήματα από την Ευρωζώνη και τις δομές της, μία από τις οποίες είναι η ΕΚΤ και το Ευρωσύστημα.

Αυτό, εξάλλου, φαίνεται να πιστεύει η πλειονότητα των αναλυτών και των αξιωματούχων της Ευρωζώνης, που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν συνιστά πλέον σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος.

Η ΕΚΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα στην ελληνική οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όσο η Ελλάδα βρίσκεται σε κάποιο συμφωνημένο πρόγραμμα με την Ευρωζώνη. Μονομερής καταγγελία του Μνημονίου, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας στήριξης της χώρας, ουσιαστικά αίρει και την υποχρέωση της ΕΚΤ να συνεχίσει την παροχή ρευστότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή