«Φρένο» στις αγορές εντόκων γραμματίων από τις ελληνικές τράπεζες βάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), συνιστώντας τους προσοχή στη διαχείριση της ρευστότητάς τους. Η προειδοποίηση της ΕΚΤ προς τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ήρθε μέσω εγγράφου που απέστειλε ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας (Single Supervisory Mechanism – SSM), που έχει αναλάβει την εποπτεία των συστημικών τραπεζών ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης.
Στο συγκεκριμένο έγγραφο, ο SSM προτρέπει τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές με τη διαχείριση της ρευστότητάς τους και να αποφεύγουν τοποθετήσεις σε στοιχεία ενεργητικού που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να πάρουν ρευστότητα.
Η προτροπή του Εποπτικού Μηχανισμού φωτογραφίζει εμμέσως πλην σαφώς τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, που αποτελούν μία από τις πηγές χρηματοδότησης για άμεση ρευστότητα, όσο η χώρα αδυνατεί να δανειστεί από τις αγορές και στερείται και τις δόσεις του προγράμματος. Η παρέμβαση του SSM συνιστά προειδοποίηση προς τις τράπεζες να αποστασιοποιηθούν από επικείμενες τοποθετήσεις σε εκδόσεις εντόκων, καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρα για δανεισμό από τον ELA. Επιπλέον, αποτελεί σαφή επιβεβαίωση ότι ο Εποπτικός Μηχανισμός παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στη χώρα και τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών με αυξημένο βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσω εντόκων.
Αξιολογώντας το περιεχόμενο του εγγράφου, τα νομικά τμήματα των τραπεζών θεωρούν επί της ουσίας ότι η συμμόρφωση με τη σύσταση είναι υποχρεωτική. Το ερώτημα που θα τεθεί με τη μορφή διλήμματος είναι τι θα πράξουν το προσεχές διάστημα εάν κληθούν να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου, συμμετέχοντας στην ανανέωση ή στην αγορά νέων ομολόγων και φυσικά τα περιθώρια που έχουν στο πλαίσιο της εποπτείας τους από την ΕΚΤ να αγνοήσουν μια τέτοια προτροπή – σύσταση. Πρόκειται ουσιαστικά για διελκυστίνδα μεταξύ ΕΚΤ και κυβέρνησης, στην οποία θα βρεθεί το τραπεζικό σύστημα.
Το δίλημμα δεν είναι θεωρητικό, αλλά πραγματικό. Αυτό γιατί το ύψος των επιπλέον κεφαλαίων που θα κληθούν να συνεισφέρουν οι ελληνικές τράπεζες έως τον Μάρτιο ανέρχεται στα 4,5 – 5 δισ. ευρώ. Οι ανάγκες αυτές προκύπτουν αφενός εξαιτίας της αποχώρησης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι κατέχουν τίτλους περί τα 3 – 3,5 δισ. ευρώ εντόκων γραμματίων, χωρίς διάθεση να αγοράσουν νέα, λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας. Στις ανάγκες των επόμενων μηνών προστίθενται ακόμη 1,5 – 2 δισ. ευρώ για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις της χώρας, οι οποίες το διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου ανέρχονται σε 4 δισ. ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο είναι έτοιμο να προχωρήσει σε έκτακτη έκδοση και εκτιμά ότι με 1,5 – 2 δισ. ευρώ καλύπτονται πλήρως οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας. Ωστόσο, εάν συνεχιστεί ο εκτροχιασμός των φορολογικών εσόδων, είναι πολύ πιθανό το ποσό αυτό να αυξηθεί και να απαιτηθεί η άντληση μέσω των έκτακτων εντόκων γραμματίων ποσού της τάξης των 3 δισ. ευρώ, αυξάνοντας και το συνολικό ύψος της επιπλέον ρευστότητας που θα πρέπει να διαθέσουν οι τράπεζες, στα 5,5 έως και 6,5 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το παραπάνω ποσό δεν αφορά εκείνο που ούτως ή άλλως οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο στο πλαίσιο της αναχρηματοδότησης των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου. Πρόκειται για ένα ποσό της τάξης των 3,5 – 4 δισ. ευρώ, εκτινάσσοντας το συνολικό ποσό στα 8,5 – 9 δισ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο πιθανός εκτροχιασμός των φορολογικών εσόδων που θα δημιουργήσει την ανάγκη για νέα δάνεια.
Υπενθυμίζεται ότι το Δημόσιο μέχρι τώρα έχει εκδώσει έντοκα συνολικού ύψους 15 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν αγοραστεί από τις εγχώριες τράπεζες. Βάσει του Μνημονίου, από τα 15 δισ. ευρώ οι τράπεζες μπορούν να αξιοποιούν ως ενέχυρο για την άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ μέχρι 3,5 δισ. ευρώ, ποσό που έχουν ήδη αντλήσει.