Αποψη: Το νέο μνημόνιο

6' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο υπό διαμόρφωση νέο (τρίτο) μνημόνιο είναι εγγενώς διαφορετικό από τα δύο προγενέστερα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και οικονομικής ανασυγκρότησης. Τα μνημόνια του 2010 και του 2012 υπήρξαν το αποτέλεσμα χρόνιων παθήσεων και δυσλειτουργιών της ελληνικής οικονομίας (λ.χ., πελατειακό, αναποτελεσματικό κράτος, λαϊκίστικες πολιτικές, σαθρή διοίκηση, έλλειψη ανταγωνισμού, αποδυνάμωση θεσμών, εσωστρέφεια), παρατεταμένων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που εκτινάχθηκαν το 2008-2009 (όταν το έλλειμμα έφτασε το 15,9% ΑΕΠ με τη διαφορά εξόδων – εσόδων να αγγίζει τα 25 δισ. ευρώ) και της σταδιακής αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας (που εκφράστηκε με τα δυσθεώρητα εμπορικά ελλείμματα του 2008 και του 2009 που άγγιξαν τα 32 και 25 δισ. ευρώ).

Σε αντιδιαστολή με τα προηγούμενα προγράμματα για τα οποία οι ευθύνες και αιτίες είναι πολλαπλές και πολυδιάστατες, το επερχόμενο νέο μνημόνιο οφείλεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε λάθη και παραλείψεις που συντελέστηκαν μέσα σε ένα καταστροφικό εξάμηνο (πιθανόν δωδεκάμηνο), κυρίως από την τωρινή κυβέρνηση. (Οι ευθύνες αγγίζουν και την προηγούμενη κυβέρνηση, που δεν τόλμησε να ολοκληρώσει το τεράστιο έργο της προσαρμογής που ξεκίνησε το 2010, κλείνοντας την αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος.) Μία άλλη καίρια διαφορά είναι η διεθνής συγκυρία. Κατά την περίοδο των πρώτων μνημονίων ήταν πολύ αρνητική (με την παγκόσμια οικονομική κρίση, την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και την κρίση σε Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία). Αντιθέτως, σήμερα η χώρα οδηγείται στο τρίτο μνημόνιο τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται σταθερά και η ευρωπαϊκή οικονομία έχει βγει από την ύφεση, εμφανίζοντας ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια.

Η αρχή του νέου μνημονίου

Για να κατανοήσουμε τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την κατάσταση στο τέλος του 2014. Αυτό είναι αναγκαίο, όχι γιατί τα πράγματα ήταν ρόδινα, αλλά γιατί μας βοηθά να κάνουμε μια προσομοίωση για την υποθετική εξέλιξη της οικονομίας, αν η πολιτική δεν άλλαζε τόσο απότομα (counterfactual).

• Μετά τη σταθεροποίηση η οικονομία αναπτυσσόταν περίπου 1,5%-2%. Η ανεργία αργά αποκλιμακωνόταν. Οι ελληνικές τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις είχαν αντλήσει περίπου 7 δισ. ευρώ από τις παγκόσμιες αγορές κεφαλαίων και προχωρούσαν σταδιακά σε αύξηση των επενδύσεών τους. Το ελληνικό Δημόσιο μπόρεσε να αντλήσει περίπου 6 δισ. ευρώ την άνοιξη 2014 από την αγορά ομολόγων, σηματοδοτώντας την επιστροφή στην κανονικότητα. Η τραπεζική πίστωση είχε αρχίσει να ανακάμπτει προς όφελος χιλιάδων μεσαίων επιχειρήσεων. Και υπήρχε μια ορατή ανάκαμψη του επιχειρηματικού κλίματος.

• Οι τράπεζες είχαν ανακεφαλαιοποιηθεί, με συμμετοχή τόσο εγχώριων όσο και ξένων επενδυτών. Επιπλέον υπήρχαν 11 δισ. ευρώ ως απόθεμα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση είτε μιας επενδυτικής τράπεζας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ) ή μιας εταιρείας ειδικού σκοπού (bad bank) για τον «καθαρισμό» των «κόκκινων» δανείων.

• Επειτα από μεγάλες θυσίες, ο προϋπολογισμός του 2013 και του 2014 ήταν ισοσκελισμένος.

• Η Ελλάδα είχε λαμβάνειν περίπου 7,5 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του δεύτερου προγράμματος. Η χρηματοδότηση ήταν απαραίτητη ώστε να μη στερέψει η ρευστότητα, να πληρώνονται οι υποχρεώσεις του Δημοσίου τόσο στο εξωτερικό όσο και σε εγχώριους προμηθευτές και συμβασιούχους. Μέχρι την άνοιξη του 2016 «έτρεχε» ακόμα το πρόγραμμα με το ΔΝΤ, κάτι που έδινε μια επιπλέον ασφάλεια.

• Σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ υπήρχε μια ενδελεχής προετοιμασία για παρεμβάσεις σε πολλούς κλάδους με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού, τη μείωση των στρεβλώσεων και την τόνωση της απασχόλησης.

Ο συνδυασμός της σταθεροποίησης με την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας οδηγούσε σε (ρεαλιστικές) προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ το 2015 και το 2016 κατά 2,5% και 3,0%. Η ανάκαμψη πιθανόν να ήταν ισχυρότερη, καθώς υπήρχαν οι θετικές εξελίξεις της διολίσθησης του ευρώ και του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που επάγεται χαμηλότερα επιτόκια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το πρώτο στάδιο

Τι κατάφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Κατά το πρώτο στάδιο της δημιουργικής ασάφειας (Ιανουάριος-Ιούνιος 2015), είχαμε τις ακόλουθες εξελίξεις:

• Επιστροφή σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας. Εναντι πρόβλεψης για ανάπτυξη περίπου 2,5% – 2,9%, οι εκτιμήσεις στα τέλη Μαΐου ήταν για μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 0,5% (διαφορά σε εξαμηνιαία βάση 2-3 δισ. ευρώ).

• Σημαντική εξασθένηση του οικονομικού κλίματος. Ο σχετικός δείκτης του ΙΟΒΕ κατέρρευσε από το 100 τον Δεκέμβριο στο 90 τον Μάιο-Ιούνιο. Και η πτώση της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών είναι καθολική, καθώς εμφανίζεται στο λιανεμπόριο, στη βιομηχανία, στις κατασκευές, στις υπηρεσίες και στον τουρισμό.

• Επιστροφή στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο τέλος Μαΐου ήταν ότι το πρωτογενές έλλειμμα (έξοδα μείον έσοδα χωρίς να υπολογίζονται τόκοι) θα διαμορφωνόταν στο 2%-3% ΑΕΠ (4-6 δισ. ευρώ). Το έλλειμμα επανήλθε τόσο μέσω αύξησης των δαπανών (κυρίως με ρουσφετολογικές προσλήψεις) όσο και με μείωση των εσόδων.

• Μείωση της ρευστότητας, καθώς η κυβέρνηση αναζητούσε αγωνιωδώς χρήματα να καλύψει τις πληρωμές μισθών και συντάξεων. Η μη πληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου (σε προμηθευτές, συμβασιούχους, επιστροφές φόρων) σε συνδυασμό με τα προβλήματα των τραπεζών οδήγησε σε ασφυξία την αγορά. Μετριοπαθείς εκτιμήσεις τοποθετούν την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στα 2-4 δισ. ευρώ. Επιπλέον ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός της κεντρικής κυβέρνησης από τους δήμους, τις νομαρχίες, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους δημόσιους οργανισμούς αυξήθηκε κατά 2-3 δισ. ευρώ (από 8,6 δισ. σε 11 δισ. ευρώ), στερώντας αναγκαίους πόρους (λ.χ. για την αντιπυρική προστασία).

• Αποδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος με μαζική απόσυρση καταθέσεων. Κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2014 – Μαΐου 2015 αποσύρθηκαν καταθέσεις 35 δισ. ευρώ (περίπου 20%). Η επιστροφή της οικονομίας σε ύφεση αύξησε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Το κόστος για τους φορολογουμένους είναι ακόμα μεγαλύτερο, καθώς η αξία των μετοχών του Δημοσίου στις τράπεζες μειώθηκε σημαντικά.

• Στο ζήτημα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (εκσυγχρονισμός του κράτους, μηχανογράφηση, καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής, επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης) η κυβέρνηση έκανε ελάχιστα. Πολλά λόγια και πομφόλυγες, αλλά λίγες πράξεις. Οι λιγοστές παρεμβάσεις υπήρξαν οπισθοδρομικές, όπως η προσπάθεια κατάργησης της διαύγειας, η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας, οι κομματικές τοποθετήσεις στα νοσοκομεία και στην εκπαίδευση. Για να μην ανοίξουμε το ζήτημα της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης και την επίθεση στην αριστεία… (Φοβάμαι ότι εδώ το κόστος είναι τεράστιο, αν και δύσκολα μετρήσιμο.)

Το δεύτερο στάδιο

Το δεύτερο στάδιο ξεκινά με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος (στο οποίο ο πρωθυπουργός πρότεινε το «Οχι», αλλά μάλλον ήθελε το «Ναι») και συνεχίζεται. Αν και μόλις ένας μήνας έχει περάσει, το κόστος είναι μεγάλο.

• Ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας, που πλέον είναι εμφανής σε όλους τους κλάδους. Σημαντικές απώλειες στον τουρισμό και στη βιομηχανία, χτύπημα στις εισαγωγικές εταιρείες και στις μεταφορές, αποδυνάμωση των εξαγωγών. Χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν τεθεί σε καθεστώς αναγκαστικής αργίας, επιχειρήσεις κλείνουν, ο τζίρος στην εστίαση έχει πέσει ραγδαία, ενώ η φυγή των ελληνικών επιχειρήσεων έχει ενταθεί. Οι πρώιμες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΙΟΒΕ και του ΚΕΠΕ συγκλίνουν για μείωση του ΑΕΠ κατά 2%-4% (5-8 δισ.). Οι εκτιμήσεις για το 2016 είναι πλέον για αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (-0,5 με -1,75), ενώ έξι μήνες πριν οι προβλέψεις ήταν για σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 3%.

• Περαιτέρω αποδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος. Αν και είναι δύσκολο να αποτιμηθεί ακριβώς, είναι πλέον σαφές ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν γενναία ανακεφαλαιοποίηση, που πιθανόν να ξεπεράσει τα 25 δισ. ευρώ, που είναι η αρχική εκτίμηση. Η συμμετοχή του Δημοσίου, πού έφτανε τα 12 δισ. πριν από ένα χρόνο, έχει μηδενιστεί. Πλέον θα είναι επιτυχία να αποφύγουμε το «κούρεμα» στις καταθέσεις.

• Ο κίνδυνος Grexit εξακολουθεί να υπάρχει, κάτι που εμποδίζει την όποια προσπάθεια ανασύνταξης και σταθεροποίησης. Οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων θα μείνουν για μήνες, εμποδίζοντας πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να ορθοποδήσουν. Και η επερχόμενη αύξηση της φορολογίας θα είναι υφεσιακή καθώς θα συντελεστεί σε περιβάλλον αβεβαιότητας και χρηματοπιστωτικής ασφυξίας.

Οι οικονομικές εξελίξεις του τελευταίου έτους είναι απογοητευτικές. Και ο λογαριασμός είναι εξοργιστικά μεγάλος. Και, δυστυχώς, όσο η κυβέρνηση μένει απαθής, προσπαθώντας απλά να αναβάλλει τις δύσκολες αποφάσεις, πιθανόν μετά τις επικείμενες εκλογές του φθινοπώρου, ο λογαριασμός μεγαλώνει. Κρίμα.

* Ο κ. Ηλίας Παπαϊωάννου είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο London Business School και ερευνητικός εταίρος στο NBER και το CEPR.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή