Αποψη: Πολιτική λιτότητας και τραπεζικό σύστημα

Αποψη: Πολιτική λιτότητας και τραπεζικό σύστημα

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηδη από το 2008 ήταν φανερό ότι έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή ένα πολυετές πρόγραμμα για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, τον έλεγχο της δυναμικής του χρέους και την πραγματοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών στη χώρα μας. Στις αρχές του 2010 κατέστη πρόδηλο ότι δεν ήταν πλέον δυνατόν να καλυφθούν τα ελλείμματα με χρηματοδότηση από τις αγορές. Ετσι, τον Απρίλιο του 2010 η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε αίτημα χρηματοδοτικής στήριξης στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ και στο ΔΝΤ και τον επόμενο μήνα υπογράφηκε το Μνημόνιο Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Πολιτικών. Εγκαινιάστηκε έτσι μια πορεία απότομης οικονομικής προσαρμογής, για να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας και να τεθούν οι βάσεις για την επάνοδο της οικονομίας σε κατάσταση ισορροπίας.

Σχετικά με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα η βασική εκτίμηση ήταν, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες όπου η κρίση εκδηλώθηκε στις τράπεζες και συμπαρέσυρε την οικονομία, ότι η πορεία ήταν αντίστροφη: η κρίση του δημόσιου τομέα και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής του ικανότητας συμπαρέσυραν τις τράπεζες, οι οποίες υπέστησαν έτσι ανάλογες υποβαθμίσεις και συρρίκνωση της ρευστότητάς τους.

Η πορεία αυτή ακόμη και σήμερα βρίσκεται σε νέα κρίσιμη καμπή, με την εφαρμογή μέτρων οικονομικού και διαρθρωτικού χαρακτήρα σε όλους τους τομείς της οικονομικής και παραγωγικής βάσης της χώρας, δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη ούτε ανώδυνη. Δεν ήταν εξάλλου βέβαιο εξαρχής ότι η χώρα είχε τη δυνατότητα να προσαρμοστεί συντεταγμένα, ενώ συχνά προβλήθηκε η έξοδος από το ευρώ ως επικείμενη είτε αναπόφευκτη είτε ακόμη και σήμερα αναγκαία από ορισμένους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους εντός και εκτός της χώρας.

Τον αρνητικό αντίκτυπο που είχε στην πραγματική οικονομία η αυστηρή πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκε στην Ελλάδα αποτυπώνει ειδική έκθεση για την ελληνική οικονομία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Σύμφωνα με στοιχεία, μεταξύ των ετών 2009 και 2014 καταγράφονται, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα:

Συρρίκνωση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, από 237,431 δισ. ευρώ σε 179,081 δισ. ευρώ.

Μείωση επενδύσεων από 49,685 δισ. ευρώ σε 20,721 δισ. ευρώ.

Πτώση της αποταμίευσης στον ιδιωτικό τομέα από τα 38,672 δισ. ευρώ στα 13,877 δισ. ευρώ.

Μείωση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από +15,9% το 2009 και σε αρνητικό ρυθμό ετήσιας μεταβολής -3,1% το 2014.

Τα παραπάνω στοιχεία είχαν αντίκρισμα στο τραπεζικό σύστημα. Επηρέασαν ιδιαίτερα τις προσδοκίες και δημιούργησαν έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο με τη σειρά του οδήγησε σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας και των τραπεζών. Το τραπεζικό σύστημα άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας περιόρισαν την πρόσβαση των τραπεζών στη διεθνή διατραπεζική αγορά και, αργότερα, και σε άλλες πηγές άντλησης ρευστότητας. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μια πιο συντηρητική πολιτική προβλέψεων, με βάση την οποία άρχισαν να συνεκτιμώνται πλέον όχι μόνο οι στατικοί δείκτες ποιότητας χαρτοφυλακίου, αλλά και η δυναμική των οικονομικών και πιστωτικών συνθηκών στην εκάστοτε συγκυρία, καθώς και το περιθώριο των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της μη αναμενόμενης ζημίας. Επιπλέον, στα παραπάνω ανεδείχθη και ο ενισχυμένος ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), σε σχέση με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή αυστηρότερου πλαισίου ελέγχου και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος.

Ετσι, η εφαρμογή των μνημονίων στην ελληνική οικονομία είχε άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, που μεταξύ των άλλων οδήγησε σε: α) επιβάρυνση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, που σημαίνει στην πράξη αύξηση των καθυστερήσεων, λόγω αδυναμίας κάλυψης των υποχρεώσεων από φυσικά ή και νομικά πρόσωπα, β) αυστηρότερους και συστηματικότερους εποπτικούς ελέγχους από μέρους της ΤτΕ, γ) ενίσχυση της σημασίας τήρησης πλαισίου λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, με χρήση κρίσιμων δεικτών, όπως αυτών της κεφαλαιακής επάρκειας, ρευστότητας, βασικών ιδίων κεφαλαίων κατηγορίας Ι (Tier I ratio) και, ως κύριων και καθολικών (global) εργαλείων πληροφόρησης και επιβεβαίωσης της καλής λειτουργίας τους, δ) διενέργεια ασκήσεων αντοχής (stress tests) για τον προσδιορισμό των τελικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών κ.ά. Κυρίως δε, συνέτεινε στην υιοθέτηση πολιτικών μετριοπάθειας και προσεκτικής διαχείρισης των ληξιπροθέσμων οφειλών, με τη διενέργεια ρυθμίσεων οφειλής σε περιπτώσεις πιστούχων που είχαν τη δυνατότητα αυτή, είτε και στην ενίσχυση των εμπράγματων διασφαλίσεών τους.

Η εφαρμογή των capital controls

Η δυσκολία των τελευταίων ετών, σε επίπεδο οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής προσαρμογής των μνημονίων, έφερε πρόσφατα την εφαρμογή περιορισμών στη διαχείριση κεφαλαίων (capital controls), τα οποία ξεκίνησαν από την επιβολή τραπεζικής αργίας (29 Ιουνίου 2015 έως 20 Ιουλίου 2015) και εν συνεχεία τέθηκαν σε ισχύ περιορισμοί αναλήψεων μετρητών και μεταφοράς κεφαλαίων. Οι επιπτώσεις των capital controls για την οικονομία δεν μπορούν ακόμη να προσδιορισθούν επακριβώς. Εκτιμάται ωστόσο ότι η μεγάλη επίδραση αυτών εντοπίζεται στην αγορά και στον κατακόρυφο περιορισμό της ζήτησης, με άμεσο αντίκτυπο στο εμπόριο. Η ραγδαία πτώση στην οικονομική δραστηριότητα, λόγω των τραπεζικών περιορισμών, έχει επιφέρει βαρύτατο πλήγμα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, με την πτώση των πωλήσεων να κυμαίνεται από 30% ώς 80%, ανάλογα με τον κλάδο. Η ανακοπή της φθίνουσας πορείας της οικονομίας προϋποθέτει άμεσα μέτρα που αφορούν τη ρευστότητα, τις φορολογικές υποχρεώσεις, τις εξαγωγές, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις. 

Επιπλέον, οι επιπτώσεις των capital controls εντοπίζονται και στην πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπου κρίνεται πως θα εξαρτηθεί κυρίως από το εύρος της διαφαινόμενης υποχώρησης του ΑΕΠ, λόγω της εφαρμογής των περιορισμών κεφαλαίων και την εξέλιξη του δείκτη ανεργίας στην Ελλάδα. Οσον αφορά τη ρευστότητα, με βάση στοιχεία της 30ής Ιουνίου, οι συστημικές τράπεζες είχαν αντλήσει από το ευρωσύστημα περί τα 125 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 85,5 δισ. αφορούσαν τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA), με κόστος όμως αυξημένο κατά 1,50% σε σχέση με τον απευθείας δανεισμό τους από την ΕΚΤ με μόλις 0,05%. Εκτοτε, τα στοιχεία δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά λόγω της εφαρμογής των capital controls. 

Ωστόσο, οι τράπεζες από την αρχή του 2015 μόλις και μετά βίας εξυπηρετούν με δανειακά κεφάλαια τους υπάρχοντες πελάτες τους και έχουν αναστείλει κάθε σχεδιασμό που έκαναν τον Δεκέμβριο για αύξηση των χορηγήσεων εντός του 2015.

* Καθηγητής, ακαδημαϊκός, Distinguished Research Professor, Audencia Nantes School of Management, πρόεδρος Επιστημονικής Εταιρείας Χρηματοοικονομικής Μηχανικής και Τραπεζικής Πολυτεχνείου Κρήτης.

** Δρ., ερευνητής, ΤΕΙ Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή