Αποψη: Ιστορικό «φως» στη δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης

Αποψη: Ιστορικό «φως» στη δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νέα έρευνα της ΕΚΤ ρίχνει ιστορικό «φως» στη δημοσιονομική κρίση της Ευρωζώνης, η οποία οδήγησε σε bailouts για Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, ενώ η Ισπανία, η οποία ζήτησε βοήθεια για τη στήριξη των τραπεζών της, μόλις και απέφυγε την επίσημη βοήθεια. Τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας είναι τα ακόλουθα:

• Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης καθορίζονται, ως επί το πλείστον, από πολιτικές διαδικασίες αντί να λαμβάνουν υπ’ όψιν τη δυνατότητα κάλυψής τους από τα φορολογικά έσοδα. Αυτό συνεπάγεται ότι οι δημοσιονομικές ανισορροπίες στις παραπάνω χώρες αντιμετωπίζονται (κατά βάση) με αύξηση των φόρων. Το γεγονός ότι οι δαπάνες ακολουθούν αυτόνομη πορεία σε σχέση με τους φόρους αποτελεί «βραδυφλεγή βόμβα» στα δημοσιονομικά των παραπάνω χωρών. Πράγματι, ξεκινώντας από το 1960, πρώτο έτος το οποίο αναλύουμε στην έρευνα, η «βραδυφλεγής βόμβα» τελικά… εκρήγνυται μετά την (πρόσφατη) χρηματοοικονομική κρίση!

• Η βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης οδηγεί σε αύξηση των φορολογικών εσόδων μόνον στην περίπτωση της Ισπανίας. Δυστυχώς, στις υπόλοιπες χώρες οι δημοσιονομικές αρχές αδυνατούν να εκμεταλλευτούν την όποια βελτίωση της οικονομίας για να ενισχύσουν τα φορολογικά τους έσοδα και να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, σε περιόδους ύφεσης, η δημοσιονομική προσαρμογή έχει μεγαλύτερο κόστος (ήτοι απώλεια ΑΕΠ και διόγκωση της ανεργίας) καθώς η αύξηση της φορολογίας αποτελεί την εύκολη λύση για τη δραστική μείωση του ελλείμματος. Αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, στην περίπτωση μιας τετραμελούς οικογένειας (έγγαμο ζευγάρι με έναν εργαζόμενο γονέα και δύο παιδιά), ο μέσος φορολογικός συντελεστής εισοδήματος ανήλθε, το 2014, στο 28,7% για την Ελλάδα, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία ήταν «μόνο» 17,2%, 15,4% και 12,3%, αντιστοίχως.

• Η δημοσιονομική προσαρμογή που ακολουθείται στις παραπάνω χώρες δεν συμβαδίζει με το γνωστό όριο του 3% στο δημοσιονομικό έλλειμμα (Συνθήκη Maastricht). Σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα, από ιστορική άποψη, αντιμετώπισε, κατά μέσο όρο, το δημοσιονομικό έλλειμμα (μέσω της αύξησης των φόρων) όταν αυτό ξεπέρασε το 4,9% του ΑΕΠ και η Ιρλανδία όταν αυτό ξεπέρασε το 5,1% του ΑΕΠ. Η Πορτογαλία και η Ισπανία εφάρμοσαν περισσότερο συνετή πολιτική καθώς ακολούθησαν δημοσιονομική προσαρμογή όταν το έλλειμμα έφτασε στο 3,1% με 3,2% του ΑΕΠ. Οι οικονομολόγοι της έρευνας αποδίδουν το υψηλότερο (πέραν του 3%) όριο προσαρμογής στις δυσκολίες εξεύρεσης πολιτικής συναίνεσης όταν η πίεση στην περίπτωση χαμηλού δημοσιονομικού ελλείμματος δεν είναι επείγουσα.

• Μετά την είσοδό της στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα μάλλον επαναπαύθηκε στο εύκολο κόστος δανεισμού (εντός της Ευρωζώνης), καθώς χαλάρωσε ακόμα περισσότερο τη δημοσιονομική προσαρμογή αντιμετωπίζοντας, κατά μέσο όρο, το δημοσιονομικό έλλειμμα μόνο όταν αυτό κατέγραψε το αποθαρρυντικό 7,2% του ΑΕΠ!

Τα αποτελέσματα της έρευνας σίγουρα εγείρουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο των policy-makers της Ευρωζώνης αλλά και των οίκων αξιολόγησης.

Μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2010 ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο κατηγόρησε τους οίκους αξιολόγησης ότι πολλές από τις υποβαθμίσεις των χωρών της περιφέρειας δεν έλαβαν υπ’ όψιν τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη και άρα οι οίκοι, με τις αποφάσεις τους, έριξαν «λάδι στη φωτιά» ανεβάζοντας υπέρμετρα το κόστος δανεισμού της περιφέρειας.

Η έρευνά μας, η οποία χρησιμοποιεί τη μέθοδο των χρονικά επαναλαμβανόμενων εκτιμήσεων (recursive estimation) συμπεραίνει ότι οι δημοσιονομικές ανισορροπίες της περιφέρειας ήταν ανιχνεύσιμες, τουλάχιστον για την Ελλάδα (και λιγότερο για τους άλλους) από το 2002, δηλαδή αμέσως μετά την είσοδό μας στην Ευρωζώνη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν ήταν άμεσα υπεύθυνοι με τις πράξεις τους (δηλαδή τις διαδοχικές υποβαθμίσεις) για την κρίση της Ευρωζώνης. Από τη στιγμή όμως που το δημοσιονομικό πρόβλημα, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν ανιχνεύσιμο από το 2002, θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποστηρίξει ότι τόσο οι οίκοι αξιολόγησης όσο και η ίδια η Ευρωζώνη το αγνόησαν συστηματικά. Πράγματι, από τον Νοέμβριο του 2002 μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, η Moody’s για παράδειγμα (η οποία θεωρείται από τους επενδυτές περισσότερο αξιόπιστη από τους υπόλοιπους οίκους) βαθμολογούσε την Ελλάδα με Α1, το οποίο υποδήλωνε «strong payment capacity». Η δε Ιρλανδία «απολάμβανε» μέχρι τον Απρίλιο του 2009 βαθμίδα Aaa, όσο δηλαδή και η Γερμανία! Με άλλα λόγια, εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι τόσο οι οίκοι αξιολόγησης όσο και οι ηγέτες της ίδιας της Ευρωζώνης, όχι με τις πράξεις τους αλλά με τις παραλείψεις τους (ήτοι την αδυναμία παρακολούθησης των οικονομικών γεγονότων και την όποια λήψη προληπτικών μέτρων), συνέβαλαν στην κρίση…

* Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή