Αποψη: Υπερχρέωση και ανάκαμψη

Αποψη: Υπερχρέωση και ανάκαμψη

4' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​σχέση χρέους και ανάπτυξης/μεγέθυνσης επικεντρώνεται συνήθως στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους στη μακροχρόνια περίοδο και την επίπτωσή του στην ανάπτυξη της οικονομίας. Αν δει κανείς τα αίτια που οδήγησαν στην υπερχρέωση που ακινητοποίησε την Ελλάδα, θα διαπιστώσει ένα ευρύτερο πλέγμα παραγόντων, μεταξύ των οποίων και οι εξής:

• Η αδυναμία να δημιουργηθούν ικανοποιητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης στην περίοδο πριν από την κρίση και προφανώς στα χρόνια της κρίσης, χωρίς σημαντική αύξηση του δανεισμού.

• Η απουσία ουσιαστικών πολιτικών για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.

• Οι σημαντικές οικονομικές ασυμμετρίες μεταξύ των πλεονασματικών και των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης και η απληστία των τραπεζών.

• Η εξαιρετικά σύντομη περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκε από τους δανειστές στην Ελλάδα, με σοβαρές επιδράσεις στην ένταση και διάρκεια της ύφεσης και στην περαιτέρω δραματική υπερχρέωση της οικονομίας.

• Η ασύμμετρη έμφαση των κυβερνήσεών μας σε μορφές προσαρμογής που βασίστηκαν στην εκρηκτική αύξηση των φόρων, ενώ οι δαπάνες ήσαν το μέγεθος που είχε εκτροχιάσει την οικονομία το 2009. Επιπλέον, η αύξηση των φόρων δεν συντελέστηκε με κάποια σύλληψη της φοροδιαφυγής, αλλά με άθικτα τα προνομιακά φορολογικά καθεστώτα, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή.

Η προσέγγιση της Ευρώπης και της τρόικας στο θέμα του χρέους ήταν τυπικό παράδειγμα μιας θεαματικά εσφαλμένης πολιτικής –εσφαλμένης από τη σκοπιά της Ελλάδας, αλλά και των δανειστών– που σήμερα έχει παγιδέψει και τις δύο πλευρές. Θεωρώ ότι το θέμα της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης των επιτοκίων του χρέους δεν θα αντιμετωπίσει κρίσιμες αρνητικές επιδράσεις του ύψους του χρέους και όσο το θέμα αυτό θα παραμένει ως έχει, θα ασκεί δραματικά αρνητικές επιδράσεις στην περαιτέρω πορεία μας.

Ωστόσο, έχει σημασία να δει κανείς ορισμένες πτυχές της σχέσης χρέους και ανάπτυξης, όχι μόνο για να κατανοήσει τι έγινε, αλλά και το πώς επηρεάζεται το μέλλον της οικονομίας. Θα αναφερθώ σε πέντε σημεία:

1. Η σχέση αιτιότητας μεταξύ χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης είναι αμφίδρομη. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν το υψηλό χρέος επηρεάζει αρνητικά τη μεγέθυνση, αλλά επίσης ότι η αδυναμία της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής να δημιουργούν μεγέθυνση ωθεί τις κυβερνήσεις σε συνεχώς αυξανόμενο δανεισμό. Ο πρόσθετος αυτός δανεισμός είναι ο μοχλός που δημιουργεί μεν μεγέθυνση βραχυπρόθεσμα, υπονομεύει όμως έτσι ακόμα περισσότερο τη μελλοντική μεγέθυνση. Στην περίπτωση αυτή, που ισχύει απόλυτα στην ελληνική πραγματικότητα, η υπερχρέωση είναι το αποτέλεσμα και όχι μόνο το αίτιο της χαμηλής μεγέθυνσης. Θέση μου είναι ότι η αδυναμία άσκησης αποτελεσματικής αναπτυξιακής πολιτικής και η αδύναμη παραγωγική βάση της οικονομίας ωθούσαν τις κυβερνήσεις να αναζητούν μεγέθυνση μέσω της εύκολης λύσης των αυξανόμενων εξωτερικών πόρων και του δανεισμού, προετοιμάζοντας μια θεμελιακή κρίση. Στα χρόνια της κρίσης, επίσης, η βαθιά ύφεση της οικονομίας έγινε το αίτιο για πρόσθετο δανεισμό που, με τη σειρά του, επηρέασε αρνητικά τη μεγέθυνση.

2. Η έκταση της εξάρτησης της μεγέθυνσης της οικονομίας από τον δανεισμό στηρίχθηκε σε μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και σε μια χρηματοδοτική φούσκα που στηριζόταν από τις δανείστριες τράπεζες. Για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα μέχρι την κρίση, κάθε μονάδα αύξησης του ΑΕΠ απαιτούσε μια όλο και μεγαλύτερη μονάδα αύξησης του νέου δανεισμού, που μάλιστα στα χρόνια πριν από το 2009 έφτασε να ξεπερνάει σημαντικά κάθε αύξηση του ΑΕΠ. Με τα δεδομένα αυτά, η θεαματική εξάρτηση της μεγέθυνσης από τον δανεισμό αποτέλεσε παράγοντα που οδηγούσε σε υπερχρέωση σε οποιεσδήποτε συνθήκες: είτε σε φάση ανόδου είτε ύφεσης του ΑΕΠ. Στην πρώτη περίπτωση, υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ, ενώ στην περίοδο της κρίσης, η εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση σε νέα δάνεια οδηγούσε σε κατάρρευση του ΑΕΠ με το ίδιο αποτέλεσμα.

3. Η επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής εξαρτάται από δύο παράγοντες: τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την ενίσχυση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αποτυχία σε ένα από τα δύο αυτά σκέλη σημαίνει αποτυχία όλης της πολιτικής προσαρμογής. Παρά την πολύ γνωστή αυτή σχέση, η έμφαση δόθηκε αποκλειστικά στη μείωση των ελλειμμάτων, ενώ η αύξηση της παραγωγής θεωρήθηκε ότι θα προέκυπτε αυτόματα από την ίδια τη διαδικασία προσαρμογής. Η προσδοκία αυτή δεν εκπληρώθηκε ούτε μία χρονιά. Ετσι, η οικονομία μπήκε στη δίνη μιας δημοσιονομικής προσαρμογής, που ενώ ονομαστικά ήταν 11,8% για το 2010-14, σε κυκλικά προσαρμοσμένη βάση έφτασε το 16,2%. Με άλλα λόγια, ήταν 4,4 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από ό,τι εμφανίζεται, δημιουργώντας ένα ιστορικά απίστευτο βάρος στην κοινωνία και στη δυνατότητα ανάκαμψης.

4. Η πολιτική αντίληψη της ανάπτυξης πριν από την κρίση κυριαρχήθηκε από το κεϊνσιανό πρότυπο της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Απέτυχε οικτρά. Με την κρίση, η πολιτική αντίληψη της τρόικας κυριαρχήθηκε από τις άχρηστα υψηλές περικοπές μισθών και εισοδημάτων, την επιβολή μιας Big Bang δημοσιονομικής προσαρμογής, της δραματικής αύξησης του κόστους κεφαλαίου και της τυφλής απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Απέτυχε οικτρά, επίσης. Η αποτυχία δεν πρέπει να μετρηθεί μόνο με οικονομικά κριτήρια, αλλά και με βάση την τεράστια κοινωνική και πολιτική αποδιάρθρωση που δημιούργησε.

5. Το θέμα του χρέους πρέπει να οδηγήσει σε μια ισχυρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές, με στόχο την πραγματική οικονομία, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης. Το πεδίο αυτό έμεινε συστηματικά έξω από κάθε προσπάθεια στα χρόνια της κρίσης. Ομως, στο πεδίο αυτό θα κριθούν όλα.

Τι κάνουμε με όλα αυτά και με το προσφυγικό; «Δείτε την Ιστορία σας, ηλίθιοι», θα μπορούσε να μας πει κάποιος, με μια φράση που έχει γίνει της μόδας. Εχετε όλα τα παραδείγματα. Εχετε τον ελαφρόμυαλο Ικαρο, έχετε και τον πολυμήχανο Οδυσσέα. Είστε στη χειρότερη θέση που θα μπορούσατε να βρεθείτε μετά τον παγκόσμιο πόλεμο και τους σκοτωμούς σας. Σκεφτείτε, αποφασίστε, πράξτε. Οχι σε άλλα δέκα χρόνια.

* Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου, πρώην υπουργός. Το κείμενο αυτό ήταν τμήμα της τοποθέτησης του συγγραφέα στο πρόσφατο Delphi Economic Forum.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή