Αποψη: Ανάπτυξη χωρίς κεφάλαια;

Αποψη: Ανάπτυξη χωρίς κεφάλαια;

3' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το θεμελιώδες δίδαγμα των οικονομικών της ανάπτυξης είναι ότι χώρες με υψηλότερα ποσοστά αποταμίευσης επί του διαθέσιμου εισοδήματος θα τείνουν να έχουν υψηλότερα επίπεδα επένδυσης. Η υψηλότερη επένδυση συσσωρεύει ένα υψηλότερο κεφαλαιακό απόθεμα, και άρα υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, όπερ σημαίνει υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στο μακροχρόνιο διάστημα. Εάν οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν αρκούν, οι επενδύσεις εξαρτώνται από την ικανότητα μιας χώρας να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό, είτε με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) είτε μέσω δανειακών κεφαλαίων, εφόσον η κίνηση κεφαλαίων είναι ελεύθερη και η χώρα δανείζεται στα διεθνώς επικρατούντα επιτόκια. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν εφαρμόζεται κυριολεκτικώς καμία από αυτές τις προϋποθέσεις:

• Το ποσοστό αποταμίευσης είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη: ενώ οι επιχειρήσεις αποταμιεύουν σχετικά ικανοποιητικά, η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών είναι έντονα αρνητική (-7,6% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος το 2016). Τα νοικοκυριά «καίνε» αποταμιεύσεις για να διατηρήσουν ένα επίπεδο διαβίωσης το οποίο θεωρούν στοιχειώδες (και για να πληρώσουν τους υπερδιογκωμένους φόρους) ή επειδή προσδοκούν ότι θα ανακάμψει κάποια στιγμή η οικονομία και θα αναπληρώσουν τις αναλωμένες αποταμιεύσεις. Το ίδιο μοτίβο συνεχίσθηκε με μεγαλύτερη ένταση στην πολυδιαφημισμένη ανάκαμψη του πρώτου τριμήνου του 2017. Λίγοι σχολίασαν ότι αυτή η ανάκαμψη του ΑΕΠ κατά 0,4% σε ετήσια βάση προήλθε κατά κύριο λόγο από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,7%, την ίδια ώρα που η καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών γινόταν εντονότερα αρνητική. Η ανάλωση αποταμιεύσεων επιδεινώνει περαιτέρω τη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων από εγχώριους πόρους. Προστίθεται, δε, σε ένα ήδη οξύ πρόβλημα ρευστότητας δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν μία συνολική αρνητική διαφορά μεταξύ καταθέσεων και δανείων άνω των 55 δισ. ευρώ, την οποία χρηματοδοτούν κατά κύριο λόγο με δανεισμό από το ευρωσύστημα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να καταλάβει ότι αυτή η τάση δεν είναι διατηρήσιμη: ή θα αυξηθεί η παραγωγικότητα ή θα πέσει η κατανάλωση και μαζί της το ΑΕΠ.

• Οι επενδύσεις παγίων είναι σε απόλυτα μεγέθη περίπου στο 1/3 των προ κρίσεως επιπέδων τους και υποδιπλάσιες ως ποσοστό του ΑΕΠ (περίπου 11,4% το 2016 έναντι 20,1% στην Ευρωζώνη το ίδιο έτος και 26% στην Ελλάδα το 2007). Το παρόν επίπεδο των επενδύσεων δεν αρκεί ούτε για να αντισταθμιστούν οι αποσβέσεις και, ως αποτέλεσμα, το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας διαρκώς απομειώνεται (σε σταθερές τιμές είναι ήδη κατά 75 δισ. ευρώ χαμηλότερο έναντι του επιπέδου του 2010). Μαζί του απομειώνεται και το δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Αυτό μειώνει τους μισθούς, το οποίο ωθεί τα καλύτερα μυαλά της χώρας στη μετανάστευση, το οποίο μειώνει εκ νέου το δυνητικό προϊόν. Το σπιράλ της στασιμότητας.

• Οι επιδόσεις της χώρας στην προσέλκυση ΑΞΕ είναι ιστορικά από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ατμομηχανή προσέλκυσης δευτερογενών επενδύσεων, καταγράφει συνεχείς καθυστερήσεις. Η αβεβαιότητα για την πορεία των διαπραγματεύσεων του Προγράμματος Προσαρμογής αποθαρρύνει ακόμα και επενδύσεις με πιο βραχυχρόνια χαρακτηριστικά.

• Το κόστος δανεισμού κεφαλαίων από το εξωτερικό για τράπεζες και επιχειρήσεις είναι απαγορευτικό λόγω του κινδύνου χώρας: οι ελληνικές επιχειρήσεις πληρώνουν επιτόκια έως και 500 μονάδες βάσης πάνω από τους ανταγωνιστές τους στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.

• Η ίδια η δυνατότητα διεθνούς κίνησης κεφαλαίων είναι περιορισμένη λόγω των capital controls.

• Ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου προς την κατεύθυνση της αύξησης της εξωστρέφειας επίσης παρακωλύεται από την ανεπάρκεια κεφαλαίων για επενδύσεις στους τομείς διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών.

Με αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να προκύψει δυναμική και διατηρήσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα. Τα καλά νέα είναι ότι όλες αυτές οι τάσεις είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, αναστρέψιμες, για τον βασικό λόγο ότι η χώρα έχει μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Τα κακά νέα είναι ότι αυτή η αναστροφή δεν πρόκειται να γίνει αυτόματα αλλά απαιτεί μία αναθεώρηση βασικών παραμέτρων της οικονομικής πολιτικής, τις οποίες μπορεί κανείς να συνάγει από την παράθεση των συμπτωμάτων. Εάν όμως καθυστερήσουμε περαιτέρω, η όποια τεχνική αντίδραση της οικονομίας τους επόμενους μήνες δεν θα είναι διατηρήσιμη και η στασιμότητα θα γίνει το βασικό σενάριο για τα επόμενα χρόνια. Μπορούμε κάτι καλύτερο. Με γενναίες ανατροπές και μόνον.

* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι αν/τής επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank και πρώην γ.γ. του ΥΠΟΙΚ και πρόεδρος του ΣΟΕ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή