Αποψη: Υφεση και μνημόνιο

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, 2010-13, η Ελλάδα έχασε περίπου το 20% του ΑΕΠ, ή 47,1 δισ. ευρώ. Η αντιμνημονιακή ρητορική χρεώνει την απώλεια αυτή στα υφεσιακά μέτρα του μνημονίου και στη λιτότητα. Το πρώτο μνημόνιο και ειδικά τα μέτρα μέχρι τον Σεπτέμβριο 2011 μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε μάλλον ήπια, συγκρινόμενα με αυτά που ακολούθησαν. Ομως την περίοδο εκείνη έγινε η κατακρήμνιση του εγχώριου προϊόντος, η οποία συνοδεύθηκε από εκρηκτική αύξηση της ανεργίας κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες. Οι προ ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυβερνήσεις είτε δεν έδιναν καν εξήγηση του φαινομενικά παράδοξου ή το χρέωναν –βολικά μπορούμε να πούμε– στους λάθος πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ. Αυτό έδωσε χώρο για την κυριαρχία περιθωριακών ιδεολογημάτων και θεωριών για την καταστροφική λιτότητα, την άρνηση των επίσης καταστροφικών δανείων, τις δόλιες προθέσεις των δανειστών και στην καλύτερη περίπτωση την ασχετοσύνη του ΔΝΤ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα μέτρα λιτότητας θα επηρέαζαν αρνητικά το ΑΕΠ. Ομως το 70% της απώλειας έγινε τα πρώτα δύο χρόνια, πριν προλάβουν καν να επηρεάσουν τα μέτρα του Σεπτεμβρίου 2011 (κυρίως το «χαράτσι», νυν ΕΝΦΙΑ). Οι θεωρίες της εκρηκτικής επίδρασης της λιτότητας –οι οποίες τελικά έστρωσαν τον δρόμο στον Τσίπρα και οδήγησαν στην τραγική διαπραγμάτευση του 2015– ηγεμόνευσαν, παρά το ότι μόνο με μεταφυσικό τρόπο εξηγούσαν την ποσοτική συσχέτιση των «ήπιων» μέτρων λιτότητας με την κατάρρευση του ΑΕΠ. Στην ίδια ρητορική επανέρχεται και ο πρωθυπουργός, προωθώντας την άποψη πως το δικό «του» μνημόνιο είναι καλό, ενώ τα προηγούμενα ήταν νεοφιλελεύθερα!

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική και μάλλον πεζή. Πρέπει να τη δούμε όμως αν θέλουμε να ξαναέχουμε σε επτά αντί για δεκαπέντε χρόνια το ΑΕΠ στο επίπεδο του 2009. Στα πρώτα τρία μνημονιακά χρόνια η συμβολή στο ΑΕΠ του κλάδου «Κατασκευές» μειώθηκε από 28 σε 3 δισ. ευρώ! Το 53% του απολεσθέντος ΑΕΠ αφαιρέθηκε από τις κατασκευές, δημόσια έργα και οικοδομή. Στην πραγματικότητα αρκετά περισσότερο, δεδομένης της μαύρης και γκρίζας οικονομίας της εποχής στην οικοδομή. Η κατάρρευση του κλάδου οφείλεται όχι στα υφεσιακά μέτρα του πρώτου μνημονίου, αλλά στην ασφυξία ρευστότητας. Οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν κατασκευαστές και αγοραστές και η ρευστότητα κόπηκε με το μαχαίρι. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες συμπολιτών μας έχασαν τη δουλειά τους. Οι τράπεζες περιόρισαν δραματικά και τις χορηγήσεις προς επιχειρήσεις. Επίσης, η συναλλακτική πίστη είχε οδηγήσει την επιχειρηματική κοινότητα στην ανάπτυξη παράπλευρης χρηματοδότησης, με την εξαιρετικά διαδεδομένη πρακτική των μεταχρονολογημένων επιταγών. Η πρακτική μπορεί να ενίσχυε σε κάποιο ποσοστό μια οικονομική φούσκα και να κρατούσε ψηλά τιμές αγαθών και υπηρεσιών, όμως αφορούσε το ταχύτερα ανακυκλούμενο χρήμα στην οικονομία. Βασιζόταν αφενός μεν στην εμπιστοσύνη μεταξύ επιχειρηματιών (το ποσοστό «κόκκινων» επιταγών ήταν λιγότερο από το ένα τρίτο των «κόκκινων» δανείων τις καλές εποχές), αφετέρου στη στήριξη των τραπεζών οι οποίες προεξοφλούσαν τις επιταγές – με «κούρεμα», βέβαια. Τους πρώτους μήνες του 2010 είχαν πρακτικώς εξαφανισθεί τόσο η «θεσμική» ρευστότητα των τραπεζών όσο και η «ενδοεπιχειρηματική» των μεταχρονολογημένων επιταγών. Η οικονομία αποστερήθηκε περίπου 55 δισ. ευρώ ρευστότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση του κατασκευαστικού κλάδου και η ασφυξία, μέχρι λουκέτο, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η ασφυξία ρευστότητας δεν είναι αποτέλεσμα των μνημονιακών μέτρων και της λιτότητας. Το 2009-11, με τη διεθνή οικονομική κρίση, η διατραπεζική αγορά είχε πρακτικώς κλείσει – κανείς δεν δάνειζε ή χρηματοδοτούσε κανέναν. Το μέγιστο ποσοστό του ΑΕΠ που χάθηκε, θα χανόταν ούτως ή άλλως, με ή χωρίς μνημόνιο. Το μνημονιακό λάθος ήταν η μη αναγνώριση του παγόβουνου των επιπτώσεων της ασφυξίας ρευστότητας. Η εκτίμηση αυτή συνάδει με τα χαρακτηριστικά του πρώτου μνημονίου. Το πρώτο πρόγραμμα στήριξης «έβλεπε» σε μεγάλο βαθμό πρόβλημα ρευστότητας (όπως μαρτυρά η προσδοκία άντλησης 65 δισ. ευρώ από τις αγορές χρέους από το 2012), το οποίο με τη στήριξη του θηριώδους δανείου των 110 δισ. ευρώ θα λυνόταν από μόνο του. Τα μέτρα που ελήφθησαν τότε, κάθε άλλο παρά στόχευαν στην άμβλυνση του προβλήματος ρευστότητας.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως χωρίς σημαντική ένεση ρευστότητας στην ελληνική οικονομία και χωρίς την αναθέρμανση – έστω σε χαμηλότερο επίπεδο– της αγοράς ακινήτων και των κατασκευών, η ανάκαμψη θα είναι βραδεία. Η ρητορική του πρωθυπουργού για τη λιτότητα των «κακών» μνημονίων που τσάκισε το ΑΕΠ δείχνει στη λάθος κατεύθυνση. Δυστυχώς με τα στρατηγικά σχέδια του υπουργείου Ανάπτυξης, τα οποία παρακάμπτουν το πρόβλημα ρευστότητας σαν να μην υπάρχει, θα χρειασθούν πολλά χρόνια για να υποκατασταθεί η συμβολή της κατασκευής και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στο ΑΕΠ.

* Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής στο Columbia University.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή