Αποψη: Το κόστος και οι ωφέλειες της πιστοληπτικής γραμμής

Αποψη: Το κόστος και οι ωφέλειες της πιστοληπτικής γραμμής

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Τελευταία γίνεται ένας δημόσιος διάλογος αναφορικά με τη χρησιμότητα λήψης προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) μετά τη λήξη του τρίτου ελληνικού προγράμματος. Ο ESM έχει δύο τέτοιες γραμμές, την Precautionary Conditioned Credit Line (PCCL) και την Enhanced Conditions Credit Line (ECCL).

Αυτές αποσκοπούν στη διατήρηση της πρόσβασης των χωρών της ΟΝΕ στις διεθνείς αγορές ομολόγων με όχημα τη δέσμευση του ESM για χορήγηση δανείου ή πρωτογενή αγορά ομολόγων για περίοδο μέχρι και δύο έτη. Οι γραμμές προϋποθέτουν συμφωνία αυξημένης εποπτείας, οι όροι της οποίας αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους τρεις ευρωπαϊκούς θεσμούς (ESM, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΕΚΤ) και, εφόσον είναι εφικτό, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σε σχέση με την PCCL, η ECCL χορηγείται σε χώρες με πιο ευάλωτες οικονομίες. Ετσι, οι αναμενόμενοι όροι χορήγησης της είναι αναβαθμισμένοι.

Για την Ελλάδα, η PCCL αποκλείεται αφού, μεταξύ άλλων, προϋποθέτει προηγούμενη πρόσβαση στις αγορές σε ικανοποιητικό βάθος χρόνου. Η κυβέρνηση, διά του υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλ. Τσακαλώτου απορρίπτει την ECCL με δύο επιχειρήματα. Πρώτο, θα αποστείλει στις αγορές λανθασμένα μηνύματα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερο, αποτελεί υποκατάστατο του αποθέματος ρευστών διαθεσίμων που σκοπεύει να χτίσει η κυβέρνηση προς υποστήριξη των ελληνικών ομολόγων, άρα είναι περιττή.

Τα παραπάνω επιχειρήματα δεν έχουν ούτε θεωρητική ούτε εμπειρική τεκμηρίωση. Δύο από τα διδάγματα της ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους είναι τα παρακάτω.

Πρώτον, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, οι αγορές τιμολογούν τα κρατικά ομόλογα με βάση τα μακροοικονομικά μεγέθη κάθε χώρας. Η άποψη ότι η εισαγωγή ECCL θα επηρεάσει αρνητικά την ελληνική αγορά ομολόγων ισοδυναμεί με παραδοχή ότι θα παρέχει στις αγορές μακροοικονομική πληροφόρηση που οι ίδιες δεν μπορούν να παρατηρήσουν. Η υπόθεση αυτή αποτελεί αστήρικτο λογικό άλμα.

Δεύτερον, το πώς οι αγορές ενσωματώνουν στο επιτόκιο κρατικού δανεισμού τις μακροοικονομικές ανισορροπίες κάθε χώρας εξαρτάται από το καθεστώς προσδοκιών για το ύψος του εθνικού πιστωτικού και συναλλαγματικού κινδύνου. Αυτό καθορίζεται αφενός, από τα σήματα που εκπέμπει η ίδια η χώρα αναφορικά με την προσήλωσή της σε διατηρήσιμα μακροοικονομικά μεγέθη, αφετέρου, από την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών διαμοιρασμού του κινδύνου (risk sharing) σε επίπεδο ένωσης. Η μεγάλη μείωση που παρατηρήθηκε στις αποδόσεις κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετά τον Ιούνιο του 2012, όταν η ΕΚΤ ανακοίνωσε το πρόγραμμα ΟΜΤ, επιβεβαιώνει πλήρως την άποψη αυτή. Το πρόγραμμα ΟΜΤ έπεισε τις αγορές ότι τα υπό πίεση τότε ισπανικά και ιταλικά ομόλογα υποστηρίζονται πλέον από μια εν δυνάμει απεριόριστη βάση ρευστότητας. Ως αποτέλεσμα, η προσλαμβανόμενη πιθανότητα κατάρρευσής τους μειώθηκε σημαντικά.

Η εισαγωγή της ECCL θα έχει για την Ελλάδα ανάλογο σταθεροποιητικό αποτέλεσμα γιατί θα εμπεριέχει το στοιχείο της μεγάλης βάσης υποστηρικτικής ρευστότητας προερχόμενη από ένα αξιόπιστο εξωτερικό εγγυητή. Οπως γνωρίζουμε από τη θεωρία και εμπειρία κρίσεων σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας (με την οποία η ευρωπαϊκή κρίση δημοσίου χρέους έχει άμεση συνάφεια), το σταθεροποιητικό αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί από ένα περιορισμένο εθνικό απόθεμα ρευστότητας. Η άποψη του κ. Τσακαλώτου είναι λανθασμένη – η ECCL και το απόθεμα ρευστών διαθεσίμων δεν είναι υποκατάστατα αλλά συμπληρωματικά στοιχεία μιας υποδομής αποτροπής κερδοσκοπικών επιθέσεων, με τη γραμμή να είναι πιο αποτελεσματική από το απόθεμα. Η απόρριψη της ECCL όχι μόνο θα στερήσει από την Ελλάδα το σταθεροποιητικό πλεονέκτημα αλλά, με δεδομένη τη στάσιμη/επιδεινούμενη εικόνα της ελληνικής πλευράς προσφοράς το διάστημα 2015-18, μπορεί να εκληφθεί ως αυξημένη πιθανότητα μελλοντικού πιστωτικού γεγονότος. Αυτό θα αποτελούσε τροχοπέδη στην οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας και θα έθετε τις βάσεις για μια αυτοεκπληρούμενη κρίση εμπιστοσύνης στην αγορά ελληνικών ομολόγων, με έναυσμα ένα αρνητικό εσωτερικό ή εξωτερικό γεγονός στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Συμπερασματικά, η απόρριψη της πιστοληπτικής γραμμής δεν φαίνεται να έχει οικονομική βάση. Η κυβέρνηση, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, θέλει να διακηρύξει καθαρή έξοδο από την εποχή των μνημονίων, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ανάληψη σημαντικών οικονομικών ρίσκων. Το αξιοπερίεργο είναι ότι κάνει αυτή την επιλογή, ενώ στην πραγματικότητα έχει δεσμεύσει τη χώρα σε καθεστώς αυξημένης εποπτείας τα επόμενα χρόνια, η οποία θα ενισχυθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της αναμενόμενης συμφωνίας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Με δεδομένο ότι το κοινωνικό/πολιτικό κόστος της αυξημένης εποπτείας ανάλογου της ECCL έχει ήδη προεξοφληθεί, η άρνηση αποκόμισης των οφελών του είναι, τουλάχιστον, δυσνόητη.

* Ο κ. Μιχάλης Αργυρού είναι Reader in Economics, Cardiff Business School και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή