Στα χρόνια της κρίσης τα εισοδήματα μειώθηκαν, αλλά οι φόροι έμειναν ίδιοι

Στα χρόνια της κρίσης τα εισοδήματα μειώθηκαν, αλλά οι φόροι έμειναν ίδιοι

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παρά τη μείωση του ΑΕΠ κατά 25% στα χρόνια της κρίσης, τη δημιουργία μιας στρατιάς ανέργων και συγκεκριμένα 1 εκατομμυρίου πολιτών, και τη μείωση των συντάξεων, τα έσοδα από τους άμεσους φόρους διατηρούνται σε απόλυτα μεγέθη στα ίδια επίπεδα. Μάλιστα είναι ελαφρώς υψηλότερα σήμερα σε σχέση με το 2010. Αν δε συγκριθούν ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι φόροι που καταβάλλονται σήμερα είναι κατά πολύ υψηλότεροι σε σχέση με το 2010. Το σύνολο των φορολογουμένων διαλύθηκε από τη φορολογία των τελευταίων χρόνων, ενώ εξαφανίστηκε η μεσαία τάξη συνεπεία της ακόμα υψηλότερης φορολογίας που επιφύλαξαν οι κυβερνήσεις, κυρίως η σημερινή που συνεχίζει τη μεταφορά των βαρών στα εισοδήματα άνω των 25.000-30.000 ευρώ.

Είναι ενδεικτικό ότι το 2010 τα έσοδα από την άμεση φορολογία ανέρχονταν σε απόλυτα μεγέθη στα 20,22 δισ. ευρώ, ενώ για φέτος υπολογίζεται ότι θα φθάσουν τα 20,76 δισ. ευρώ. Διαφορετικά, οι εισπράξεις από άμεσους φόρους (φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ κ.λπ.) ήταν στο 2010 στο 9% του ΑΕΠ, ενώ το 2018 έχουν εκτιναχθεί στο 11,3% του ΑΕΠ, κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στην υπερφορολόγηση. Η κατάσταση που επικρατεί στη φορολογία αποτυπώνεται ανάγλυφα στα εκκαθαριστικά σημειώματα τα οποία προκάλεσαν ισχυρά σοκ στους επαγγελματίες, που αναρωτιούνται εάν υπάρχει λόγος να δουλεύουν για να προσαυξήσουν τα εισοδήματά τους. Για παράδειγμα, φορολογούμενος με φορολογητέο εισόδημα 55.727 ευρώ δίνει στην εφορία για τα εισοδήματα του 2017 το 60%-65% του εισοδήματος. Η υπερφορολόγηση αυτή οφείλεται:

• Στην αύξηση των συντελεστών της εισφοράς αλληλεγγύης με τον ανώτατο συντελεστή να αυξάνεται από το 2,8% στο 10%.

• Στη μείωση του αφορολογήτου για τους μισθωτούς και συνταξιούχους ή, διαφορετικά, στη μείωση της έκπτωση φόρου από τις 2.100 ευρώ στα 1.900 ευρώ.

• Στην αύξηση των συντελεστών φορολογικής κλίμακας για όλους τους φορολογουμένους με τον ανώτατο συντελεστή να αυξάνεται από το 42% στο 45%.

• Στην κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης του εισοδήματος από ελευθέριο επάγγελμα 26% έως 33% και πλέον το εισόδημα αυτό φορολογείται με συντελεστές που φθάνουν ακόμη και το 45%.

• Στην αύξηση των συντελεστών για το εισόδημα από ενοίκια.

• Στην αύξηση της προκαταβολής φόρου για όλους τους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το 55% στο 100%.

• Στην αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρηματικών κερδών από το 26% στο 29% και στην αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων από το 10% στο 15%.

Το ζήτημα είναι όμως εάν έγινε δικαιότερο το φορολογικό σύστημα, μεταφέροντας τα βάρη από τους έμμεσους φόρους στους άμεσους φόρου. Η απάντηση είναι όχι. Δηλαδή, η κυβέρνηση αύξησε τη φορολογία στους άμεσους φόρους, αλλά και τη φορολογία στους έμμεσους. Στο ίδιο διάστημα ως ποσοστό του ΑΕΠ οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν δραματικά.

Συγκεκριμένα, ως ποσοστό του ΑΕΠ τα έσοδα από την ανωτέρω πηγή ήταν στο 13,9% του ΑΕΠ το 2010, ενώ το 2018 θα εκτιναχθούν στο 15,19%. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι ο τουρισμός συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση των εσόδων του ΦΠΑ, κάτι όμως που δεν φαίνεται από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών. Αντίθετα, αυτό που έγινε ήταν:

• Η αύξηση του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%.

• Η μαζική μετάταξη προϊόντων και υπηρεσιών ευρείας κατανάλωσης από τον μειωμένο συντελεστή 13% στον κανονικό 24%. Μεταξύ άλλων μετατάχθηκαν σε υψηλότερο συντελεστή η εστίαση, οι μεταφορές και τα μη νωπά τρόφιμα.

• Η κατάργηση των μειωμένων κατά 30% συντελεστών ΦΠΑ που ίσχυαν στα νησιά του Αιγαίου.

Από την ανάλυση των προϋπολογισμών των προηγούμενων ετών διαφαίνεται ότι από το 2010 έως και το 2015, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα έσοδα από τους έμμεσους φόρου παρουσίαζαν πτωτική πορεία. Συγκεκριμένα, από το 13,9% του ΑΕΠ που ήταν το 2010 είχαν περιοριστεί στο 12,8% του ΑΕΠ το 2015, για να φθάσουν σήμερα στο 15,19% του ΑΕΠ.

Υπερφορολόγηση, εισφορές εκτόξευσαν τα ληξιπρόθεσμα χρέη

Η υπερφορολόγηση βέβαια σε συνδυασμό με τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές έχουν εκτοξεύσει τα τελευταία χρόνια τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο. Είναι ενδεικτικό ότι πριν από την κρίση τα χρέη δεν ξεπερνούσαν τα 35 δισ. ευρώ και πλέον έχουν εκτοξευθεί στα 102,2 δισ. ευρώ.

Εάν συμπεριληφθούν και οι συντάξεις τα χρέη φθάνουν στα 185 δισ. ευρώ, δηλαδή ξεπερνούν και το ΑΕΠ της χώρας. Μάλιστα, στα χρόνια της κρίσης τριπλασιάστηκαν οι οφειλέτες του Δημοσίου. Η αύξηση του αριθμού ξεκίνησε το 2010 με τους οφειλέτες να μην ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα αγγίζοντας τα 4 εκατομμύρια.

Μάλιστα το 87% αυτών χρωστούν έως 5.000 ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο. Σε αυτούς απευθύνονται κατά κύριο λόγο και τα κατασχετήρια που αποστέλλει σε καθημερινή βάση η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων στις τράπεζες, αλλά το αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τα ταμεία του Δημοσίου. Και αυτό γιατί τα υπόλοιπα των λογαριασμών είναι ελάχιστα και δεν ξεπερνούν στις περισσότερες περιπτώσεις τα 50-100 ευρώ. Ωστόσο, από τις τηλεφωνικές οχλήσεις και τα ηλεκτρονικά μηνύματα φαίνεται ότι οι οφειλέτες συμμορφώνονται.

Από την επεξεργασία των στοιχείων του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι το 24,2 % των χρεών αφορούν οφειλές του φόρου εισοδήματος και περιουσίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή