Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται (μέρος 1ον)

Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται (μέρος 1ον)

8' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​το προηγούμενο σημείωμα είχαμε εξετάσει τη σχέση μεταξύ του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ, του δημοσιονομικού ελλείμματος και την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Είχαμε σημειώσει πως οι υπολογισμοί είναι ακριβείς μόνο αν περιλαμβάνεται στο έλλειμμα με ακρίβεια και αληθώς κάθε πίεση που ασκείται στο επίπεδο του χρέους. Σε αυτό το σημείωμα θα έχουμε την ευκαιρία να εξετάσουμε το θέμα πιο λεπτομερώς, με στοιχεία για την Ελλάδα από την περίοδο 1995-2017.

Στον πίνακα 1 περιλαμβάνονται στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ και από τη Eurostat. Στην πρώτη στήλη αποτυπώνεται το δημοσιονομικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο ESA2010, στο οποίο έχουν συμφωνήσει όλες οι χώρες της Ε.Ε. – αυτό είναι το «αναφερόμενο» έλλειμμα. Εδώ αποτυπώνονται όλα τα έσοδα μείον τα έξοδα.

Τα στοιχεία δείχνουν πως υπήρχε συνεχώς σημαντικό έλλειμμα, με εξαίρεση το 2016-2017 όταν η κυβέρνηση είχε αναφέρει μικρό πλεόνασμα.

Στη συνέχεια μπορούμε να εξετάσουμε την τέταρτη στήλη, όπου αποτυπώνεται το επίπεδο του ακαθάριστου δημοσίου χρέους (σε εκατομμύρια ευρώ και ως ποσοστό του ΑΕΠ). Εδώ φαίνεται πως στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου το χρέος δεν υποχώρησε ποτέ κάτω από το 100% του ΑΕΠ, ότι κορυφώθηκε το 2014 στο 178,9% και στη συνέχεια υποχώρησε ελαφρώς μέχρι το 2017. Στη στήλη μετά το επίπεδο του χρέους, αποτυπώνεται κατά πόσο αυξήθηκε το χρέος κάθε έτος, σε ευρώ και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτός είναι ένας εναλλακτικός τρόπος για να μετρηθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, και στο προηγούμενο σημείωμα το είχαμε αποκαλέσει «πραγματικό» έλλειμμα**. Το «πραγματικό» έλλειμμα πάντοτε αποτυπώνεται άμεσα στο επίπεδο του χρέους. Το αναφερθέν έλλειμμα συχνά δεν αποτυπώνεται πλήρως στο επίπεδο του χρέους.

Μπορούμε πλέον να συγκρίνουμε τους υπολογισμούς για το αναφερθέν δημοσιονομικό έλλειμμα με αυτούς για το «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα. Αν το αναφερθέν έλλειμμα περιλαμβάνει όλες τις λειτουργίες που δημιουργούν χρέος, τότε θα είναι ακριβώς ίδιο με το «πραγματικό» έλλειμμα. Δεδομένου πως για την Ελλάδα αποτελεί δημοσιονομική προτεραιότητα η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, είναι ύψιστης προτεραιότητας να περιλαμβάνονται στο αναφερθέν έλλειμμα όλες οι λειτουργίες που δημιουργούν χρέος. Το αναφερθέν έλλειμμα είναι σημαντικό για λόγους σύγκρισης με άλλες χώρες, αλλά δεδομένης της προτεραιότητας που δίνει η Ελλάδα στη μείωση του δημοσίου χρέους, για την ίδια τη χώρα η πιο σημαντική μεταβλητή είναι το «πραγματικό» έλλειμμα.

Αν συγκρίνουμε τους δύο υπολογισμούς για το έλλειμμα, θα διαπιστώσουμε πως δεν είναι ίδιο τις περισσότερες χρονιές. Σε ορισμένες περιπτώσεις η διαφορά οφείλεται σε προφανείς λόγους. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει όταν γίνεται αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Τότε μειώνεται το επίπεδο του δημοσίου χρέους, αλλά αυτό το ποσό δεν αποτυπώνεται στο αναφερθέν έλλειμμα διότι η Ελλάδα ούτε αύξησε τα έσοδά της ούτε μείωσε τις δαπάνες της, ώστε να αποπληρώσει αυτό το χρέος. Η μείωση προέκυψε μέσω μιας ανανταπόδοτης μεταφοράς από τον υπόλοιπο κόσμο προς την Ελλάδα. Ηταν ένα δώρο ή ένα είδος επιδότησης, το οποίο δεν χρειάζεται να αποπληρώσει η Ελλάδα.

Υπήρξε τεραστίου ύψους αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012 (το αποκαλούμενο PSI) και αυτό αποτυπώνεται σαφώς στα στοιχεία, διότι το επίπεδο του χρέους μειώθηκε ξαφνικά κατά ένα πολύ μεγάλο ποσό χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο αναφερθέν δημοσιονομικό «πλεόνασμα». Αλλος λόγος για τον οποίο μπορεί να μειωθεί το επίπεδο του χρέους χωρίς να υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι πως η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνει από τους εταίρους στην Ευρωζώνη φθηνότερα νέα δάνεια, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή ακριβότερων παλαιότερων δανείων. Το κέρδος από μια τέτοια συναλλαγή ισοδυναμεί, επίσης, με μια μορφή αναδιάρθρωσης χρέους, ή επιδότησης, την οποία η Ελλάδα δεν πρέπει να αποπληρώσει, συνεπώς είναι μία ακόμη μορφή ανανταπόδοτης μεταφοράς από τον υπόλοιπο κόσμο προς την Ελλάδα. Μια τρίτη πιθανότητα κατά την οποία μειώνεται το χρέος χωρίς να αυξηθεί το πλεόνασμα είναι η πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων και η χρήση των εσόδων για την αποπληρωμή του χρέους.

Αυτή είναι πράξη ισολογισμού (ταυτόχρονη μείωση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων) που δεν καταγράφεται στο αναφερθέν έλλειμμα. Ορισμένες φορές το χρέος αυξάνεται χωρίς να υπάρχει αναφερθέν έλλειμμα. Ενα παράδειγμα είναι όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να στηρίξει τις τράπεζες, όπως το 2012 κατά τη διάρκεια του PSI, ή όταν η κυβέρνηση αγοράζει μετοχές μιας εταιρείας – τότε το χρέος αυξάνεται χωρίς να αυξάνεται αντίστοιχα το αναφερθέν έλλειμμα. Τέλος, η αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης ή η ενίσχυση των αποθεματικών της κυβέρνησης ενδέχεται να απαιτούν τη δημιουργία νέου χρέους, αλλά και αυτές οι επιχειρήσεις επίσης δεν αποτυπώνονται στο αναφερθέν έλλειμμα. Το συμπέρασμα είναι πως υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους το επίπεδο του χρέους μπορεί να μην αυξάνεται ή μειώνεται στον ίδιο βαθμό με το «αναφερθέν» έλλειμμα. Αυτό το χαρακτηριστικό αποκαλείται ορισμένες φορές «απόκλιση αποθεμάτων-ροών», ενώ και οι δύο τρόποι για τον υπολογισμό του ελλείμματος έχουν τα θετικά τους στοιχεία. Το δύσκολο είναι να εξηγήσει κανείς αυτή την απόκλιση.

Η ΕΛΣΤΑΤ δημοσιεύει πίνακες, στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (EDP), ώστε να εξηγήσει την απόκλιση αποθεμάτων-ροών. Σε αυτούς τους πίνακες φαίνεται πως υπήρξαν την περίοδο 2012-2015 μια σειρά από ασυνήθιστες επιχειρήσεις, όπως το PSI το 2012, που προκάλεσαν μεγάλη απόκλιση στο αναφερθέν έλλειμμα αλλά και στο «πραγματικό» έλλειμμα. Βέβαια, σε αυτά τα χρόνια είχε φθάσει η κρίση στο αποκορύφωμά της και οι εταίροι της Ευρωζώνης ήταν πολύ ενεργοί στην προσπάθεια να βοηθήσουν την Ελλάδα μέσω ασυνήθιστων επιχειρήσεων. Ετσι, περιλαμβάνω στη δεύτερη στήλη του πίνακα 1 όλες τις επιχειρήσεις για την προσαρμογή του χρέους. Πρέπει να τονίσω πως αυτοβούλως προχώρησα σε αυτές τις προσαρμογές ώστε να απομακρύνω από τα στοιχεία για την απόκλιση αποθεμάτων – ροών ορισμένες ακραίες τιμές στη διάρκεια αυτών των ετών. Η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει πιο ακριβή στοιχεία και θα μπορούσε να περιορίσει αυτή την απόκλιση. Αν εξαιρέσουμε τις καταστάσεις στην περίοδο της κρίσης, θα περίμενε κανείς πως η απόκλιση αποθεμάτων – ροών θα κυμαίνεται γύρω από το μηδέν, κάποιες χρονιές πάνω και άλλες κάτω από το μηδέν, αλλά όχι σημαντική απόκλιση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Εχοντας αποκλείσει τα χρόνια της κρίσης από τα στοιχεία για την απόκλιση των αποθεμάτων – ροών μπορούμε να διαπιστώσουμε αν οι δύο τρόποι υπολογισμού του ελλείμματος δίνουν, μακροπρόθεσμα, το ίδιο αποτέλεσμα: αν προσθέσουμε τα «προσαρμοσμένα ελλείμματα» εξηγείται η μεταβολή του χρέους; Η απάντηση βρίσκεται στην προτελευταία στήλη του πίνακα 1, όπου παρουσιάζονται οι εναπομείνασες αποκλίσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως τα έτη 2012-2015 η απόκλιση έχει μηδενιστεί, αποδεχόμενοι πως αυτά τα έτη ήταν ασυνήθιστα. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία η Ελλάδα εξακολουθεί να δημιουργεί περισσότερο χρέος από αυτό που αναφέρεται στο δημοσιονομικό έλλειμμα, ακόμη και από το προσαρμοσμένο έλλειμμα όπου προσπαθήσαμε να περιλάβουμε την απόκλιση αποθεμάτων – ροών. Κανονικά, μακροπρόθεσμα δεν πρέπει να υπάρχει απόκλιση στο χρέος σε σύγκριση με τα αναφερθέντα ελλείμματα, αλλά εδώ βρίσκουμε πως φαίνεται να υπάρχουν ορισμένες επιχειρήσεις στον δημόσιο τομέα που δεν περιλαμβάνονται στους υπολογισμούς για το έλλειμμα. Με την πάροδο του χρόνου οδηγεί αυτό σε παραπλανητικά μηνύματα (υπερβολικά αισιόδοξα) για τη δημοσιονομική απόδοση.

Οπως φαίνεται στη στήλη για την απόκλιση αποθεμάτων – ροών, την περίοδο 1995-2017 το χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε (απέκλινε) κατά περισσότερο από 19% του ΑΕΠ απ’ όσο υποδηλώνει το αναφερθέν έλλειμμα. Η απόκλιση αντιστοιχεί σε σχεδόν 1% του ΑΕΠ τον χρόνο κατά μέσον όρο. Πρόκειται για μεγάλη απόκλιση, δεδομένου πως στο προηγούμενο σημείωμα είχαμε συμπεράνει πως το «πραγματικό» έλλειμμα πρέπει να διατηρείται κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ ώστε να μειωθεί, μακροπρόθεσμα, το χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Ενα λάθος στον υπολογισμό της τάξης του 1% του ΑΕΠ τον χρόνο σε σύγκριση με το όριο «πραγματικού» ελλείμματος 1,5% του ΑΕΠ τον χρόνο είναι μεγάλο και τραβάει την προσοχή***.

Για παράδειγμα, αν εξετάσουμε τα δύο τελευταία έτη, 2016-2017, η ελληνική κυβέρνηση αναφέρει πλεόνασμα ύψους 0,6% και 0,8% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Ωστόσο, το χρέος αυξήθηκε και τα δύο έτη. Αν υπολογιστεί το «πραγματικό» έλλειμμα μέσω του επιπέδου του χρέους, τότε θα καταγραφόταν στο δημοσιονομικό ισοζύγιο ως (αναφερθέν) έλλειμμα ύψους 1,9% και 1,3% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Το όριο του 1,5% του ΑΕΠ στο οποίο αναφερθήκαμε στο προηγούμενο σημείωμα προς συζήτηση, αναφέρεται στο «πραγματικό» έλλειμμα που υπολογίζεται συγκρίνοντας το επίπεδο του χρέους. Συνεπώς, είχαμε το 2016 υπέρβαση του ορίου και η δημοσιονομική πολιτική ήταν υπερβολικά χαλαρή, ασχέτως του αναφερθέντος πλεονάσματος. Το 2017 μόλις που δεν παραβιάστηκε το όριο, αν και η ελληνική οικονομία είχε ευνοηθεί από καλύτερο οικονομικό κύκλο και το πολύ υποστηρικτικό εξωτερικό περιβάλλον. Το χρέος δεν πρέπει να αυξάνεται αν έχει κανείς πλεόνασμα.

Εν κατακλείδι:

• Στο παρόν σημείωμα εξετάσαμε προβλήματα υπολογισμού κατά την ανάλυση του χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο συχνά δεν αποτυπώνει πλήρως τη μεταβολή του χρέους. Πέρα από τις επιχειρήσεις διαχείρισης του χρέους και τις μεταβολές στις καταθέσεις που ενδέχεται να εξηγούν την απόκλιση των αποθεμάτων – ροών, υπάρχουν δημοσιονομικές επιχειρήσεις που λείπουν από το αναφερθέν έλλειμμα; Σύμφωνα με προκαταρκτικούς υπολογισμούς, υποδηλώνεται πως υπάρχουν τέτοιες επιχειρήσεις διότι αποκλίνει το χρέος και συνεπώς το αναφερθέν δημοσιονομικό ισοζύγιο συχνά δεν είναι το πραγματικό.

• Οταν θα κάνουμε προβολές για το χρέος, πρέπει να περιλάβουμε μια απόκλιση 1% του ΑΕΠ τον χρόνο για «μη αναφερθείσες» δημοσιονομικές επιχειρήσεις που οδηγούν σε συσσώρευση χρέους, ώστε να διασφαλίσουμε πως αποτυπώνουμε το «πραγματικό» έλλειμμα που προκύπτει υπολογίζοντας τη διαφορά μεταξύ του χρέους;

• Στο επόμενο σημείωμα, θα εξετάσουμε ποιες άλλες αιτίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μελλοντική αύξηση του χρέους, πέρα από τις μη αναφερθείσες δημοσιονομικές δραστηριότητες. Δύο αιτίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του χρέους είναι η εξομάλυνση των επιτοκίων δανεισμού και η γήρανση του πληθυσμού.

* Ο αρθρογράφος είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος.

** Δεν εννοώ πως το αναφερθέν έλλειμμα δεν είναι πραγματικό, διότι ο υπολογισμός του γίνεται σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Ωστόσο, δεν είναι τόσο ακριβές αν δεν περιλαμβάνει άλλες δημοσιονομικές επιχειρήσεις που οδηγούν σε αύξηση του χρέους υψηλότερη απ’ αυτήν που προκύπτει στο αναφερθέν έλλειμμα. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιώ εισαγωγικά όταν αναφέρομαι στο «πραγματικό» έλλειμμα.

*** Εξέτασα προσεκτικά τους πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που εξηγούν την απόκλιση αποθεμάτων – ροών για την περίοδο 2007-2017, αλλά αυτό δεν οδήγησε σε αλλαγή του συμπεράσματος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή