Από τον στιγματισμό στη λήθη και στον θάνατο

Από τον στιγματισμό στη λήθη και στον θάνατο

6' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Κινούνταν με δυσκολία στα στενά του κέντρου της Αθήνας, φορώντας ένα φουσκωτό μπουφάν που τόνιζε την προχωρημένη της εγκυμοσύνη. Διήνυε τον όγδοο μήνα και δεν είχε σταθερή στέγη. Κοιμόταν σε φτηνά ξενοδοχεία περιμετρικά της οδού Σωκράτους. Εκείνη την ημέρα, στις 25 Ιανουαρίου 2014, είχε συμπληρώσει επτά ώρες από την τελευταία της δόση.

«Είμαι χαρμάνα. Πονάω. Πονάνε τα κόκαλα, το μωρό κλωτσάει», είπε. Είχε φτάσει στον τέταρτο μήνα όταν κατάλαβε ότι είναι έγκυος. Στην κοιλιά της είχε κάνει τατουάζ το όνομα ενός φίλου της που πέθανε από χρήση ναρκωτικών. «Θέλω αυτό το παιδί, γιατί είναι ο μοναδικός σκοπός που έχω στη ζωή μου και θα με κάνει να ξεφύγω από τα ναρκωτικά», είπε.

Αυτή ήταν και η τελευταία μας επικοινωνία. Μέσα στους επόμενους μήνες ο αριθμός του κινητού της τηλεφώνου έπαψε να ισχύει. Σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τι της έχει συμβεί. Δύο χρόνια νωρίτερα, τον Μάιο του 2012, η φωτογραφία και η ασθένειά της είχαν εκτεθεί στο πανελλήνιο και η ίδια είχε οδηγηθεί αδίκως στη φυλακή μαζί με δεκάδες άλλες οροθετικές γυναίκες.

Την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι πέθανε ακόμη μία από τις γυναίκες που είχαν προφυλακιστεί εκείνο το διάστημα μαζί της. Τα ακριβή αίτια θανάτου δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Ωστόσο, πρόσφατα μέλη ομάδας μη κυβερνητικής οργάνωσης την αναζητούσαν επί δύο ημέρες σε πιάτσα ναρκωτικών της Αθήνας, έχοντας πληροφορίες από χρήστες ότι η γυναίκα βρισκόταν σε ευάλωτη θέση.

Μιλώντας με γιατρούς, δικηγόρους, στελέχη μη κυβερνητικών οργανώσεων και εργαζόμενους σε κέντρα απεξάρτησης η «Κ» εξετάζει τι απέγιναν οι 26 γυναίκες που είχαν συλληφθεί πριν από τις εκλογές του 2012 για λόγους «δημόσιας υγείας», βάσει διάταξης του τότε υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου. Ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις ανεβάζοντας τον αριθμό των γυναικών σε πάνω από 30. Πολλές έχουν εξαφανιστεί ή συνεχίζουν τη χρήση, τουλάχιστον δύο κατάφεραν να απεξαρτηθούν, με τη μία να βρίσκει σταθερή εργασία και (όπως επιβεβαιώνουν δικηγόροι και μέλη ΜΚΟ) πέντε έχουν πεθάνει.

Πριν από δύο μήνες γέννησε μία από τις γυναίκες. Το παιδί είναι καλά στην υγεία του, η μητέρα όμως λίγες ημέρες μετά τη γέννα επέστρεψε μόνη της στον δρόμο όπου ζει. Μέλη οργάνωσης που ασχολείται με θέματα HIV τη φρόντιζαν ανά βάρδιες στο νοσοκομείο καθώς δεν υπήρχε κάποιο συγγενικό πρόσωπο για να την επισκεφτεί.

Οκτώ γυναίκες αθωώθηκαν αμετάκλητα τόσο για το αδίκημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, όσο και της πορνείας. Δεν προέκυπτε από κανένα στοιχείο ότι εκδίδονταν ή ότι γνώριζαν ότι είναι οροθετικές ή ότι εν γνώσει τους μετέδιδαν τον ιό του HIV. Δύο γυναίκες αποζημιώθηκαν με 10 ευρώ για κάθε ημέρα που κρατήθηκαν άδικα στη φυλακή. Μια ένατη κατηγορούμενη καταδικάστηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό για το αδίκημα της απόπειρας βαριάς σωματικής βλάβης. Κατά της απόφασης του Εφετείου ασκήθηκε από τους δικηγόρους της αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου η οποία έγινε δεκτή και η υπόθεση παραπέμφθηκε ξανά στο Εφετείο. Στα τέλη του μήνα δικάζεται έπειτα από αναβολές στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών η υπόθεση άλλων 11 οροθετικών γυναικών, εκ των οποίων οι τρεις απεβίωσαν.


«Δεν έγινε προσπάθεια από το κράτος για να υποστηριχθούν έπειτα αυτές οι γυναίκες»

– Χρύσα Μπότση, γιατρός


Στα τέσσερα έτη που μεσολάβησαν από τις συλλήψεις τους δεν υπήρξε από την Πολιτεία σχέδιο υποστήριξής τους. Μόνο εθελοντές και οργανώσεις προσπαθούσαν να βρουν λύσεις. Βοήθησαν οκτώ γυναίκες να εκδώσουν ταυτότητες και μεσολάβησαν για να συνδεθεί ξανά το σπίτι μιας γυναίκας με τη ΔΕΗ. Μετά την αποφυλάκισή της μία ομογενής οροθετική που στερούνταν εγγράφων κρατήθηκε επί μήνες στη Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής. Υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο και τελικά σύμφωνα με δικηγόρους που την είχαν συνδράμει έλαβε άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

«Δεν έγινε προσπάθεια από το κράτος για να υποστηριχθούν έπειτα αυτές οι γυναίκες. Η πολιτεία ασχολήθηκε μόνο με το κυνηγητό», λέει στην «Κ» η γιατρός Χρύσα Μπότση, η οποία ως μέλος της «Πρωτοβουλίας αλληλεγγύης στις διωκόμενες οροθετικές» παρακολουθούσε από κοντά κάποιες γυναίκες.

Η περίπτωση της «Μίνι»

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αδράνειας των ελληνικών αρχών ήταν αυτή της «Μίνι», ενός κοριτσιού από τη Βουλγαρία που είχε συλληφθεί το 2012. Η ίδια είχε δηλώσει ενήλικη, όμως πιστοποιητικό γέννησης που έστειλε αργότερα η μητέρα της από τη Βουλγαρία έδειχνε ότι η «Μίνι» ήταν κάτω των 18 ετών.

Η κ. Μπότση απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές της Βουλγαρίας και ξεκίνησε η αναζήτηση ξενώνα για θύματα trafficking. Προτού ολοκληρωθεί όμως η διαδικασία χάθηκαν τα ίχνη του κοριτσιού. «Μάθαμε ότι κάποια περίοδο βρέθηκε στην Κρήτη», λέει η κ. Μπότση, ώσπου τη φώναξαν έπειτα από λίγο καιρό στο Λαϊκό Νοσοκομείο για αναγνώριση σορού.

Προσπάθειες απεξάρτησης

Πριν από τα γεγονότα του 2012 κάποιες από τις γυναίκες δέχονταν βοήθεια στις πιάτσες των ναρκωτικών από το πρόγραμμα ΚΕΘΕΑ Εξέλιξις. «Τις υποστηρίζαμε με τη συχνότητα που αυτές όριζαν, δίνοντας σύνεργα για ασφαλή χρήση, με παραπομπές σε νοσοκομεία ή στην εξασφάλιση φαγητού», αναφέρει ο υπεύθυνος του προγράμματος Μιχάλης Μυλωνάς. Αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν κατά την κράτησή τους στον Κορυδαλλό μέσω του προγράμματος απεξάρτησης ΚΕΘΕΑ Εν Δράσει. «Κουβεντιάσαμε μαζί τους και όσες ήθελαν, χωρίς την υποχρέωση να κάνουν απεξάρτηση, μπορούσαν να έρθουν στην κοινότητα που έχουμε στη φυλακή για να ζήσουν λίγο πιο ανθρώπινα», λέει ο Γιάννης Τέντης, υπεύθυνος του προγράμματος στις φυλακές Κορυδαλλού. «Είπαμε ότι μπορούμε να τις δεχτούμε απευθείας στα προγράμματα με την αποφυλάκισή τους γιατί είναι θέμα ζωής και θανάτου», επισημαίνει ο τότε διευθυντής του ΚΕΘΕΑ Χαράλαμπος Πουλόπουλος.

Τουλάχιστον δύο γυναίκες εντάχθηκαν σε πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ με την αποφυλάκισή τους, ενώ τρίτη ολοκλήρωσε άλλο, κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης και έμεινε για ένα διάστημα σε ξενώνα επανένταξης. Οπως εξηγεί, πάντως, η κ. Μπότση αρκετές οροθετικές ήταν ήδη σε «δραματική κατάσταση». Ηταν δύσκολο να απεμπλακούν από τη χρήση, ενώ η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους και ο στιγματισμός δυσχέραινε την όποια προσπάθεια.

Μία από αυτές τις φωτογραφίες συνοδευόταν και από λάθος στοιχεία ταυτότητας καθώς η προσαχθείσα είχε αρχικώς δηλώσει στην ΕΛ.ΑΣ. το ονοματεπώνυμο της αδερφής της. Οπως λένε οι δικηγόροι που συνδράμουν νομικά τις οροθετικές, παρά το γεγονός ότι η γυναίκα ξεκαθάρισε άμεσα τι είχε συμβεί και η αδερφή της μετέβη στη ΓΑΔΑ την ημέρα της σύλληψης για να αποκαταστήσει την αλήθεια, η δίωξη ασκήθηκε αρχικώς σε βάρος του λάθος ατόμου.

Οι φωτογραφίες δεν αποσύρθηκαν

Οι φωτογραφίες δεν έχουν εξαφανιστεί μέχρι σήμερα από το Ιντερνετ. Οπως λένε οι δικηγόροι, Ελένη Σπαθανά και Χαρά Παπαγεωργίου, οι οποίες εκπροσωπούν εθελοντικά την πλειονότητα των οροθετικών γυναικών στο πλαίσιο της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα των Προσφύγων και των Μεταναστών, οι αιτήσεις τους για ανάκληση της διάταξης δημοσιοποίησης των στοιχείων δεν έχουν γίνει δεκτές από τις εισαγγελικές αρχές.

Οι δικηγόροι ξεκαθαρίζουν ότι ποτέ δεν παρουσιάστηκε κάποιος μάρτυρας ή υποψήφιος πελάτης που να αποδεικνύει ότι αυτές οι γυναίκες εκδίδονταν, ενώ δεν τηρήθηκαν βασικοί κανόνες (προηγούμενης και πλήρους ενημέρωσης, ελεύθερης συναίνεσης και μετέπειτα ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης) τόσο κατά τον έλεγχο των γυναικών για HIV όσο και μετά, κατά την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Οι μηνύσεις που κατέθεσαν κάποιες εκ των οροθετικών και οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο του HIV στην Ελλάδα κατά αστυνομικών και γιατρών του ΚΕΕΛΠΝΟ μπήκαν από την εισαγγελία στο αρχείο. Προσφυγές έχουν κατατεθεί και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.


«Παραμένει ντροπή για τη χώρα αυτό που συνέβη»

– Χαράλαμπος Πουλόπουλος, πρώην διευθυντής ΚΕΘΕΑ


Η διάταξη του κ. Λοβέρδου καταργήθηκε από την μετέπειτα υφυπουργό Υγείας Φωτεινή Σκοπούλη, επανεργοποιήθηκε επί υπουργίας Αδωνι Γεωργιάδη και καταργήθηκε ξανά από τον τέως υπουργό Υγείας Παναγιώτη Κουρουμπλή.

«Παραμένει ντροπή για τη χώρα αυτό που συνέβη», λέει ο κ. Πουλόπουλος. «Δεν προσέφερε τίποτα σε επίπεδο πρόληψης και έγκαιρης επέμβασης». Εκείνη την περίοδο η κ. Μπότση θυμάται ότι ασθενείς που επισκέπτονταν τη Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων του νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός» ανησυχούσαν μήπως δημοσιοποιηθούν για κάποιο λόγο και τα δικά τους στοιχεία. Τέσσερα έτη μετά τον στιγματισμό των γυναικών η κ. Μπότση παρατηρεί ότι ελάχιστα έχουν διορθωθεί. Σήμερα δέχεται στο νοσοκομείο μια 25χρονη άστεγη οροθετική, εξαρτημένη από τα ναρκωτικά.

«Πώς ζητάμε να είναι συνεπής στη θεραπεία όταν κοιμάται στον δρόμο;», λέει η γιατρός. «Τι άλλαξε από τότε; Είναι ένα παιδί που ζει το ίδιο θρίλερ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή