Η επίσκεψη του Νικίτα Χρουστσόφ στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, συνολικής διάρκειας 13 ημερών (από τις 15 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1959), υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ήταν η πρώτη επίσκεψη Σοβιετικού ηγέτη στις ΗΠΑ, κάνοντας έτσι τον Νικίτα Χρουστσόφ, τότε γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, τον πρώτο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης που πάτησε το πόδι του στο δυτικό ημισφαίριο.
Νωρίτερα μέσα στην ίδια χρονιά, ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είχε επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση, παρακολουθώντας μια ξενάγηση στην Αμερικανική Εθνική Έκθεση στη Μόσχα. Μαζί με τον Χρουστσόφ είχε ακόμη συμμετάσχει σε ντιμπέϊτ (αργότερα γνωστό και ως «Kitchen Debate»), στο οποίο τόσο ο Νίξον όσο και ο Χρουστσόφ υπερασπίστηκαν το οικονομικό σύστημα της χώρας τους.
Στις αρχές Αυγούστου, ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ότι ο Χρουστσόφ είχε προσκληθεί να επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε τον επόμενο μήνα. Κατά τη διάρκειά της, ο Χρουστσόφ επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον, τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια, την Αϊόβα, την Πενσυλβάνια και το Καμπ Ντέιβιντ, την προεδρική κατοικία στο Μέριλαντ.
Στο πρωτοσέλιδό της, η «Καθημερινή» της 16ης Σεπτεμβρίου 1959 αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η γενομένη προς αυτόν υποδοχή υπήρξε θερμή εκ μέρους των επισήμων με επί κεφαλής τον πρόεδρον Αϊζενχάουερ, έλλειψεν όμως το στοιχείον του λαϊκού ενθουσιασμού τόσον κατά την άφιξίν του εις το αεροδρόμιον, όσον και κατά την διαδρομήν προς τον Λευκόν Οίκον και προς την Μπλαιρ-Χάουζ, όπου κατέλυσεν. Αντιδράσεις αποδοκιμασίας όμως δεν εσημειώθησαν». Πιο συγκεκριμένα, τονίζεται ότι, «εξαιρέσει των χειροκροτημάτων εκ μέρους των ενταύθα Σοβιετικών διπλωματών, οι οποίοι είχον παραταχθή εις τον διάδρομον του αεροδρομίου προς υποδοχήν του κ. Κρουστσέφ, ούτος εγένετο δεκτός εν μέσω σιγής εκ μέρους των αρκετών χιλιάδων Αμερικανών, οι οποίοι είχον συγκεντρωθή έξω του χώρου του αεροδρομίου. Ούτοι εις ουδεμίαν φιλικήν εκδήλωσιν προέβησαν υπέρ του Σοβιετικού ηγέτου».
Ωστόσο, το κλίμα ανάμεσα στους δύο ηγέτες φάνηκε να κυριαρχείται από συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Αμερικανός πρόεδρος στην προσφώνησή του, ήλπιζε ότι θα αντάλλασσαν απόψεις με ειλικρίνεια για μια σειρά θέματα. Αυτό ήταν για τον Αϊζενχάουερ μεγάλης σημασίας, καθώς θα έδινε τη δυνατότητα να συμβάλει «εις μίαν καλυτέραν κατανόησιν των εκκρεμούντων προβλημάτων, εκ μέρους αμφοτέρων των πλευρών. Κατά την ενταύθα παραμονήν σας θα έχετε την ευκαιρίαν να ίδετε την χώραν μας, να γνωρίσετε τους θεσμούς και τα έθιμά μας και να πλησιάσετε τον λαόν μας. Θα έχετε τη δυνατότητα να έλθετε εις επικοινωνίαν με πρόσωπα ή οργανώσεις που αντιπροσωπεύουν όλας τας τάξεις μας. […] Ελπίζω ειλικρινώς ότι πεισθήτε περί των αληθειών αυτών εν σχέσει με τον λαόν μας, θα καταστή δυνατός ο καθορισμός μιας καλυτέρας βάσεως, επί της οποίας θα δυνηθώμεν να μελετήσωμεν από κοινού τα προβλήματα, τα οποία μας χωρίζουν».
Από την πλευρά του, ο Σοβιετικός ηγέτης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «ο πόλεμος δεν υπόσχεται τίποτε το καλόν εις κανένα, η ειρήνη είναι ωφέλιμη εις όλους τους λαούς». Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε «με ανοικτήν την καρδίαν και με καλάς προθέσεις», καθώς «ο σοβιετικός λαός επιθυμεί να ζη εν ειρήνη και φιλία με τον αμερικανικόν».
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», υπολογίζεται ότι πάνω από 2.000 δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν στενά την ιστορική αυτή επίσκεψη, ενώ τα σχόλια και του σοβιετικού τύπου ήταν θετικά, με τους ανταποκριτές της «Τρουντ» να αναφέρουν ότι «ο μακαρθισμός δεν κατώρθωσε να φονεύση τας συμπαθείας και τον σεβασμόν τον οποίον η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών τρέφουν προς τον ρωσικόν λαόν».
Σίγουρα η συνάντηση αυτή άνοιξε άμεσα τον δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές της ψυχροπολεμικής εποχής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα προβλήματα θα επιλύονταν άμεσα, όπως μαρτυρούν και οι κρίσεις στις διμερείς σχέσεις που ακολούθησαν.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης