Ήταν Δευτέρα, 26 Σεπτεμβρίου του 1960. Οι προεκλογικές εκστρατείες για τις προεδρικές εκλογές είχαν ξεκινήσει από τον Ιανουάριο. Οι δύο υποψήφιοι δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί: από τη μία, o 43χρονος γερουσιαστής των Δημοκρατικών Τζον Φ. Κένεντι, που διέθετε λιγοστή πολιτική πείρα, και από την άλλη, ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αϊζενχάουερ, Ρίτσαρντ Νίξον. Αν και μόνο 4 χρόνια μεγαλύτερος του Κένεντι, ο Νίξον είχε δημιουργήσει μια αυστηρή, μαχητική εικόνα και είχε αποδείξει τις πολιτικές του ικανότητες στον αμερικανικό λαό. Στην οκτάχρονη θητεία του ως αντιπρόεδρος, είχε αντικαταστήσει επιτυχώς τον Άικ όταν νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο λόγω εμφράγματος, ενώ είχε καταφέρει να επιβληθεί του Σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ στο περίφημο «Ντιμπέιτ της κουζίνας» (Kitchen Debate) στα εγκαίνια της Αμερικανικής Εθνικής Έκθεσης στη Μόσχα το 1959.
Ωστόσο, εκείνη τη Δευτέρα, επιφυλασσόταν κάτι πρωτόγνωρο για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους: για πρώτη φορά στην ιστορία οι δύο υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου των ΗΠΑ θα εξέφραζαν τις θέσεις τους και θα αντάλλαζαν απόψεις ενώπιον ενός συντονιστή και ενός πάνελ δημοσιογράφων, στο πλαίσιο ενός αυστηρά δομημένου ντιμπέιτ που θα μεταδιδόταν σε ζωντανή σύνδεση στους τηλεοπτικούς δέκτες τους. Το 1960, το 88% των αμερικανικών νοικοκυριών διέθετε τηλεόραση. Στις 21:30, πάνω από 70 εκατομμύρια άνθρωποι συντονίστηκαν για να παρακολουθήσουν την τηλεμαχία που γυρίστηκε στα στούντιο του WBBM-TV στο Σικάγο, για λογαριασμό του CBS. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για τα 2/3 του εκλογικού σώματος.
Οι ερωτήσεις για το πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ θα αφορούσαν εσωτερικά ζητήματα της Αμερικής και όχι εξωτερικής πολιτικής. Είχε συμφωνηθεί ότι οι Νίξον και Κένεντι θα είχαν στη διάθεσή τους από 8 λεπτά ο καθένας για να κάνουν τις εισαγωγικές παρατηρήσεις τους. Οι απαντήσεις τους στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων δεν θα έπρεπε να ξεπερνούν τα δυόμισι λεπτά, ενώ είχαν την επιλογή να αντικρούσουν τα επιχειρήματα του αντιπάλου τους, αν το επιθυμούσαν. Το ντιμπέιτ θα έκλεινε με τρίλεπτες συμπερασματικές δηλώσεις από τον καθένα.
Την ημέρα της τηλεμαχίας, ο Τζον Φ. Κένεντι έφτασε 4 ώρες νωρίτερα στο στούντιο προκειμένου να προετοιμαστεί. Υπάλληλοι της καμπάνιας του εξέτασαν τα φώτα, το φόντο, ακόμα και τη θερμοκρασία του δωματίου για να σιγουρευτούν ότι θα προετοίμαζαν καταλλήλως τον υποψήφιό τους. Τις εβδομάδες πριν το ντιμπέιτ, ο Κένεντι και το επιτελείο του προετοιμάζονταν πυρετωδώς: διοργάνωναν ακόμα και προσομοιώσεις ντιμπέιτ με διάφορους αντιπάλους, ώστε να εξασκήσει τις ικανότητές του. Ο νέος γερουσιαστής εμφανίστηκε στο στούντιο μαυρισμένος από τα ταξίδια που έκανε κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του, ξεκούραστος και χαμογελαστός.
Αντίθετα, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για τον Ρίτσαρντ Νίξον. Μερικές εβδομάδες πριν το ντιμπέιτ, είχε τραυματιστεί στο γόνατο και στη συνέχεια προσβλήθηκε από μια λοίμωξη για την οποία αναγκάστηκε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο. Έχοντας χάσει αρκετά κιλά και εμφανώς καταβεβλημένος, ο Νίξον παρουσιάστηκε για το γύρισμα έχοντας στους ώμους του τη συσσωρευμένη κούραση της προεκλογικής του εκστρατείας, η οποία είχε γίνει ακόμη πιο εντατική προκειμένου να κερδηθεί ο χρόνος που είχε χαθεί όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο. Μάλιστα, την ώρα που έβγαινε από το αυτοκίνητο έξω από το στούντιο τραυμάτισε ξανά το γόνατό του, με αποτέλεσμα να υπομένει δυνατούς πόνους καθ’ όλη τη διάρκεια του ντιμπέιτ, το οποίο αρνήθηκε να ακυρώσει.
Λίγο πριν την έναρξη, το προσωπικό του τηλεοπτικού σταθμού προσφέρθηκε να μακιγιάρει τους ομιλητές. Ο Κένεντι αρνήθηκε και στο άκουσμα αυτού, το ίδιο έπραξε και ο Νίξον. Στην πραγματικότητα όμως, το επιτελείο του Κένεντι επιμελήθηκε το τηλεοπτικό μακιγιάζ του λίγο πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Έτσι, ο Ρίτσαρντ Νίξον, εμφανώς καταπονημένος, φαινόταν ακόμη πιο χλωμός σε σύγκριση με τον ηλιοκαμένο Κένεντι, ενώ το ανοιχτόχρωμο γκρι κοστούμι του «χανόταν» στο φόντο του στούντιο. Στους ασπρόμαυρους δέκτες των εκατομμυρίων τηλεθεατών, το μαύρο κοστούμι του Κένεντι ξεχώριζε και έστρεφε τα βλέμματα όλων πάνω του.
Παρά το γεγονός ότι ο Νίξον είχε απευθύνει ένα από τα πιο επιτυχημένα και εντυπωσιακά τηλεοπτικά διαγγέλματα προς τον αμερικανικό λαό το 1952, όταν μέσα σε τριάντα λεπτά υπερασπίστηκε τον εαυτό του απέναντι σε κατηγορίες ότι είχε λάβει παράνομες χρηματοδοτήσεις για την καμπάνια του, κατηγορίες που ήταν πολύ κοντά στο να του κοστίσουν τη θέση του αντιπροέδρου στον συνδυασμό του υποψήφιου προέδρου Αϊζενχάουερ (μιλώντας σχεδόν με δάκρυα στα μάτια, ο Νίξον συγκίνησε τους 60 εκατ. τηλεθεατές –το μεγαλύτερο κοινό τηλεοπτικού διαγγέλματος μέχρι τότε– αναφέροντας το μόνο δώρο από υποστηρικτή του που δέχθηκε και δεν ήταν διατεθειμένος να επιστρέψει: ένα κόκερ σπάνιελ που η εξάχρονη κόρη του ονόμασε Τσέκερς), αυτή τη φορά δεν κατάφερε περίπτωση να γοητεύσει τα πλήθη.
Από τη μία, τα δυνατά φώτα του στούντιο τον έκαναν να ιδρώνει και εμφανιζόταν συνεχώς να σκουπίζει τον ιδρώτα του, ενώ το αξύριστο και ωχρό πρόσωπό του τον έκανε να φαίνεται αδύναμος. Μάλιστα, πολλές φορές όταν μιλούσε ο Κένεντι, ο Νίξον φαινόταν στο περιθώριο να κάνει γκριμάτσες πόνου, που εξηγούνταν πιθανότατα από το τραυματισμένο του γόνατο. Από την άλλη, έχοντας ακολουθήσει τις συμβουλές του επιτελείου του, προσπάθησε να παρουσιάσει μια πιο προσιτή και λιγότερο επιθετική εικόνα, φτάνοντας πολλές φορές να συμφωνεί με τον Κένεντι.
Από τη μεριά του, ο Τζον Κένεντι επέδειξε τρομερή άνεση, σε σημείο που πολλοί σχολίασαν ότι φαινόταν πιο άνετος και από τον συντονιστή. Ακολουθώντας τις συμβουλές του αδερφού του, Ρόμπερτ, ο Κένεντι υιοθέτησε μια πιο επιθετική στάση, κοιτώντας ευθεία στον φακό της κάμερας (σε αντίθεση με τον Νίξον που κοιτούσε τους δημοσιογράφους και το ρολόι του στούντιο) και ξεκινώντας τις δηλώσεις του με μια σφοδρή κριτική της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Αϊζενχάουερ – παρότι η εξωτερική πολιτική δεν συγκαταλεγόταν στα θέματα του ντιμπέιτ.
Εντέλει, η εικόνα των αποτελεσμάτων του ντιμπέιτ δεν ήταν κατευθείαν ξεκάθαρη. Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος στον συνδυασμό του Κένεντι, Λίντον Τζόνσον, ακούγοντας το ντιμπέιτ στο ραδιόφωνο πίστευε ότι ο Κένεντι ηττήθηκε από τον Νίξον. Ωστόσο, όσοι παρακολούθησαν το ντιμπέιτ στην τηλεόραση, θεωρούσαν ότι ο Κένεντι είχε διαπρέψει. Μέχρι τότε, ο Νίξον προηγείτο κατά 6 μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Μετά τη λήξη της τηλεμαχίας, ο νεαρός γερουσιαστής που ήταν περισσότερο γνωστός για το βραβείο Πούλιτζερ που απέσπασε για μια συλλογή βιογραφιών ιστορικών προσώπων, είχε αποκτήσει προβάδισμα.
Ακολούθησαν άλλα τρία ντιμπέιτ, τα οποία θεωρείται ότι κέρδισε ο Νίξον (εκτός από το τελευταίο που θεωρήθηκε ισοπαλία). Μπορεί στη συνέχεια ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος να εμφανιζόταν ξεκούραστος και συγκεντρωμένος, αλλά στο πρώτο ντιμπέιτ ο Κένεντι κατάφερε κάτι που θα τον οδηγούσε τελικά στην προεδρία: να εμφανιστεί όχι ως άπειρος γερουσιαστής, αλλά ως ένας πολιτικός ίσος απέναντι σε έναν πεπειραμένο αντιπρόεδρο.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης