Σ ύμφωνα με τα αποτελέσματα της δεύτερης μεγάλης πανελλαδικής δημοσκόπησης «Πώς βλέπουν οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821;», που πραγματοποίησε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών-Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ) και παρουσίασε πριν από έναν μήνα σε διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου, η Μπουμπουλίνα είναι τρίτη μετά τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, και η Μαυρογένους ενδέκατη όσον αφορά τη δημοφιλία και την επιδραστικότητά τους.
Δεν ήταν, όμως, μόνο η Μπουμπουλίνα και η Μαυρογένους, που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν στον ελληνικό Αγώνα. Ήταν πολλές και πολύ μαχητικές οι γυναίκες που έδρασαν είτε στην πρώτη γραμμή είτε στα μετόπισθεν, σε όλη την επικράτεια της επαναστατημένης Ελλάδας. Όπως οι Επτανήσιες γυναίκες που περιέθαλπαν μικρά παιδιά, ηλικιωμένους και ανήμπορους που ως πρόσφυγες κατέφευγαν από την επαναστατημένη ηπειρωτική Ελλάδα στα νησιά του Ιονίου, τα οποία βρίσκονταν εκείνη την περίοδο υπό βρετανική διοίκηση.
Η Καθημερινή τον Μάρτιο του 1930 φιλοξένησε τη διάλεξη της Ειρήνης Νικολαΐδου για τις επώνυμες και αφανείς ηρωίδες που με τη θυσία τους στέριωσαν το οικοδόμημα της ελληνικής παλιγγενεσίας, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής τους. Επίσης, τον Απρίλιο του 1994 δημοσίευσε το άρθρο της Ακακίας Κορδόση για τις Σουλιώτισσες και τις Μεσολογγίτισσες, που «με τον αξιοπρεπή και τίμιο θάνατό τους αξιοποίησαν τη ζωή, ενώ με την περιφρόνησή τους στα ανθρώπινα δεδομένα νίκησαν την ύλη».
Οι ηρωΐδες της Ελληνικής Επαναστάσεως
Ο αριθμός των ηρωΐδων της Ελληνικής Επαναστάσεως είνε τόσον μεγάλος, όσον και τα έργα των ένδοξα. Κάθε γωνία της Ελλάδος έχει να επιδείξη και από μίαν ηρωΐδα, που ησθάνθη να ανάβη εις τα βάθη της ψυχής της η ιερά φλόγα της δράσεως εις το πρώτον σάλπισμα της Επαναστάσεως και εφιλοδόξησε να προσθέση η ιδία με τα χέρια της ένα μικρό πετράδι εις το μεγάλο παλάτι της Ελευθέρας Ελλάδος. Εις την Στερεάν και την Πελοπόννησον, εις τας νήσους του Σαρωνικού και του Αιγαίου, παντού θα εύρωμεν ένα φωτεινόν γυναικείο όνομα να στολίζη την ιστορίαν μας. Και πόσαι άραγε ευγενείς και γενναίαι ηρωΐδες δεν έμειναν αφανείς.
Και πρώτη η Ήπειρος μάχεται κατά του αγρίου τυράννου της και αυτόν τον θεωρούμενον ανίκητον τον νικά και όταν το φαρμακερό φείδι της προδοσίας τού χαρίζει την νίκη, οι Σουλιώτισσες με το υπέροχον θάρρος τους στήνουν τον χορό διά να αποχαιρετήσουν την ζωήν αφού προσέφεραν την μεγαλειτέραν θυσίαν εις την πατρίδα, τα αγαπημένα παιδιά τους. Ανάμεσα εις τας ηρωΐδας αυτάς ξεχωρίζουν τα ονόματα της Λενιώς Μπότσαρη, της Δέσπως της Σουλιώτισσας, της Μόσχως Τζαβέλλα, που τα δημοτικά τραγούδια υμνούν τα κατορθώματά των και ψάλλουν την δόξαν των.
Με την γοργότητα του νου φθάνομεν κατόπιν εις την Μακεδονίαν της οποίας αι γυναίκες από τους αρχαιοτάτους χρόνους εβραβεύθησαν διά την ανδρείαν των, και νά προβάλλουν αι δύο καλλιμάρτυρες της Ελευθερίας η Καρατάσαινα και η Ζαφειράκενα αι οποίαι συλλήφθεισαν ως αρχόντισσαι και γυναίκες οπλαρχηγών οδηγούνται εις το σεράγι και εκεί επειδή δεν θέλουν να αλλαξοπιστήσουν καρφώνονται εις τον τοίχον και υφίστανται αφάνταστα μαρτύρια έως ότου ευρίσκουν τον ένδοξον θάνατον.
Ως άλλαι Σουλιώτισσαι και αι γυναίκες της Νιάουσας, της Βερροίας και της Εδέσης διά να μη συλληφθούν έπεσαν εις το ρεύμα της Αραπίτσας και επνίγησαν. Και αφού στείλωμεν ένα ευλαβή χαιρετισμόν εις τας τόσας άλλας ηρωΐδας της Μακεδονίας και της Στερεάς ας πούμε δυο λόγια διά την ηρωΐδα της Ακροπόλεως, την Γκούραινα. Tην Ακρόπολιν υπερασπίζει ο Γκούρας, όστις δυστυχώς πληγώνεται θανασίμως και πεθαίνει, τα παλληκάρια του τον μεταφέρουν εις το Ερεχθείον και από την λύπην τους αφίνουν ανυπεράσπιστον το φρούριον. Η Γκούραινα βλέπουσα τον κίνδυνον λησμονεί όλο τον πόνον της, αρπάζει τα όπλα του και φωνάζει «Αφού τα όπλα του είνε εδώ ο Γκούρας δεν απέθανε» και εξακολουθεί να μάχεται από τα τείχη της Ακροπόλεως.
Από τας τόσας ηρωΐδας των Κυκλάδων δύο ονόματα ξεχωρίζουν, της Ελένης της Κέας και της γνωστής ηρωΐδος της Μυκόνου της Μαντώς Μαυρογένους. Η Ελένη είναι Ηπειρωτικής καταγωγής και η οικογένειά της φεύγουσα την καταδίωξιν των τυράννων ήλθεν εις την Κέαν φέρουσα την Ελένην κοριτσάκι ακόμη, αλλά το κοριτσάκι εμεγάλωσε και έγινε νέα ωραιοτάτη. Ο στρατηγός Βάσσος την αγάπησε και η Ελένη, η οποία ήτο ψυχή ονειροπόλος και νέα εκτάκτου νοημοσύνης, δεν εύρισκε καμμίαν ευχαρίστησιν εις την μονότονον ζωήν του νησιού και δεν εδυσκολεύθη να ανταποκριθή εις την αγάπην του και να τον ακολουθήση.
Ο Στρατηγός την έφερεν εις την Άνδρον όπου την έκλεισε εις τον πύργον του Γιαννούλη με μόνην συντροφιά μιαν γυναίκα, διά να την υπηρετή.Έκτισε την θύραν του πύργου, έβαλε φρουρόν και όλη η με τα έξω συγκοινωνία εγένετο από το παράθυρον. Εκεί αφού ησφάλισε τον θησαυρόν του, ο στρατηγός έφυγε διά την εκστρατείαν της Βηρυττού, όταν δε επανήλθε εγκατεστάθη με την σύζυγόν του εις Πειραιά και τότε αρχίζει η δράσις της Ελένης.
Έκτοτε η Ελένη είνε σύζυγος και στρατιώτης, ιατρός και νοσοκόμος εις το πλάι του συζύγου της, τον ακολουθεί εις όλας τας μάχας ατρόμητος, και εις την μάχην του Καματερού, κατά την οποίαν ο Βάσσος έχασε 900 άνδρας, η γενναία σύζυγός του περιδένει τους τραυματίας σχίζουσα τα ενδύματά της ένεκα ελλείψεως επιδέσμων. Το θάρρος, η τόλμη και η ευφυΐα της την ανέδειξαν ηρωΐδα κατά την επανάστασιν, και γυναίκα έχουσαν πολιτικήν επιρροήν εις την μεταπολεμικήν εποχήν.
Επί της βασιλείας του Όθωνος υπήρξε μία από τας ευγενεστέρας και φιλοξενωτέρας δεσποίνας της πρωτευούσης. Απέθανε την 7ην Ιανουαρίου 1891.
Και τώρα ερχόμεθα εις την ευγενικήν κόρην της Μυκόνου, την ωραίαν Μαντώ Μαυρογένους, η οποία αν και έζησεν εις την ξένην, εν τούτοις η ωραία ψυχή της υπήρξε πάντοτε ελληνική και η σκέψις της έτρεχε πάντοτε εις την φιλτάτην πατρίδα της. Κόρη αυτή της ενδόξου οικογένειας των Μαυρογένηδων, δεν ήτο δυνατόν να έχη άλλα αισθήματα, άλλα ιδανικά. Ανετράφη εις την Τεργέστην, όπου την έφερε ο πατέρας της μετά τον τραγικόν αποκεφαλισμόν του θείου της επί του Σουλτάνου Σελίμ. Εκεί, εκτός της μητρικής της γλώσσης, έμαθε τελείως την γαλλικήν και ιταλικήν. Είχε χαρακτήρα γλυκύν και ήρεμον, και μόνον όταν εγένετο λόγος διά την ελευθερίαν της πατρίδος της, τότε κατελαμβάνετο από ενθουσιασμόν και ωμιλούσε ως εμπνευσμένη διά την εκπλήρωσιν του ωραίου ονείρου της.
Όταν εγκατέλειψε την Τεργέστην, ήλθε εις την Τήνον, και από την ώραν αυτήν ήρχισεν εργαζομένη διά τον μεγάλον αγώνα της ελευθερίας της πατρίδος της. Την στιγμήν όπου η Ελλάς ήτο έτοιμος διά την κήρυξιν του πολέμου, η Μαντώ ευρίσκετο ακόμη εις την Τήνον, πλησίον ενός θείου της ονομαζομένου Μαύρου, ιερέως, εις τον οποίον είχεν αναθέσει ο πατήρ της προ του θανάτου του την φροντίδα της θυγατρός του. Με τα πρώτα γεγονότα εγκατέλειψε την ευημερίαν και την ανάπαυσιν και έφθασεν ενθουσιώδης εις την πατρίδαν της Μύκονον, όπου εζήτησε να γίνη κυρία της μεγάλης περιουσίας της διά να την προσφέρη εις την πατρίδα της και ετοίμασε δύο πλοία περί τα τέλη Απριλίου 1821, τα οποία ηνώθησαν με τα άλλα των συνπατριωτών της. Τα αποχαιρέτησε με την ψυχήν γεμάτην από ελπίδας και αμέσως έστρεψε την προσοχήν της εις την υπεράσπισιν της νήσου, διότι ήτο βεβαία ότι οι Τούρκοι εκδικούμενοι τους κατοίκους όπου ετολμούσαν να στείλουν τον στόλον των εναντίον των, θα επήρχοντο κατά της νήσου.
Εγνωστοποίησε την σκέψιν της εις τους συμπολίτας της και όλοι με ενθουσιασμόν εδέχθησαν αυτήν, και ωνόμασαν την Μαντώ αρχηγόν. Το υπερήφανον βλέμμα της, το πολεμικόν της ύφος, η δύναμις του χαρακτήρος της, πάντα τους εβεβαίουν ότι η Μαντώ θα τους ωδηγούσε εις την δόξαν. Ηθέλησε να αρνηθή αλλά δεν το κατώρθωσε.
Εις τας 22 Οκτωβρίου 1822 αι προφυλακαί ανήγγειλαν την εμφάνισιν τουρκικού στόλου προς το ανατολικόν μέρος της νήσου. Μόλις τα εχθρικά πλοία επλησίασαν τας ακτάς της νήσου οι κάτοικοι μαζεμένοι όλοι εις το μέρος εκείνο ήρχισαν να πυροβολούν, οι Τούρκοι δεν απαντούν, αλλά ετοιμάζονται να κάνουν απόβασιν.
Τότε η Μαντώ, επί κεφαλής των εκλεκτών παλληκαριών της, επέρχεται ως κεραυνός εναντίον των και τους αναγκάζει να επιστρέψουν εις τας λέμβους των, αφού άφησαν εις την παραλίαν πλούσια λάφυρα, 17 νεκρούς και 60 πληγωμένους. Τα παλληκάρια της την επευφημούν και απαντά «Τιμή εις τους γενναίους! Νίκη εις τον Σταυρόν!» Κατόπιν μαζύ με τα παλληκάρια της πηγαίνει εις την εκκλησίαν διά να προσευχηθούν και διατάσσει να περιποιηθούν τους πληγωμένους και να θάψουν τους νεκρούς. Έκτοτε η Μύκονος ησυχάζει, αλλά η ένθερμος ψυχή της Μαντώς δεν ησυχάζει, και εις τας 22 Φεβρουαρίου 1823 αποβιβάζεται εις την Εύβοιαν με 800 παλληκάρια, κρατούσα εις το χέρι της το σπαθί του ανδρός της με την θαυμασίαν επιγραφήν «Δίκασον, κύριε, τους αδικούντάς με, πολέμησον τους πολεμούντας με, βασιλεύ των βασιλευόντων».
Εκεί λαμβάνει μέρος εις την πολιορκίαν του φρουρίου της Καρύστου μαζύ με τον Διαμαντή και Καρατάσσον και δεν επιστρέφει εις την πατρίδα της παρά αφού οι συμπολεμισταί της εγκατέλειπον την Εύβοιαν. Εκεί μείνασα φροντίζει πάντοτε διά τον μαχόμενον στρατόν. Γράφει εις τας κυρίας της Γαλλίας και Αγγλίας, ζητούσα από αυτάς να ενθαρρύνουν εις τας πατρίδας των την αγάπην προς την μαχομένην Ελλάδα και εν γένει εργάζεται, προσφέρουσα και τον τελευταίον οβολόν της, διά την ελευθερίαν της πατρίδος της, την οποίαν ηυτύχησε να ίδη ελευθέραν. Απέθανε από αιφνίδιον θάνατον εις την Πάρον, όπου είχε μεταβή προς επίσκεψιν συγγενών της, το 1846.
[Αποσπάσματα από την ωραίαν ομιλίαν της κ. Ειρήνης Νικολαΐδου κατά τα αποκαλυπτήρια της μαρμαρίνης πλακός, την οποίαν ενετείχισεν το Λύκειον των Ελληνίδων εις τας αίθουσάς του, εις μνήμην των ηρώων της Ελληνικής Επαναστάσεως.]
Η Καθημερινή, 28 Μαρτίου 1930
Μπουμπουλίνα: Η μεγάλη καπετάνισσα
Οθρύλος την ονομάζει «Μεγάλην Καπετάνισσαν». Είνε η μόνη γυναίκα η οποία φέρει τον τίτλον αυτόν. Η ηρωΐς αυτή είνε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η οποία από την στιγμήν της γεννήσεώς της έως την στιγμήν του θανάτου της, έχει κάτι το εξαιρετικόν. Η Μπουμπουλίνα εγεννήθη μέσα εις την Τουρκικήν φυλακήν εις την Κωνσταντινούπολιν, την 11 Μαΐου 1771. Εκεί όπου οι Τούρκοι είχον φυλακίσει τον πατέρα της, τον Υδραίον ναύαρχον Σταύρον Πινότσην, μετά την επανάστασιν του Ορλώφ.
Όταν η μητέρα της Σκευώ έμαθε ότι ο άνδρας της ήτο ετοιμοθάνατος μέσα εις τας τουρκικάς φυλακάς, ήλθε εις την Κωνσταντινούπολιν και έπειτα από αφάνταστες δυσκολίες, κατώρθωσε να λάβη άδειαν να τον ιδή, και εκεί από την συγκίνησιν και τους κόπους απέκτησε προώρως εκείνην, η οποία επρόκειτο να θυσιάση τα πάντα διά την ελευθερίαν της πατρίδος της. Η Μπουμπουλίνα εβαπτίσθη εις την Κωνσταντινούπολιν από τον άρχοντα της Μάνης Μούρτζινο και ωνομάσθη Λασκαρίνα.
Μετά τον θάνατον του πατέρα της την έφερε η μητέρα της εις την πατρίδα της, όπου έμεινε χήρα 7 έτη, αλλά επειδή ήτο νέα, οι συγγενείς της επέμειναν να ξαναϋπανδρευθή, και το 1778 υπανδρεύθη με τον πρόκριτον των Σπετσών και πλοίαρχον Δημήτριον Λάζαρον ή Ορλώφ, ο οποίος
ηγάπησε την Λασκαρίνα ως παιδί του και την επροίκισε όταν εμεγάλωσε, καθώς φαίνεται από την διαθήκην του, η οποία ευρίσκεται εις το Εθνολογικόν Μουσείον.
Εις ηλικίαν 17 ετών η Λασκαρίνα υπανδρεύθη με τον πλοίαρχον Δημήτριον Ι. Γιαννούλαν. Εκ του γάμου αυτού απέκτησε τρία τέκνα, δύο υιούς και μίαν θυγατέρα, την Μάρω, σύζυγον του γερουσιαστή Μέξη. Δεν ήτο όμως περισσότερον τυχερή από την μητέρα της, και η θάλασσα της επήρε τον άνδρα της. Έμεινε 4 έτη χήρα και κατόπιν υπανδρεύθη η Λασκαρίνα με τον άρχοντα των Σπετσών Δημήτριον Μπούμπουλην, πλοίαρχον, ο οποίος την ηγάπησε παθητικά, και από τότε ωνομάσθη Μπουμπουλίνα, αλλά και εις τον δεύτερον γάμον της δεν ήτο ευτυχεστέρα.
Η θάλασσα της έκλεψε και πάλιν την ευτυχίαν της, διότι ο γενναίος καπετάνιος έπεσε πολεμών με πειρατάς. Ο υποπλοίαρχος Αντώνιος Κοσμάς έκρυψε τον θάνατον του καπετάνιου, εξηκολούθησε τον πόλεμον, ενίκησε τον εχθρόν και έφερε εις την Μπουμπουλίναν το πλοίον και τα πλούτη της. Η Μπουμπουλίνα, μετά το δεύτερον αυτό δυστύχημα, δεν ήθελε να υπανδρευθή πλέον και έζησε διά την οικογένειάν της και διά την πατρίδα της.
Ήτο πλουσιωτάτη και την περιουσίαν της εφρόντισε να αυξήση εις 300 χιλ. κολωνάτα, την εύρον όμως νέαι δυσκολίαι. Η Τουρκική Κυβέρνησις ηθέλησε να της κατάσχη την περιουσίαν της, διότι ο σύζυγός της είχε προσφέρει υπηρεσίας εις την Ρωσσικήν Κυβέρνησιν εναντίον των Τούρκων, αλλά η Μπουμπουλίνα δεν ήτο από τας γυναίκας αι οποίαι τρομάζουν εύκολα, επήρε τα έγγραφα του συζύγου της, διά των οποίων ανεγνωρίζετο ως Ρώσσος αξιωματικός και, συνοδευομένη από τον αδελφόν της Νικόλαον, ήλθε εις την Οδησσόν, εκεί εύρε προστασίαν και απηλλάγη από τας ενοχλήσεις των Τούρκων, η δε αυτοκράτειρα Αικατερίνη την εκάλεσε να έλθη να ζήση πλησίον της τιμωμένη μετά της οικογενείας της, αλλά η Μπουμπουλίνα ήτο αληθινή Ελληνίς και δεν ήτο δυνατόν να εγκαταλείψη την πατρίδα της εύκολα και διά τούτο επανήλθε εις τας Σπέτσας.
Και μετά την επάνοδόν της η Μπουμπουλίνα, δεν έμεινε ήσυχος από τας Τουρκικάς αρχάς, εσκέφθη λοιπόν να ενεργήση αποτελεσματικώς μεταβαίνουσα μόνη της εις την Κωνσταντινούπολιν, διά να ζητήση να γνωρισθή με την μητέρα του Σουλτάνου εις την κυριότητα της οποίας ήσαν αι νήσοι Σπέτσαι και Ύδρα.
Έλαβε λοιπόν πλούσια δώρα και έβαλε εις έργον την σκέψιν της. Διά των εκεί συγγενών της κατώρθωσε να επισκεφθή την βασιλομήτορα, η οποία τόσον ευχαριστήθη από την γνωριμίαν της, ώστε αμέσως διέταξε τον Καπετάν πασάν να παύση κάθε καταδιώξις κατά της Μπουμπουλίνας.
Την εποχήν όπου ευρίσκετο εις την Κωνσταντινούπολιν, εγνωρίσθη με τον Πατριάρχην και άλλους επισήμους και εμυήθη εις την Φιλικήν Εταιρίαν. Επέστρεψε εις την πατρίδαν της, όπου οι Σπετσιώται είχον ήδη μυηθή από τον Παναγιώτην Μπότασην, όστις ήτο Φιλικός από το 1817, και από άλλους σημαίνοντας. Επίστρεψασα, ήρχισε την ναυπήγησιν, με ιδικά της χρήματα, του πρώτου πολεμικού πλοίου, του «Αγαμέμνωνος», το 1820.
Το πλοίον αυτό τής εκόστισε 25 χιλιάδες δίστηλα. Μετά ένα έτος η φωτιά άρχισε να ανάβη εις την Πελοπόννησον, η Μπουμπουλίνα την εποχήν εκείνην ήτο 50 χρόνων, είχε όλα τα χαρίσματα, τα φυσικά και τα επίκτητα, διά να δράση εις τον πόλεμον.
Όλα ήσαν έτοιμα εις τας Σπέτσας, και εις τας 3 Απριλίου, ημέραν των Βαΐων, όλοι οι πρόκριτοι, οι καπεταναίοι και η Καπετάνισσα συναθροίσθησαν εις τον Άγιον Νικόλαον, την μητρόπολιν των Σπετσών, και αφού ετέλεσαν δοξολογίαν και ωρκίσθησαν επί του ιερού ευαγγελίου, να αποθάνωσι μέχρις εσχάτων υπέρ πίστεως και πατρίδος, εκτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, εβρόντησαν τα κανόνια, εις το λιμάνι ανυψώθησαν αι σημαίαι, αι οποίαι ως σύμβολον έφερον την ημισέληνον ανεστραμμένην, και επάνω εις τον σταυρόν, και όλοι ομού απηυθύνθησαν εις το Δημαρχείον, όπου υπέγραψαν το πρωτόκολλον της Επαναστάσεως, και αμέσως εξήτασαν πόσα πλοία ήσαν έτοιμα διά να αποπλεύσουν, ευρέθησαν 18, εξ αυτών διά κλήρου επτά επήγαν εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου και 11 της Μονεμβασιάς.
Μεταξύ των πλοίων τα οποία έπλευσαν εις το Ναύπλιον ήτο ο «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας και το πλοίον του αδελφού της Εμμανουήλ Ορλώφ. Η Μπουμπουλίνα, ενώ επολιόρκει το Ναύπλιον κατά θάλασσαν, έκρινε καλόν να συνεννοηθή με τους καπετανέους, οι οποίοι το επολιόρκουν κατά ξηράν, ήλθε λοιπόν εις το Άργος μετά του υιού της Ιωάννου Δ. Γιάννοβα, διά να εμψυχώσουν την επανάστασιν, και το κατόρθωσε, όλοι την εθεώρησαν σωτήρα και την ωνόμασαν Κυρά. Κατόπιν μετέβη εις την Τρίπολιν, μένεα πνέουσα και αυτή κατά του Κεχαγιά Μπέη, διά την στέρησιν του υιού της Ιωάννου. Εκεί έμεινε μέχρι της αλώσεως, η οποία έγεινε εις τας 23 Σεπτεμβρίου 1821. Εκεί όλοι εθαύμασαν το θάρρος της και την επιμονή της. Μετά την άλωσιν εισήλθε έφιππος εις την πόλιν επί του λευκού ίππου της και έσωσε τα χαρέμια των πασσάδων από την οργήν των πολεμιστών.
Μετά ταύτα επέστρεψε θριαμβευτικώς εις την Αργολίδα και έμεινε εκεί ενθαρρύνουσα τους πολεμιστάς και εργαζομένη διά την εκπόρθησιν του φρουρίου του Ναυπλίου, η οποία κατωρθώθη εις τας 30 Νοεμβρίου του επομένου έτους 1822. Τότε εισήλθεν εις το Άργος θριαμβευτικώς και ετέλεσε μνημόσυνον επί του τάφου του εκεί φονευθέντος υιού της Ιωάννου.
Η ιστορία μάς διέσωσεν πολλά επεισόδια του αποκλεισμού του Ναυπλίου. Εξ όλων αυτών θα αναφέρω μόνο εν. Όταν μίαν ημέραν τα παλληκάρια της ήρχισαν να δειλιάζουν εμπρός εις τας εχθρικάς σφαίρας, τους εφώναξε: Είσθε λοιπόν γυναίκες και όχι άνδρες, και τα λόγια αυτά τούς ηλέκτρισαν και ώρμησαν εναντίον του εχθρού.
Μετά την άλωσιν του Ναυπλίου η Μπουμπουλίνα έμεινε εκεί εις μίαν οικίαν όπου της παρεχωρήθη υπό της διοικήσεως, εφαίνετο ησυχάζουσα, παρηκολούθει όμως τον αγώνα, και ο «Αγαμέμνων» έλαβε μέρος εις όλας σχεδόν τας ναυμαχίας.
Κατόπιν επέστρεψε εις την πατρίδα της, όπου έμεινε ιδιωτεύουσα. Εκεί απέθανε η μεγάλη Καπετάνισσα άδοξον θάνατον δολοφονηθείσα. Η Μπουμπουλίνα, αν και καπετάνισσα, έφερε όμως πάντοτε την ωραίαν ενδυμασίαν της πατρίδος, έφερε όπλα όπως όλοι οι οπλαρχηγοί, το σπαθί δεν έλειπε από το πλευρόν της, και το πιστόλι από την μέση της. Δύο απηθανάτισαν πιστώς την μεγάλην ηρωΐδα, ο Έλλην ζωγράφος Πορσαλέντης με τον χρωστήρα του εις την θαυμασίαν προσωπογραφίαν, η οποία ευρίσκεται εις το Εθνολογικόν Μουσείον, και ο Αλέξανδρος Σούτσος με τον στίχον του:
Η Μπουμπουλίνα ήτο ωραία,
Είχε τα βήματα στιβαρά,
Και ως η Άρτεμις κολοσσαία
Επεριπάτει και φοβερά.
Μεγάλα είχε όμματα Ήρας.
Και βλέμμα σπείρον γοργούς σπινθήρας.
Το χρυσοκέντητον φόρεμά της,
Ζώνη συνέσφιγγεν αργυρά
Και από ταύτης εις τα πλευρά της
Σπάθη εκρεμάτο ηχηρά.
της Ειρήνης Νικολαΐδου, Η Καθημερινή, 31 Μαρτίου 1930
Οι γυναίκες της Εξόδου
Η πολιορκία της πόλης κράτησε τέσσερα χρόνια (άρχισε το 1822 και τελείωσε στα 1826 – με μερικές ανάπαυλες που δεν ήταν άλλο από αναμονές επίθεσης). Στρατοί πήγαιναν κι έρχονταν, διορίες δίνονταν, διοικητές εναλλάσσονταν, ασκέρια τουρκικά κι αράπικα –γυμνασμένα από Ευρωπαίους εκπαιδευτές– στρατοπέδευαν απέξω, τάφροι ανοίγονταν, κανόνια στήνονταν, ενώ μια διαρκής αναταραχή βασίλευε μέσα στα τείχη. Στα 1824, ο ερχομός του Μπάυρον έκανε να ανθήσει μια μεγάλη ελπίδα, ο θάνατός του όμως μεγάλωσε την αναταραχή και ανέστρεψε το βήμα των γεγονότων.
Σιγά σιγά, οι πολιορκημένοι –οι προύχοντες, οι καπεταναίοι, οι ψαράδες, οι Σουλιώτες, οι πρόσφυγες, οι φιλέλληνες– σφίγγονταν όλοι στον κλοιό της ανάγκης. Ανεπαίσθητα, απομονώνονται από τον κόσμο. Μια ατμόσφαιρα βαριά, διάτρητη μόνο από τις κανονιές και τους πυροβολισμούς, εγκλωβίζει την πόλη. Κι αυτοί, απτόητοι, συνεχίζουν τη ζωή τους.
Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους…κι εμπόδισμα δεν είναι στις κοπελιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν. Γιατί αυτές οι κοπελιές, που συνήθιζαν να μεγαλώνουν, να ερωτεύονται, να παντρεύονται, να γιορτάζουν και να πενθούν μέσα στον αχό του πολέμου, δεν μοιάζουν σε τίποτε με τις συνηθισμένες γυναίκες. Έχουν πια βγει απο τον κύκλο της καθημερινότητας και έχουν γίνει τραγικά σύμβολα. Είναι Ιφιγένειες και Αντιγόνες που βαδίζουν ατάραχα και σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα προς το Μεγάλο Χρέος. Υψώνονται σε ασύλληπτα ύψη συνέπειας, αυταπάρνησης και θυσίας. Ποιος τις προετοίμασε γι’ αυτά τα ύψη; Πρώτα πρώτα η ελληνικότητά τους που, όπως λέει ο Καβάφης, «ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότης τιμιοτέραν» και δεύτερον η δυστυχία τους.
Οι γυναίκες του Μεσολογγίου εξευγενίστηκαν από τον Πόνο. Κάποτε ήταν κι αυτές χαρούμενες και «καθημερινές», αδήριτη όμως ανάγκη τις έκανε να ξεχάσουν τον εαυτό τους, να παραμερίσουν την υπερηφάνειά τους και πολλές φορές να αντροποιηθούν. Υπομένουν χωρίς μεμψιμοιρίες και παράπονα, γιατί, με τη βαθιά τους αίσθηση των πραγμάτων, νιώθουν πως «παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι αν χάσει». Από τις πρώτες μέρες της πολιορκίας, με θάρρος κι απλότητα –λες κι αυτός ήταν ο φυσικός τους ρόλος– ανακατεύονται με τους άντρες, κουβαλάνε πολεμοφόδια, λιώνουν εχθρικά βλήματα ή μολύβια απ’ τα δίχτυα τους και φτιάχνουν βόλια, αλέθουν σκόνες κι αλοιφές για τους τραυματίες, σκίζουν απ’ τα σεντόνια τους λουρίδες για επιδέσμους, κουβαλάνε πέτρες κι επισκευάζουν τα γκρεμισμένα τείχη κι όταν οι πέτρες σωθούν, γκρεμίζουν τα σπίτια τους και παίρνουν άλλες. Και μαζί μ’ όλα αυτά, και με τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών, έχουν πάντα δίπλα τους το καριοφίλι, το σπαθί, το μαχαίρι, γιατί τώρα το επάγγελμά τους είναι ο πόλεμος.
Πριν ακόμα σφίξει ο κλοιός απ’ τη μεριά της θάλασσας, πολλές από τις γυναίκες του Μεσολογγίου είχαν περάσει στη Ζάκυνθο, όχι για να γλιτώσουν, αλλά για να ζητήσουν ενισχύσεις από τους πολιορκημένους.
Γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στη «Γυναίκα της Ζάκυθος»:
1. Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὲς ἡμέρες ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μισολόγγι, καὶ συχνὰ ὁλημερνὶς καὶ κάποτε ὁληνυχτὶς ἔτρεμε ἡ Ζάκυθο ἀπὸ τὸ κανόνισμα τὸ πολύ.
2. Καὶ κάποιες γυναῖκες Μισολογγίτισσες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιὰ τοὺς ἄνδρες τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τ’ ἀδέλφια τους ποὺ ἐπολεμούσανε.
3. Στὴν ἀρχὴ ἐντρεπόντανε νἄβγουνε καὶ ἐπροσμένανε τὸ σκοτάδι γιὰ ν’ ἁπλώσουν τὸ χέρι, ἐπειδὴ δὲν ἤτανε μαθημένες.
4. Καὶ εἴχανε δούλους καὶ εἴχανε σὲ πολλὲς πεδιάδες καὶ γίδια καὶ πρόβατα καὶ βόϊδα πολλά.
5. Καὶ ἀκολούθως ἐβιαζόντανε καὶ ἐσυχνοτηράζανε ἀπὸ τὸ παρεθύρι τὸν ἥλιο πότε νὰ βασιλέψη γιὰ νἄ βγουνε.
6. Ἀλλὰ ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες ἐχάσανε τὴν ντροπή, ἐτρέχανε ὁλημερνίς.
7. Καὶ ὅταν ἐκουραζόντανε ἐκαθόντανε στ’ ἀκρογιάλι κι ἀκούανε, γιατὶ ἐφοβόντανε μὴν πέσει τὸ Μισολόγγι.
8. Καὶ τὲς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τρέχουνε τὰ τρίστρατα, τὰ σταυροδρόμια, τὰ σπίτια, τὰ ἀνώγια καὶ τὰ χαμώγια, τὲς ἐκκλησίες, τὰ ξωκλήσια γυρεύοντας.
9. Καὶ ἐλαβαίνανε χρήματα, πανιὰ γιὰ τοὺς λαβωμένους.
10. Καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε κανένας τὸ ὄχι, γιατὶ οἱ ρώτησες τῶν γυναικῶν ἤτανε τὲς περσότερες φορὲς συντροφευμένες ἀπὸ τὲς κανονιὲς τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μας.
11. Καὶ οἱ πλέον πάμφτωχοι ἐβγάνανε τὸ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ ἐκάνανε τὸ σταυρό τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μισολόγγι καὶ κλαίοντας. […]
Δεν τις έμελε δηλαδή αν σκοτώθηκαν οι δικοί τους, αλλά μόνο μήπως κυριεύτηκε η πατρίδα τους. Μόνο αυτή η έγνοια κυριαρχούσε στο νου τους, γιατί, σαν τις γυναίκες της παλιάς Σπάρτης, έβαζαν την τιμή πάνω απ’ τη ζωή τους. Κι αυτό δεν το αναφέρει μόνο ο Σολωμός, που, σαν ποιητής, θα ’χει τους λόγους να υπερβάλει ή να εξωραΐσει.
Οι ιστορικοί των κρίσιμων εκείνων ημερών, καθώς και τα δημοτικά τραγούδια –η φωνή του λαού– μιλάνε για τις ίδιες περιπτώσεις: Μανάδες που δέχονται στωικά τα πτώματα των παιδιών τους, ρωτώντας με αγωνία για την πορεία της μάχης, κοπέλες που δεν θρηνούν για τον θάνατο των δικών τους, αλλά «γιατί χάθηκε, σας λέω, το Μεσολόγγι».
Μέσα στην τραγική πόλη η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Μήνες είχαν περάσει από τον τελευταίο ερχομό του Μιαούλη και μήνες που τα τρόφιμα είχαν τελειώσει. Φαντάσματα οι πολιορκημένοι, αφού έφαγαν όλα τα αρμυρίκια, τις πικραλίθρες και τα ζώα του Μεσολογγίου, άρχισαν να βλέπουν με λαιμαργία κι αυτά τα πτώματα, που γέμιζαν τους δρόμους!
Κι αυτές οι γυναίκες της πόλης κυκλοφορούσαν απτόητες μέσα σ’ όλη αυτή τη φρίκη μέσ’ από γκρεμισμένα σπίτια, από άταφους νεκρούς, ανάμεσα από βλήματα που έσκαζαν δίπλα σε κάθε βήμα τους, ξεδίψαγαν τη δίψα τους στις στέρνες τις γεμάτες αίμα κι ανθρώπινα μυαλά, κι ωστόσο ύψωναν με χαμόγελο, την όψη τη φθαρμένη∙
Ξεκομμένες απ’ τον έξω κόσμο, αβοήθητες και μόνες!
Οι εξαιρετικές περιστάσεις γεννάνε τους εξαιρετικούς ανθρώπους, λένε. Και οι γυναίκες του Μεσολογγίου ήταν στ’ αλήθεια εξαιρετικές και μοναδικές στην ιστορία του κόσμου.
Με άκρα αξιοπρέπεια και ηρεμία ετοιμάζονται για το τέλος: Καίνε τα «σεμνά κρεβάτια» τους, να μην τα μαγαρίσει ο Αγαρηνός, λούζονται, φοράνε τα καλά τους –οι περισσότερες αντρίκια– ρούχα, αφιονίζουν τα παιδιά τους και, σιωπήλα κι επίσημα, παίρνουν τον δρόμο να διαβούν.
Εκείθε με τους αδερφούς, εδώθε με το Χάρο.
Καμιά δεν λιποψύχησε. Πολέμησαν σαν τους άντρες, με τα όπλα, με τα μαχαίρια, με «χέρια, με τα δόντια», κι όταν βρίσκονταν στο αδιέξοδο της ήττας, σκότωναν τα παιδιά τους, έπεφταν με δύναμη πάνω σε όποιο σπαθί έβλεπαν μπροστά τους κι αυτοκτονούσαν, και κάποιες δάγκωναν τη γλώσσα τους για να φέρουν το θάνατο. Οι λίγες που κατόρθωσαν να περάσουν, φύλαξαν σαν ιερά κειμήλια τα ρούχα εκείνης της βραδιάς και ζήτησαν να θαφτούν με αυτά.
Θυσία ανώτερη από αυτή των γυναικών του Ζαλόγγου, γιατί οι Σουλιώτισσες βρέθηκαν σε στιγμή απελπισίας και μπορεί να πει κανείς, μέσα σε μια ομαδική έξαρση, ρίχτηκαν στον γκρεμό. Ενώ οι Μεσολογγίτισες ήξεραν από πολύ καιρό ότι τις παραμόνευε ο χαμός και μεμονωμένα η καθεμιά και «οικειοθελώς» –καθώς λέει και το ιστορικό έγγραφο που συντάχθηκε την παραμονή της Εξόδου στην Αγία Παρασκευή του Μεσολογγίου– αποφάσισαν να βαδίσουν προς τον θάνατο.
Έτσι, οι γυναίκες της Εξόδου, με τον αξιοπρεπή και τίμιο θάνατό τους, αξιοποίησαν τη ζωή, ενώ με την περιφρόνησή τους στα ανθρώπινα δεδομένα νίκησαν την ύλη. Κι όταν νικάει κανείς την ύλη, κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τον Θεό.
της Ακακίας Κορδόση, «Επτά Ημέρες», Η Καθημερινή, 24 Απριλίου 1994