Η 8η Δεκεμβρίου 1974 αποτελεί μια σημαντική ημερομηνία στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, καθότι με το δημοψήφισμα που διεξήχθη, λύθηκε το πολιτειακό ζήτημα. Όπως επισημαίνει η «Καθημερινή» της 8ης Δεκεμβρίου, «το σημερινό δημοψήφισμα […] αποτελεί ιστορικό σταθμό».
Με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974, εκτός από τις θεμελιώδεις διατάξεις, που αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Μέχρι τότε, αρχηγός του κράτους θα συνέχιζε να είναι ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο χουντικός δηλαδή Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Είχε αποφασιστεί ότι η οριστική λύση του του πολιτειακού ζητήματος θα γινόταν μέσω δημοψηφίσματος, μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, οι οποίες είχαν οριστεί για τις 17 Νοεμβρίου. Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου, την επομένη της ορκωμοσίας της πρώτης εκλεγμένης κυβέρνησης, εκδόθηκε το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, που όριζε ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για το Πολιτειακό θα πραγματοποιούνταν στις 8 Δεκεμβρίου. Ο ελληνικός λαός θα αποφάσιζε τόσο την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου, ο οποίος παρέμενε εξόριστος, μετά το αποτυχημένο κίνημά του κατά του Γεωργίου Παπαδόπουλου, που οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχίας με το «δημοψήφισμα» της Χούντας της 29ης Ιουλίου 1973, όσο και για τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους.
Χαρακτηριστικό της περιόδου πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι οι τηλεοπτικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα. Εκτός από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, στον οποίο δεν επετράπη η είσοδος στη χώρα, και έτσι αναγκαστικά επικοινώνησε τις απόψεις του στον ελληνικό λαό μέσω τηλεοπτικών μηνυμάτων –στις 26 Νοεμβρίου και στις 6 Δεκεμβρίου–, συμμετείχαν και άλλες σημαντικές προσωπικότητες. Από αυτούς που τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ξεχωρίζουν οι Μάριος Πλωρίτης, Φαίδων Βεγλερής, Γεώργιος Κουμάντος, Αλέκος Παναγούλης, καθώς και ο Κώστας Σημίτης. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν όμως και η απουσία κομματικής χροιάς και «κατεύθυνσης». Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, στις 23 Νοεμβρίου 1974, είχε ζητήσει, για παράδειγμα, από τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας να κρατήσουν ουδέτερη στάση στο πολιτειακό ζήτημα, καθώς από τη μια πλευρά υπήρχε ένα ποσοστό ψηφοφόρων που τάσσονταν υπέρ της μοναρχίας, και από την άλλη ήταν το κυβερνών κόμμα. Όπως επισημαίνεται και στο σχετικό άρθρο της «Καθημερινής», «είναι η πρώτη φορά, που στη διαμάχη περί το πολιτειακό δεν εδόθη κομματικός τόνος. Και έτσι οι ψηφοφόροι ανεπηρέαστοι και υπεράνω κομματικών εκτιμήσεων θα αποφασίσουν για την μορφή του πολιτεύματος. […] θα είναι πλήρης η εκτόνωση των παθών και δικαίως η Ελλάς θα διεκδικεί θέση μεταξύ των προηγμένων πολιτικά δυτικοευρωπαϊκών δημοκρατιών».
Το αποτέλεσμα της κάλπης έδειχνε σαφέστατα την προτίμηση των Ελλήνων υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Το συγκεκριμένο ποσοστό ανήλθε στο 69,18% –με την Κρήτη να πρωταγωνιστεί έχοντας ποσοστά υπέρ της αβασίλευτης που ξεπέρασαν το 80% των ψήφων–, ενώ το 30,82% των πολιτών ψήφισε υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας. Η αποχή άγγιξε συνολικά το 25%.
Δεν υπήρξε αμφισβήτηση του αποτελέσματος από πλευράς Κωνσταντίνου, ενώ ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για οριστικό τέλος της εκκρεμότητας του Πολιτειακού που είχε ταλανίσει τη νεότερη Ελλάδα για πολλές δεκαετίες.
Στις 15 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε ο Φαίδων Γκιζίκης και τρεις ημέρες αργότερα εξελέγη από τη Βουλή προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, βουλευτής επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και πρώην δικαστικός, μετά την άρνηση του πρώην πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου να κατέλθει ως υπερκομματικός. Πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας θα ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στις 20 Ιουνίου 1975.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης