ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΤΗΣ «Κ»
Ακούστε το άρθρο
Η σειρά σεισμικών δονήσεων που ξεκίνησε από τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Αυγούστου του 1953, με επίκεντρο τα νησιά του Ιονίου, έμελλε να αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα. Η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος και η Ιθάκη σχεδόν καταστράφηκαν: εκατοντάδες νεκροί, χιλιάδες τραυματίες και ανυπολόγιστες υλικές ζημιές. Η Καθημερινή φιλοξένησε εκτεταμένα ρεπορτάζ και ανταποκρίσεις από τις πληγείσες περιοχές. Μάλιστα, η εκδότρια της εφημερίδας Ελένη Γ. Βλάχου βρέθηκε στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά, και έγραψε εκτενή άρθρα με τις εντυπώσεις της και τις μαρτυρίες ορισμένων επιζησάντων.
Μείζον ζήτημα που απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης της εποχής αποτέλεσε η αμεσότητα και η επάρκεια της αντίδρασης της ελληνικής κυβέρνησης, τη στιγμή που στο πλευρό του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και των ενόπλων δυνάμεων της χώρας δρούσαν ισραηλινά και βρετανικά πολεμικά, καθώς και δυνάμεις των ΗΠΑ, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Νέας Ζηλανδίας, με σκοπό την ανάσυρση και την περίθαλψη των σεισμοπαθών και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ενδεικτική της κατάστασης ήταν η παρατήρηση της Ελένης Βλάχου από το ταξίδι της στη Ζάκυνθο: «Θυμήθηκα μια διανομή ρυζιού, που έγινε προχθές στην Ζάκυνθο, σε στιγμή όπου σε ολόκληρη την χώρα δεν είχε ούτε ένας κάτοικος μια κατσαρόλα για να το μαγειρέψη».
ΠΑΤΡΑΙ, 11 (Του ανταποκριτού μας) ― Νέα ισχυρή σεισμική δόνησις σημειωθείσα τας πρώτας πρωινάς ώρας συνεπλήρωσε τας προηγουμένας καταστροφάς εις τας νήσους Ιθάκην και Κεφαλληνίαν, πλήξασα συγχρόνως την Ζάκυνθον, την Β.Δ. Πελοπόννησον και την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα. Ο αριθμός των θυμάτων, μέχρι στιγμής, δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθή. Πάντως αι εκ των σεισμοπλήκτων περιοχών ληφθείσαι πληροφορίαι αναφέρουν ότι εις την βορειοανατολικήν περιοχήν της Κεφαλληνίας και εις την πρωτεύουσαν της Ιθάκης Βαθύ η καταστροφή είναι ολοκληρωτική και ότι εις τας περιφερείας της Σάμης και Κραναίας, αι οποίαι μετεβλήθησαν εις ερείπια, οι νεκροί υπερβαίνουν τους 100 και οι τραυματίαι τους 200.
Χαρακτηριστικόν της τραγωδίας, η οποία έπληξε την ανωτέρω περιοχήν, είναι το αποσταλέν υπό του διευθυντού της νομαρχίας Κεφαλληνίας προς το υπουργείον Εσωτερικών τηλεγράφημα:
«Αι καταστροφαί, τονίζεται, εκ των σημερινών σεισμικών δονήσεων είναι ανυπολόγιστοι. Εις τας περιοχάς Σάμης – Κραναίας υπάρχουν υπέρ τους 100 νεκροί και υπέρ τους 200 τραυματίαι. Καταβάλλονται τεράστιαι προσπάθειαι προς μεταφοράν των τραυματιών, περίθαλψιν των σεισμοπαθών και διάσωσιν καταπλακωθέντων εις οικίας πολιτών. Αι προσπάθειαι διασώσεως παρεμποδίζονται εκ της διακοπής των συγκοινωνιών συνεπεία των κατολισθήσεων. Είναι ανάγκη να αποσταλούν άνδρες μηχανικού με τα απαραίτητα μέσα διά την ενίσχυσιν των προσπαθειών και ανακούφισιν των παθόντων. Ο Ερυθρός Σταυρός είναι ανάγκη ν’ αποστείλη μέσα διά την περίθαλψιν των παίδων και των υπερηλίκων».
Κατά πληροφορίας αφιχθέντων την νύκτα ενταύθα κατοίκων των σεισμοπλήκτων περιοχών, οι εξακριβωθέντες νεκροί ανέρχονται εις 150, τελικώς όμως θα υπερβούν τους 400.
Η νέα καταστρεπτική δόνησις εσημειώθη την 5.30 πρωινήν. Αλλόφρονες οι κάτοικοι οι οποίοι είχον επιστρέψει εις τας οικίας των την νύκτα αναθαρρήσαντες από την κατάπαυσιν των δονήσεων, εξήλθον ημίγυμνοι με την «ψυχή στα δόντια» εις τους δρόμους, αναζητούντες ασφαλές καταφύγιον από την μανίαν του Εγκελάδου, ενώ γύρω των αι οικίαι κατέπιπτον εις ερείπια, κάτω από τα οποία πολλοί εύρον οικτρόν θάνατον. Εις το Αργοστόλιον, όπου επίσης κατέρρευσαν πολλαί οικίαι και ετραυματίσθησαν περί τα 16 άτομα, οι ευρισκόμενοι επί των επάλξεων των φυλακών χωροφύλακες κατεκρημνίσθησαν ομού μετά των ογκολίθων του οικοδομήματος, με συνέπειαν να τραυματισθούν σοβαρώς οι Δημ. Πανόπουλος και Ευριπίδης Λεντζής.
Η Καθημερινή, 12 Αυγούστου 1953
Η Ζάκυνθος δεν υπάρχει πια. Αυτή είναι η τρομακτική αλήθεια. Τα άλλα που έχουν λεχθή και γραφή, τα νησιά που πνίγονται, τα βουνά που σχίζονται στα δύο, προέρχονται από νευρικά σήματα που έστειλε το Αργοστόλι στην Πάτρα και η Πάτρα στον κόσμο ολόκληρο. Αλλά όλα τα άλλα τα σχετικά με την τραγωδία των νησιών, δεν είναι πολλά, είναι λίγα. Τουλάχιστον αν κρίνη κανείς από την Ζάκυνθο. Εκεί δεν έχει μείνει τίποτε. Τίποτε όρθιο. Στα σαράντα οκτώ χωριά του νησιού και στην πόλι μόνο τρία κτίρια: Ο ναός του Αγίου Διονυσίου, το κτίριο της Εθνικής Τραπέζης και το σχολείο. Τα άλλα, όλα τα άλλα σπίτια της Ζακύνθου, ο πρώτος σεισμός τα ξερρίζωσε, ή τα ράγισε χωρίς να τα ρίξη, και ο δεύτερος, της Τετάρτης, τα ισοπέδωσε. Και την Τετάρτη την νύκτα άρχισαν οι πυρκαϊές, που τα αποτελείωσαν όλα.
Χωρίς την πυρκαϊά θα είχαν περισωθή τουλάχιστον τρόφιμα, ρουχισμός, εργαλεία, και οι άνθρωποι, ξεκαθαρίζοντας σε λίγες ημέρες κάπως τα ερείπια, θα έβρισκαν κάτι δικό τους, μία κουβέρτα να σκεπαστούν, ένα κατσαρόλι να μαγειρέψουν, ένα έπιπλο, μία καρέκλα, ένα εικόνισμα. Τώρα, δεν έχουν να βρούνε τίποτε. Σε ολόκληρη την πόλι της Ζακύνθου δεν υπάρχει ένα τσιγάρο, μια κουταλιά ζάχαρη, ένα κουρέλι ύφασμα. Όλα, πρέπει να τους τα στείλουν, αρχίζοντας από το μηδέν. Χάρις στον «Αλφειό» και στο αγγλικό πολεμικό «Γκάμπια» έζησαν οι άνθρωποι και ζούνε ακόμη αυτές τις ημέρες. Ο Άγγλος κυβερνήτης κατέβασε τετρακόσιους ναύτες και τους έχει τώρα δύο μερόνυκτα να σκάβουν για νεκρούς, να σβήνουν φωτιές και να ψήνουν καρβέλια ψωμί. Μα σβήνουν οι φωτιές; Πού να τις προφθάσουν. Τώρα στην παραλία καπνίζουν ερείπια τα σπίτια τα αρχοντικά του Ρώμα, του Καρρέρ, του Βούλτζου, του Πλανήτερου, του Καιροφύλλα. Από το Καζίνο, το παληό θέατρο, μένει ένα παράθυρο πλαισιωμένο με δύο ξεσχισμένους τοίχους. Από το περίφημο σπίτι του Κουμούτου δεν μένει τίποτε. Το Αρχειοφυλακείον που κρατούσε τα βιβλία του 15ου αιώνα έγινε στάχτη. Στάχτη η Πινακοθήκη με τους θησαυρούς της, κάρβουνο η Βιβλιοθήκη, και από όλες τις θαυμάσιες Εκκλησίες, τρεις σωθήκανε, όχι από τους σεισμούς, αλλά τουλάχιστον από τις πυρακαϊές. Η Φανερωμένη, ο Άγιος Ανδρέας, η Επισκοπιανή.
Η καταστροφή στα άψυχα –αν μπορής να ονομάσης «άψυχη» μία πόλι σαν την Ζάκυνθο όπου κι’ οι πέτρες μιλούσαν– είναι ολοκληρωτική. Τα ανθρώπινα θύματα, μονάχα, ευτυχώς φαίνεται να είναι λιγώτερα απ’ ό,τι είπαν στην αρχή. Έως τώρα έθαψαν σαράντα νεκρούς. Δεν ξέρει βέβαια κανείς αυτή την στιγμή πόσοι βρίσκονται πεθαμένοι κάτω από τα ερείπια, αλλά πάντως δύσκολο ο αριθμός όλων των νεκρών του νησιού να υπερβαίνη τους διακοσίους […].
Ο Δήμαρχος κ. Ν. Ψιλιώτης ήταν ως προχθές ένας πλούσιος βιομήχανος, με εργοστάσιο, μαγαζιά, σπίτι στην χώρα. Σήμερα, δεν έχει ούτε τσαντήρι. Η απάθεια του κατάκοπου ανθρώπου είναι απλωμένη στο πρόσωπό του. Καθώς περπατούσε μαζί μας στην μεγάλη πλατεία όπου ο Σολωμός βρίσκεται τώρα χάμω γκρεμισμένος, σπάσμενος από τον σεισμό σε τρία κομμάτια, ένας γέρος τον πλησίασε δειλά: «Κύριε Δήμαρχε…» Ένας γέρος πολύ καθώς πρέπει, με παντελόνι ριγέ, μια φανέλλα, χωρίς σακκάκι και καπέλλο. «Κύριε Δήμαρχε, πάνε όλοι. Και οι αδερφές μου, κι’ ο Νιόνιος, και τα παιδιά…». Ο Δήμαρχος τον κτύπησε στην πλάτη και προχώρησε. Τι να πη; Κανένας πια δεν έχει να πη τίποτα. Η πόλις, η εφιαλτική της όψις, λέει περισσότερα λόγια από τους ανθρώπους. Οι τοίχοι που λίγοι έχουν μείνει όρθιοι είναι σαν μεθυσμένοι, έχουν στρίψει, σπάσει, ενωθή σε παράξενες γωνιές, φανερώνουν εσωτερικά σπιτιών – μαύρα και καρβουνισμένα σαν εσωτερικό φούρνου.
«Να, πιάσαν και τα λάδια, τώρα», είπε κάποιος. Και πραγματικά, από πίσω απ’ εκεί που θα ήταν η πρώτη σειρά σπιτιών, πήδηξε μια στήλη καπνού κατάμαυρη, παχειά, τυλιγμένη γύρω από δυνατές κόκκινες φλόγες. «Πάνε, κι’ αυτά…». Πιο πέρα, αριστερά από την παραλία σε ένα αγρό, κατέβηκε ένα αμερικάνικο ελικόπτερο.
Ένας Αμερικανός γιατρός ξεκίνησε χθες από την Τρίπολι της Αφρικής και ήρθε και εγκατέστησε ένα πρόχειρο ιατρείο. Το ελικόπτερο το είχε στείλει να του φέρη φάρμακα, αλλά ένας κόσμος το περίμενε ελπίζοντας απ’ αυτό όλες τις σωτηρίες. Πελώριο, κατακίτρινο, σαν μετάλλινο έντομο, κατέβηκε μέσα σ’ ένα σύννεφο από καπνό σε ένα κομμάτι γης και βρέθηκε αμέσως περικυκλωμένο από γέρους, γρηές, παιδιά, γυναίκες, μωρά. Όλοι ζητούσαν και περίμεναν τρόφιμα, εκτός από τους άνδρες, που λαχταρούσαν, πάνω απ’ όλα, ένα τσιγάρο. Όταν ακούσανε για φάρμακα, ήταν πικρή η απογοήτευσις.
Μια γρηά σκυμμένη στα δυο, που θα έπρεπε να έχη κλείσει τον αιώνα, άρχισε να κλαίη και να μοιρολογάη στον κόσμο όλο: «Τι θα γίνω; Γερόντισσα που είμαι; Ποιος εμένα θα μου δώση σπίτι; Ποιος θα μου βρη “ρεμέντιο”»; Αυτό το «ρεμέντιο» ήταν η πρώτη λέξις που άκουσα που έφερε ένα χαμόγελο στα χείλια αυτών που την ακούγανε: «Γεμάτο “ρεμέντια” είναι το πετούμενο γιαγιά».
Αργότερα, γυρίσαμε πάλι στην πλατεία. Η κούρασις ήταν μεγάλην, από τόσες ώρες δρόμο και ορθοστασία. Κύτταξα γύρω να βρω κάπου να καθήσω, όταν είδα μια κοπέλλα να με κυττάη όρθια, στο άνοιγμα ενός τσαντηριού. «Θέλετε να καθήσετε;» μου είπε και μου έδειξε μια κασσόνα στην σκιά. Έκατσα λίγο και κύτταξα γύρω μου. Μία οικογένεια, από νοικοκυραίους, ήταν στοιβαγμένη κάτω από το τσαντήρι. Ένας ιερέας λίγο τραυματισμένος, μία γυναίκα αμίλητη σε μια γωνία με βουρκωμένα μάτια, ένα νέο παιδί που κρατούσε αγκαλιά ένα μικρό σκυλί του κυνηγιού. Και το κορίτσι, ξανθό ίσαμε δεκαέξη χρονών, που στεκότανε ίσιο, με πρόσωπο ωχρό και κύτταζε.
Σε λίγο, με πλησίασε: «Να σας δώσωμε ένα ποτηράκι νερό;» μου προσέφερε. Νερό, δηλαδή, μάλαμα, το πιο σπάνιο και δυσεύρετο είδος. Δεν το δέχθηκα βέβαια, αλλά θα το θυμάμαι το ποτήρι της μικρής. Σαν σπάνια προσφορά, σαν δείγμα φιλοξενίας. Το τσαντήρι, εκεί μέσα στα χαλάσματα, με την φωτιά ολόγυρα είχε γίνει σπίτι της, και μια που ο ξένος είχε περάσει το κατώφλι της, έπρεπε να τον περιποιηθή.
Πέντε ώρες έμεινα στην πόλι της Ζακύνθου και έφυγα με το μήνυμα των ανθρώπων της στ’ αυτιά. Χρειάζονται όχι βοήθεια, αλλά όλες τις βοήθειες απ’ αρχής. Και βοήθεια ελληνική. Η Φανέλλα του Στρατιώτου είχε στείλει τρεις αντιπροσώπους και θα άρχιζε αύριο διανομές, και το υπουργείο Προνοίας εφρόντισε τους τραυματίας, αλλά στρατός, λόχοι μηχανικού δεν είχαν ακόμη φθάσει στο νησί. Και πολλές αρμοδιότητες δεν διευκόλυναν τις αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν. Ένας γενικός διοικητής θα μπορούσε να συντονίση τις προσπάθειες και να δώση στον κόσμο κάποια νέα ελπίδα, κάποιο ηθικό, κάποια δύναμι.
Γιατί οι Ζακυνθηνοί έχουν υποστή ένα κλονισμό που τους έχει ρίξει σε βαθειά ψυχολογική κατάπτωσι. Δεν είναι μονάχα ότι χάσανε ανθρώπους, περιουσίες, σπίτια, θησαυρούς, κειμήλια. Δεν έχει χάσει μονάχα ο καθένας κάτι. Χάσαν όλοι μαζί την Ζάκυνθον. «Εχάσαμε την ψυχή μας», σου λένε στεγνά. Εχάσανε την πόλι τους, εχάσανε τα δρομάκια όπου μεγαλώσανε, τα περιβόλια που πρωτοτραγουδήσανε, εχάσανε τα νειάτα τους, την πρώτη τους και την μεγάλη τους αγάπη. Και με τα πέτρινα ερείπια που ορθώνονται λείψανα μελαγχολικά ολόγυρά τους, δεν μπορούν να ξεχάσουν το δράμα που ζούνε ούτε στιγμή.
Ελένη Βλάχου, Η Καθημερινή, 16 Αυγούστου 1953
Φθάνοντας στο Αργοστόλι, νομίζεις ότι έγινε συμμαχική απόβασις. Όλος ο όρμος είναι γεμάτος πολεμικά καράβια. Τέσσαρα του Ισραήλ, έξη εγγλέζικα, πέντε αμερικανικά, δύο ιταλικά και το μεγάλο θηρίο, ο «Φραγκλίνος Ρούσβελτ», που ορθώνεται μετάλλινος κολοσσός και κάνει όλα τα άλλα να μοιάζουν με παιγνίδια. Και ελληνικά βαπόρια της γραμμής, καΐκια, ο «Πολεμιστής».
Στην μισογκρεμισμένη αποβάθρα, τα είδη βοηθείας ορθώνονται βουνά ολόκληρα. «Τι έστειλε πάλι το “Ρούσβελτ”;».
— «Τώρα κατεβάζει πέντε χιλιάδες μερίδες φαγητό για τριάντα ημέρες». Κιβώτια, ψωμιά, αυτοκίνητα, αντλίες, μοτοσυκλέττες, φορεία, φούρνοι, ξυλεία, αντίσκηνα, ένα κύμα ασταμάτητο βγαίνει από τα σωθικά των πλούσιων καραβιών και έρχεται να δώση κάποια παρηγοριά στον κτυπημένο κόσμο. «Αν δεν ήταν οι ξένοι…».
Αυτή η φράσις φτερουγίζει στα νησιά, πότε σαν έκφρασις θερμής ευγνωμοσύνης, πότε σαν έκφρασις άδικης κριτικής. Γιατί, βέβαια, η παρουσία των ξένων καραβιών ήταν μία αληθινή σωτηρία εκείνες τις πρώτες μαύρες ώρες. Πώς να μη είναι; Μπορείς τώρα να συγκρίνης αυτά τα καράβια με τα δικά μας, με τους δικούς μας μαχητάς της θάλασσας, που ταξιδεύουν με πέντε καρβέλια και τρεις σαρδέλλες για επισιτισμό; Κανόνια έχουν τα ελληνικά καράβια, κανόνια επάνω σε λαμαρίνες. Τα ξένα δεν είναι μονάχα πολεμισταί. Είναι πόλεις. Και τι πόλεις! Μαθημένες να ταξιδεύουν επί μήνες στους ωκεανούς, πλούσιες, ανεξάρτητες, πανέτοιμες, διοργανωμένες για να προμηθεύουν τροφή, πολεμοφόδια και ψυχαγωγία ακόμη σε χιλιάδες στρατιώτες επί μήνας, χωρίς να γυρίζουν εις την βάσι τους.
Το «Ρούσβελτ» έχει τρεις χιλιάδες πλήρωμα και ο ναύτης, που ζη στην πλώρη, δεν γνώριζει αυτόν που δουλεύει στην πρύμνη. Πώς να μη καταπλήξη λοιπόν η βοήθειά τους, η οργάνωσίς τους, η πείρα τους; Και αν προσθέση κανείς κοντά στις υλικές δυνατότητες, την φυσική γενναιότητα, την ψυχραιμία, την αντοχή, που χαρακτηρίζει και τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, καταλαβαίνει πόση αίσθησι έκανε η παρουσία τους. Λιγώτερα περίμενε ο κόσμος από αυτά τα μικρά πολεμικά, που έφθασαν με μία παράξενη σημαία με ένα πεντάγωνο αστέρι. Τα καράβια τα ισραηλιτικά, που είχαν βρεθή εις τας Πάτρας και έτρεξαν εις τον τόπο της καταστροφής. Και όμως, τι δεν έδωσαν, και με τι ψυχή δεν δουλέψανε, με τι τάξι, με τι κουράγιο. Νέα παιδιά, γεροδεμένα, ψυχωμένα, κατέβηκαν μέσα στα ερειπωμένα σπίτια, σήκωσαν τραυματίες στα χέρια, ξεθάψανε νεκρούς, δέσανε τραύματα, έφεραν νερό, στήσανε ιατρεία. Δουλέψανε με μια προθυμία, με μία καλωσύνη, που συνεκίνησε βαθειά τον κόσμο των χριστιανών.
— Τι θα λέη ο Άγιος Γεράσιμος, μουρμούριζε μια γυναικούλα, κάνοντας τον σταυρό της. Τα είχε μπλέξει η άμοιρη, βλέποντας την αγαθότητα των ανθρώπων του Ισραήλ…
Και εν τω μεταξύ, οι δικοί μας προχωρούσαν σε ένα σπουδαίο έργο, που αυτό το επέτυχαν πλήρως. Σώσανε όλους τους τραυματίες. Τους στείλανε με πολεμικά, με καράβια της γραμμής στην Πάτρα, στην Αθήνα, αμέσως ολοταχώς, χωρίς καμμιά αργοπορία, και καμμία ζωή δεν πήγε χαμένη, όπως θα πήγαινε, αν δεν είχε γίνει η μεταφορά με τέτοια ταχύτητα.
Όπως χθες στην Ζάκυνθο, έτσι και σήμερα στο Αργοστόλι, μεγάλη πραγματική τάξις επικρατεί εις τα πρόχειρα χειρουργεία, που είναι κι’ αυτά στημένα στην μεγάλη πλατεία, στην δεξιά άκρη της πόλεως. Απ’ εκεί αρχίζει ο παραλιακός δρόμος, και το Αργοστόλι, που δεν υπάρχει πια. Εδώ, δεν στέκονται ούτε τα τρία σπίτια, που έχουν μείνει στην Ζάκυνθο. Τίποτα δεν έχει σωθή, ούτε ένα κτίριο, ούτε μία εκκλησία, κανένα σπίτι δεν έχει κρατήσει το γνώριμό του σχήμα, ένας άμορφος σωρός από ερείπια σκεπάζει την τοποθεσία, όπου κάποτε ζούσε το Αργοστόλι.
Περπατώντας στην προκυμαία, προχωρεί κανείς σε μία απέραντη σιωπή, γιατί κανείς δεν πλησιάζει πια την πόλι. Και είναι μία ημέρα θαυμασία, το μελτέμι έχει πέσει εντελώς, μια θαμπή γαλανή μπουνάτσα έχει δώσει στην θάλασσα αυτή την γαλακτερή επιφάνεια της καλοκαιρίας, και το κύμα έρχεται μόλις σε τεμπέλικο ρυθμό να χαϊδέψη την τραυματισμένη προκυμαία. Τίποτε δεν ζη, και μόνο τα τζιτζίκια αμέριμνα εξακολουθούν το αδιάφορο τραγούδι τους, μέσα στα δέντρα των περιβολιών. Άνθρωπος κανείς. Κανείς δεν ελπίζει πια, και στον αέρα πλανάται ο θάνατος, που βρίσκεται κάτω από τα ερείπια.
Στην Ζάκυνθο, η πυρκαϊά αφήρεσε τουλάχιστον αυτόν τον εφιάλτη και κανείς ζωντανός δεν υπάρχει πια στην απηνθρακωμένη πόλι. Ενώ εδώ, ακόμη και σήμερα το πρωί, ξεθάψανε ένα γέρο ζωντανό. Ζωντανό σήμερα Σάββατο από την Τετάρτη το μεσημέρι. Εκεί, σ’ αυτό το σημείο, δεν δούλεψε αρκετά γρήγορα η κρατική μηχανή. Τόσα παιδιά έχομε, τόσους στρατιώτες, τόσους θαυμάσιους, γενναίους και γυμνασμένους ΛΟΚ. Γιατί αμέσως δεν εστάλησαν πεντακόσιοι, χίλιοι, σε κάθε νησί, να σταματήσουν τις πυρκαϊές, να σκάψουν, να ανατινάξουν, να ξεθάψουν;
Τίποτε δεν ζη, και μόνο τα τζιτζίκια αμέριμνα εξακολουθούν το αδιάφορο τραγούδι τους, μέσα στα δέντρα των περιβολιών. Άνθρωπος κανείς. Κανείς δεν ελπίζει πια, και στον αέρα πλανάται ο θάνατος, που βρίσκεται κάτω από τα ερείπια.
Σήμερα φθάσαν οι πρώτοι εδώ. Πολύ αργά. Ένα κορίτσι ίσαμε δεκαέξη χρονών, μελαχροινό, αδύνατο, θρηνεί δύο ημέρες έξω από ένα κτίριο τον πατέρα της, που ξέρεις πλακωμένο από κάτω. Κανείς δεν μπορεί να την τραβήξη απ’ εκεί, έχει αγκαλιάσει τις πέτρες, έχει γαντζωθή και κλαίει. «Θέλω να τον θάψω», λέει μονάχα. «Δεν μπορώ να γυρίσω στην μάννα μου και να μη τον έχω θάψει»! Η μάννα της, τραυματισμένη, είναι σε νοσοκομείο της Αθήνας.
Το δράμα παραμένει παντού. Καμμιά φορά έχει και μια γλυκύτατη όψι. Ένα μπογαλάκι χαμογελάει ζωηρά σε όσους το κυττάζουν. Είναι σαράντα ημερών κοριτσάκι ωραιότατο, ξανθό, με πελώρια μάτια. Ο σεισμός την σκότωσε την μάννα της, την Σοφία Ευαγγελάτου, είκοσι χρονών, και τον πατέρα της, Δημήτρη, είκοσι πέντε. Αυτή, ένα μαδέρι την προστάτευσε και την έστειλε να ζήση ορφανή σε ένα κακό κόσμο. Τώρα, όλοι την λυπούνται, και όλοι ζητούν να την προστατεύσουν, αλλά ένας γέρος παππούς, με αετήσιο βλέμμα, την θέλει δικιά του. «Θα την βαφτίσω Σοφία – Δημητρούλα», μας λέει και την παίρνει στην αγκαλιά του.
Εν τω μεταξύ, από τα χωριά, τα μηνύματα καταστροφής φθάνουν όλα πανομοιότυπα. Ο στρατηγός Ιατρίδης, που ανέλαβε τον συντονισμό, έστειλε περιπόλους πεζή, για να δούνε τι γίνεται. Οι δρόμοι δεν περνούν, τα γεφύρια έχουν πέσει, βράχοι έχουν γλιστρήσει από τα βουνά, και μερικά χωριά έχουν κατηφορίσει ολόκληρα από την πλαγιά του βουνού στα πόδια του! Αλλά οι χωρικοί αυτοί δεν φεύγουν, ούτε ζητούν να φύγουν.
Σ’ ένα χωριό, στα Λουκάτα, έχουν στήσει τσαντήρι κάτω από μιά ελληνική σημαία και δηλώνουν ότι δεν το κουνάνε από το χωριό τους και ότι θα το ξαναχτίσουν με τα χέρια τους. Οι χωριανοί δεν έχουν υποστή τον κλονισμό, που υπέστησαν οι κάτοικοι της πόλεως, και δεν έχουν αυτή την αγωνία να φύγουν, να μη ξαναδούνε αυτήν που βλέπουν σαν χαμένη σκοτωμένη πατρίδα. Αντιθέτως, ένας γέρος, που έπρεπε να μεταφερθή για να σώση το πόδι του, τσακισμένο και μολυσμένο, αφού χάλασε τον κόσμο, άρχισε να καλοπιάνη τον γιατρό και να του ορκίζεται: «Τάμου να γιάνη και θα φύγω, κυρ γιατρέ, τάμου να γιάνη…» Έως ότου να τον μπαρκάρουν είδανε και πάθανε. Ενώ όλοι παρακαλούσανε να φύγουνε, αυτός γαντζωνότανε στο κρεββάτι του.
Εκεί, σ’ αυτό το σημείο, πολλές αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές ετάραξαν τον κόσμο. Πρώτα απαγόρευσις κάθε μετακινήσεως, όχι πολύ αυστηρά, την οποίαν κατεπάτησαν όσοι είχαν τα μέσα, έπειτα μιά σύντομη περίοδος ελευθερίας, που έστειλε δυό βαποριές πρόσφυγες στην Πάτρα και στην Αθήνα, και σήμερα αγριωτάτη πλέον διαταγή να μη φύγη κανείς και να μη έρθει κανείς. Ούτε οι ντόπιοι, ούτε οι ξένοι δεν καταλαβαίνουν το γιατί. Και επίσης γιατί φθάνουν διαταγές παράξενες, σαν αυτή που είδα να φθάνη, και έλεγε: «Περισυλλέξατε αμέσως αλεξίπτωτα, που χρησιμοποιήσατε διά ρίψεις».
Τώρα ρίψεις γίνονται στα τελείως αποκλεισμένα χωριά. Αν μπορούσες να πας να μαζέψης αλεξίπτωτα, θα πήγαινες και τρόφιμα και δεν θα τα έρριχνες αεροπορικώς. Ας είναι, τώρα πρέπει να κυττάξωμε μπροστά και να γίνη μιά σοβαρή, έξυπνη, λογική μελέτη για την μελλοντική ζωή των νησίων μας. Το Κράτος έχει την δυνατότητα να ξαναδώση ζωή και ομορφιά στην Ζάκυνθο και στην Κεφαλλωνιά, να ξανακτίση τα χωριά και να σβήση από την μνήμη των κατοίκων τις φρικτές ημέρες, που πέρασαν. Και πρώτα απ’ όλα, να σκεφθή τις βροχές, που έρχονται. Γι’ αυτά όμως αύριο.
Ελένη Βλάχου, Η Καθημερινή, 18 Αυγούστου 1953
Σήμερα κλείνει η πρώτη εβδομάδα από το τραγικό πρωινό της 12ης Αυγούστου, που έδωσε το τελικό κτύπημα στα δύο νησιά. Εκείνη την τελευταία δόνησι, της περασμένης Τετάρτης, μου την περιέγραψαν πολλοί, με τα ίδια περίπου λόγια: «Πρώτα άρχισε ένας δυνατός σεισμός, ένα φοβερό τράνταγμα, που έρριξε χάμω έπιπλα και ανθρώπους, σαν η γη να είχε βρεθή επάνω σε θάλασσα, που την τάραζε φουρτούνα.
»Αλλά αυτή η πρώτη φάσις του σεισμού δεν ήταν τίποτε μπροστά στην δεύτερη που ακολούθησε, με τρεις κατακόρυφες δονήσεις, τρία απότομα φοβερά σκιρτήματα, που μας κτύπησαν χάμω, σε ένα διάστημα απερίγραπτου τρόμου. Και το παράξενο ήταν ότι πέρασε το πρώτο και το δεύτερο, και στο τρίτο κτύπημα, εκεί στο τελευταίο, κατέρρευσαν όλα συγχρόνως τα κτίρια, μέσα σε μία εκκωφαντική βοή. Για λίγη ώρα δεν μπορούσες διόλου ν’ αναπνεύσης. Ο αέρας ήταν γεμάτος πηχτή σκόνη, το φως είχε σκοτεινιάσει και το αίσθημα, που πάγωνε τον νου και την καρδιά, ήταν ότι όλα είχαν τελειώσει και ο κόσμος και η ζωή…».
Λίγα δευτερόλεπτα χρειάσθηκαν για την καταστροφή, λίγες στιγμές, που θα δώσουν στον τόπο τώρα έννοιες και φροντίδες και βάσανα για χρόνια και μελαγχολία για την χαμένη «Παλαιά Ζάκυνθον» ποιος ξέρει για πόσους αιώνας. «Όταν το 1953 κατεστράφη η Παλαιά Ζάκυνθος», θα γράφουν στο μέλλον οι ιστορικοί. Αλλ’ αν η παλαιά Ζάκυνθος και η Κεφαλληνία δεν μπορούν ν’ αναστηθούν ίδιες και όμοιες μέσα από τα φλογισμένα ερείπια, νέες πόλεις και νέα χωριά μπορούν να γεννηθούν στην εύφορη γη. Και γρήγορα, εάν το Κράτος θελήση να συντονίση όλες τις προσπάθειές του και να προχωρήση στην ανοικοδόμησι με λογική και ψυχραιμία.
Οι ώρες της πρώτης βοήθειας περνούν τώρα, τα ξένα πολεμικά φεύγουν, τα τραύματα έχουν δεθή, οι νεκροί σκεπάσθηκαν με το ελαφρό χώμα της πατρίδος τους, και τα προβλήματα που ορθώνονται, είναι προβλήματα μέλλοντος και ζωής. Προβλήματα τεράστια, που πρέπει να πάρουν το καθένα την δική του προτεραιότητα. Πρώτος σταθμός είναι οι βροχές, που σε ένα μήνα θα κατακλύσουν τα νησιά. Ως τότε πρέπει να έχη προχωρήσει η πρόχειρη στέγασις για να μη φύγουν άλλοι κάτοικοι και για να μπορούν όσοι θέλουν να γυρίσουν, όσοι σε μία στιγμή πανικού «έρριξαν πέτρα πίσω τους». Διότι τον Οκτώβριο πρέπει να βρεθούν χέρια να μαζέψουν τον πλούσιο καρπό της εληάς, που ωριμάζει τώρα αμέριμνος κι’ ατάραχος από την θύελλα, που ξέσπασε ολόγυρά του.
Η πρόθεσις του Κράτους να βοηθή πρώτα και περισσότερο γρήγορα και πιο γενναιόδωρα όσους έχουν τα μέσα να ζήσουν αλλού, είναι πιο αποτελεσματική από κάθε έκκλησι και κάθε απειλή. Πρόσφυγες δεν πρέπει να υπάρξουν και για τον τόπο, αλλά και για τους ίδιους. Μαύρη ζωή έσυραν επί δεκαετηρίδες οι άνθρωποι, που ζήσανε ξερριζωμένοι και η πικρία συννέφιασε ολόκληρη την γενηά τους. Αν βέβαια μερικοί εύποροι άνθρωποι, που έχουν τα μέσα να ζήσουν αλλού, αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το νησί, είναι δικαίωμά τους σήμερα, όπως ήταν και προ δέκα ημερών, αλλά αυτό δεν μπορεί, δεν πρέπει ν’ απασχολήση το Κράτος. Το ρεύμα της βοηθείας πρέπει να πάη κατ’ ευθείαν στα νησιά. Εκεί, τα χρήματα που θα βρη, που θα συγκεντρώση το Κράτος, θα ανοικοδομήσουν τα νέα χωριά, τις νέες πόλεις, με την βοήθεια των κατοίκων, με την εργασία τους, με την ψυχή τους, με την πίστι τους. Αυτή την στιγμή ακόμη ο κλονισμός έχει στερέψει τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου. Αλλά αυτό είναι παροδικό φαινόμενο, η ζωή ξαναπαίρνει γρήγορα τα δικαιώματά της και πολύ σύντομα θα ζωντανέψουν και σχέδια και φιλοδοξίες και συμφέροντα.
Κάτω από μία σκηνή, μπροστά μου, δύο Κεφαλλωνίτες, που είχαν συνέλθει γρηγορώτερα από τους συμπατριώτες τους, είχαν πιάσει άγριο καυγά, σχετικά με το ποιος από τους δύο είχε υποστή τις περισσότερες ζημιές από την «τάραξι». Και όσο και νάναι, ο αριθμός των εκατό χιλιάδων αστέγων κρύβει κάτω από την αλήθειά του κάποια υπερβολή. Διότι άλλου είδους άστεγοι είναι οι άνθρωποι, που χάσανε ένα θαυμάσιο σπίτι στο Τζάντε, και άλλου οι χωριανοί, που είδανε το τσαρδάκι τους να διαλύεται. Εκεί πάνω, οι χωρικοί έχουν τα ζώα τους, έχουν νερό, χόρτα, λάδι και η ζημιά που υπέστησαν είναι ζημιά, που διορθώνεται σχετικώς πιο εύκολα και πιο γρήγορα.
Το ρεύμα της βοηθείας πρέπει να πάη κατ’ ευθείαν στα νησιά. Εκεί, τα χρήματα που θα βρη, που θα συγκεντρώση το Κράτος, θα ανοικοδομήσουν τα νέα χωριά, τις νέες πόλεις, με την βοήθεια των κατοίκων, με την εργασία τους, με την ψυχή τους, με την πίστι τους.
Ήταν τέτοια η φτώχεια τους και η κακομοιριά τους –ιδίως στην Ζάκυνθο– που ίσως το πέρασμα της θεομηνίας να μη είναι για κακό. Λίγος πολιτισμός ίσως σκαρφαλώση εκεί μαζί με τα συνεργεία και δώση νέα μορφή εις το καλύβι των χωρικών μας. Τώρα λέμε συνεργεία, στέγασις, ταχύτης. Αυτό προϋποθέτει την άμεσο σύστασι μιας ολιγομελούς Επιτροπής, που να αναλάβη να διευθύνη όλο το έργο. Λίγοι άνθρωποι, προς Θεού, σοβαροί και λογικοί και ψύχραιμοι, που να αναλάβουν και να μαζεύουν χρήματα και υλικά και να τα μοιράζουν, να τα δίνουν εκεί που θα πιάσουν τόπο, στους ανθρώπους που τα χρειάζονται, την στιγμή που μπορούν να μεταχειρισθούν. (Θυμήθηκα μια διανομή ρυζιού, που έγινε προχθές στην Ζάκυνθο, σε στιγμή όπου σε ολόκληρη την χώρα δεν είχε ούτε ένας κάτοικος μια κατσαρόλα για να το μαγειρέψη.) Χάθηκε η υπόθεσις, αν την παραδώσουν σε κάθε «αρμόδιο» τμήμα κάθε Υπουργείου.
Και ο ειλικρινέστερος φίλος της Κυβερνήσεως, όσο μύωψ και αν είναι, βλέπει τι διαφορά αποδόσεως έχουν ωρισμένα υπουργεία από ωρισμένα άλλα, διερωτάται γιατί αυτή η ιστορία διαιωνίζεται και ελπίζει ότι κάποτε θα επέλθη ισορροπία.
Εν τω μεταξύ όμως, αλλοίμονο εάν το έργο της ανασυγκροτήσεως, της ανοικοδομήσεως της Επτανήσου, το αναλάβουν φέτα-φέτα οι ειδικοί, οι διεσπαρμένοι στις διάφορες υπηρεσίες. Διότι εάν η γιατρειά είναι σχετικώς απλή όταν σκέπτεται κανείς τα χωριά και τις μικρές πόλεις, γίνεται πολύ πιο βαρειά και περίπλοκη όταν σκεφθή την Ζάκυνθο, το Αργοστόλι, το Ληξούρι. Εκεί το κράτος θα πρέπει να ζητήση την βοήθεια των κατοίκων, να τους ζητήση όχι μόνο να εργασθούν, αλλά και να θυμηθούνε και να δέσουν αυτοί την νέα Ζάκυνθο με την παληά. Από τώρα αμέσως πρέπει να ορισθούν τοπικαί επιτροπαί. Οι ώρες και οι ημέρες και οι εβδομάδες χωρίς δουλειά, χωρίς σκοπό, είναι βαρειές και ολέθριες.
Τι να κάνουν όλη μέρα και όλη νύχτα οι άστεγοι της πόλεως; Τι να σκεφθούν, τι να ελπίσουν, πώς να μην περνούν τις ώρες τους σε θρήνους, πώς να μην ψάχνουν να βρίσκουν ευθύνες ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν; Πρέπει να βοηθήσουν τον καθένα να εργασθή εις τον τομέα του, να τον βοηθήσουν να γεφυρώση όσο πιο γρήγορα το χάσμα που έσχισε την ζωή του στα δύο και να του δώσουν, σ’ αυτόν που έμεινε, που δεν εγκατέλειψε το πόστο του, το δείγμα της αναγνωρίσεως και της ευγνωμοσύνης της Κυβερνήσεως.
Το λέω και το επαναλαμβάνω, διότι έχω υπ’ όψιν μου τρεις «ντοτόρους», τρεις ντόπιους γιατρούς που επήραν το βαλιτσάκι τους και εξαφανίσθηκαν από τον τόπο της καταστροφής με το πρώτο καράβι, ενώ άλλοι συνάδελφοι, τσακιστήκανε, σκοτωθήκανε, λειώσανε στην δουλειά και στην αγωνία, συνάδελφοι πατριώτες τους και συνάδελφοι Αθηναίοι.
Εμείς απ’ εδώ, οι Έλληνες όλης της Ελλάδος και του εξωτερικού, έχομε μία υποχρέωσι: να δώσωμε. Το κράτος έχει να περάσει τις εξετάσεις της διοργανωτικής του ικανότητος. Και εκεί, στα νησιά, οι δυναμικοί, οι προύχοντες, οι ζωντανοί, οι νέοι, πρέπει να πάρουν την υλική βοήθεια που θα τους φθάση ψυχρή και απρόσωπη και να την ζυμώσουν με δάκρυα, με αγάπη, με μνήμη. Αμέσως ν’ αρχίσουν να μαζεύουν «πορτόνια» και μάρμαρα και κομμάτια που γλύτωσαν από την θεομηνία και να φροντίσουν να έχουν μαγιά για την νέα πόλι.
Πόσες πόλεις της Ευρώπης δεν έχουν καή και δεν έχουν ξαναφυτρώσει μέσα από την στάχτη, καινούργιες ίσως και διαφορετικές, αλλά χωρίς να έχουν χάσει την προσωπικότητά τους. Η Ζάκυνθος και το Αργοστόλι και το Ληξούρι και η Σάμη, μπορούν να ορθωθούν πάλι όμορφες πόλεις, γεμάτες αρχοντιά και χάρι αν ανοικοδομηθούνε γρήγορα, από χέρια που τις αγαπήσανε και από μάτια που τις θυμούνται.
Ελένη Βλάχου, Η Καθημερινή, 19 Αυγούστου 1953