Το 1801 ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρωσίας ο Αλέξανδρος Α΄. Παρότι η ζωή του είχε σημαδευτεί από το μίσος και τις δολοπλοκίες της αυλής της γιαγιάς του Αικατερίνης Β΄ και του πατέρα του Παύλου, ο οποίος μάλιστα δολοφονήθηκε από μια ομάδα συνωμοτών με υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, ο μόλις είκοσι τριών ετών Αλέξανδρος έδειξε ότι διέθετε την ιδιοσυγκρασία ενός φιλελεύθερου και ιδεαλιστή ηγεμόνα. Ήταν αρκετά εξοικειωμένος με τις ιδέες του Διαφωτισμού, δημιουργώντας την εικόνα ενός μεταρρυθμιστή ηγέτη, γεγονός το οποίο άρεσε στους φιλελεύθερους κύκλους της ρωσικής ελίτ. Ξεκίνησε τη βασιλεία του παραχωρώντας αμνηστία σε χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι είχαν καταδικαστεί την περίοδο διακυβέρνησης του πατέρα του, χαλάρωσε τα μέτρα λογοκρισίας και επέτρεψε σε περισσότερους Ρώσους να ταξιδεύουν στο εξωτερικό.
Ωστόσο, με το πέρασμα των ετών ο Αλέξανδρος Α΄ εξελισσόταν σε έναν ολοένα και πιο συντηρητικό ηγεμόνα. Βλέποντας την εξουσία του να κλονίζεται το 1818 από μια ανταρσία του στρατού και την απόπειρα απαγωγής του, άρχισε να διαβλέπει σχεδόν παντού «θύλακες του βασιλείου του σατανά». Επιβλήθηκε έλεγχος σε χώρους όπως σχολεία και πανεπιστήμια προκειμένου να αποτραπεί η εκδήλωση οποιασδήποτε φιλελεύθερης φωνής.
Παρά τα διάφορα μέτρα που έλαβε ο Αλέξανδρος Α΄, εξακολουθούσαν να υπάρχουν κύκλοι στη Ρωσία που θεωρούσαν αναγκαία τη φιλελεύθερη μεταρρύθμιση της χώρας. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν πολλοί νεαροί ευγενείς-αξιωματικοί του ρωσικού στρατού, οι οποίοι, με αφορμή τους Ναπολεόντειους Πολέμους, επισκέφθηκαν την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη και παρατήρησαν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, συναντήθηκαν με ομολόγους τους σε γαλλικά και γερμανικά σαλόνια και -το κυριότερο- ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες τους. Το γεγονός ότι ήταν εξοικειωμένοι με τις ιδέες του διαφωτισμού, εξαιτίας της ευρωπαϊκής παιδείας που είχαν λάβει, τους βοήθησε να εξετάσουν αναλυτικά τα πολιτικά συστήματα και τις κοινωνικές δομές των κρατών που επισκέφθηκαν.
Για πολλούς, η επιστροφή στην πατρίδα τους ήταν μια ψυχρολουσία. Γνώριζαν ότι ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα είχε ξεκινήσει η συζήτηση για την κατάργηση της δουλοπαροικίας – κάτι που είχαν πραγματοποιήσει ο Ναπολέων στην Πολωνία και οι Πρώσοι στη χώρα τους. Αισθάνονταν ότι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του τσάρου τους αφορούσε μονάχα την υιοθέτηση συντάγματος στη Γαλλία και, από τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην Πολωνία και στη Φινλανδία. Τι θα γινόταν άραγε με την ίδια τη Ρωσία, διερωτούνταν.
Από το 1816-1817 άρχισαν να δημιουργούνται διάφορες εταιρείες κατά μίμηση των μασονικών οργανώσεων από ευγενείς και αξιωματικούς του ρωσικού στρατού, σκοπός των οποίων ήταν φαινομενικά η μελέτη της λογοτεχνίας και η ανταλλαγή ιδεών. Από αυτές ξεχωρίζουν η Ένωση Σωτηρίας, η Ένωση Ευημερίας, η Βόρεια Εταιρεία και η Νότια Εταιρεία. Τα μέλη της Βόρειας Εταιρείας ήταν κυρίως μορφωμένοι ευγενείς, οι οποίοι είχαν ως πρότυπο κράτους το Ηνωμένο Βασίλειο. Αντίθετα, τα μέλη της Νότιας Εταιρείας είχαν πιο ριζοσπαστικές ιδέες, ήταν κυρίως στρατιωτικοί και έθεταν ως στόχο τους τη δολοφονία του τσάρου και την εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας.
Ο θάνατος του Αλέξανδρου Α΄ σε ηλικία σαράντα επτά ετών στις 19 Νοεμβρίου 1825 (π.η.) φάνηκε στους συνωμότες ως η ιδανική ευκαιρία για δράση. Σύμφωνα με τον νόμο διαδοχής του 1797, ο δεύτερος γιος του Παύλου, Κωνσταντίνος, έπρεπε να διαδεχτεί τον άκληρο Αλέξανδρο Α΄. Ο Κωνσταντίνος, όμως, ήδη από το 1822 είχε παραιτηθεί των δικαιωμάτων του στον θρόνο. Το γεγονός αυτό δεν είχε γίνει γνωστό στον μικρότερο αδερφό του αποθανόντα Αλέξανδρου Α΄, Νικόλαο, ο οποίος καθυστέρησε την ορκωμοσία του περιμένοντας την επίσημη απάντηση του Κωνσταντίνου επί του ζητήματος. Όταν πια επιβεβαιώθηκε πως ο ίδιος θα γινόταν ο νέος τσάρος, ο Νικόλαος Α΄ διέταξε να γίνει η ορκωμοσία στις 14 Δεκεμβρίου (π.η.).
Οι συνωμότες γνώριζαν περί αυτής της καθυστέρησης της ανάρρησης του Νικολάου Α΄ στον θρόνο, καθότι αρκετοί από αυτούς υπηρετούσαν στα Χειμερινά Ανάκτορα. Αποφάσισαν να προλάβουν τον Νικόλαο και να ξεσηκώσουν τον στρατό το πρωί πριν από την ορκωμοσία του νέου τσάρου. Συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία του Πέτρου στην Αγία Πετρούπολη έχοντας υπό τις διαταγές τους 3.000 άνδρες και απαίτησαν να δοθεί ο θρόνος στον Κωνσταντίνο αρνούμενοι να ορκιστούν πίστη στον Νικόλαο Α΄. Οι ελπίδες των Δεκεμβριστών, όπως ονομάστηκαν οι συμμετέχοντες στην εξέγερση, για προσχώρηση στις τάξεις τους των στρατευμάτων του τσάρου δεν πραγματοποιήθηκαν. Σχεδόν όλη την 14η Δεκεμβρίου οι δύο παρατάξεις βρίσκονταν η μία απέναντι στην άλλη προσπαθώντας να έρθουν σε συμβιβασμό για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Αργά το απόγευμα, ο τσάρος έδωσε τη διαταγή στους στρατιώτες του να ανοίξουν πυρ κατά των επαναστατών, οι οποίοι σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι νεκροί της σύγκρουσης υπολογίζονται σε άνω των χιλίων ατόμων, ενώ πολλές εκατοντάδες υπήρξαν οι συλληφθέντες. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1826, ηττήθηκαν σε μάχη και οι εξεγερθέντες στον νότο, στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας.
Ακολούθησαν ανακρίσεις, στις οποίες συμμετείχε μάλιστα ο ίδιος ο τσάρος. Αποδείχθηκε ότι συμμετείχαν στη συνωμοσία μέλη των πιο επιφανών οικογενειών της αυτοκρατορίας. Πέντε άτομα εκτελέστηκαν και άνω των εκατόν είκοσι καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία, ενώ πολλοί ήταν οι αξιωματικοί, οι οποίοι πλήρωσαν τη συμμετοχή τους στην εξέγερση παίρνοντας δυσμενείς μεταθέσεις στα μέτωπα του πολέμου.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης