Αναμφίβολα μία από τις προσωπικότητες που άφησαν έντονο το στίγμα τους στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ήταν ο πολιτικός, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και ακαδημαϊκός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα, στις 13 Δεκεμβρίου 1902. Γονείς του ήταν ο φαρμακοποιός Κανέλλος Κανελλόπουλος και η Αμαλία Γούναρη, κόρη εύπορου σταφιδέμπορου και αδερφή του μετέπειτα πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη. Φοίτησε στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών και στη συνέχεια, το 1919, εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του το 1920 στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου το 1923 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Δικαίου. Πραγματοποίησε ακόμη σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου.
Οι πνευματικές του αναζητήσεις ξεπερνούσαν κατά πολύ το αντικείμενο των σπουδών του στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Αφορούσαν κυρίως την Κοινωνιολογία, τη μελέτη της επίδρασης της θρησκείας στη διαμόρφωση των πολιτισμών ακόμη και τη συμβολή του Καρλ Μαρξ στην ιστορία των οικονομικών και των κοινωνικών θεσμών. Έπειτα από πρόταση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Δημητρίου Καλλιτσουνάκη και του Αριστοτέλη Σιδέρη, ο Κανελλόπουλος έγινε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών. Το 1926 ανέλαβε τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη, το 1929 εξελέγη υφηγητής της έκτακτης αυτοτελούς έδρας της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1933 τακτικός καθηγητής και το 1934 πρόεδρος του νεοσύστατου ΙΚΑ.
Το 1935 πήρε σαφή θέση επί του μείζονος πολιτικού θέματος, το οποίο απασχολούσε την κοινή γνώμη, το πολιτειακό, δημοσιεύοντας σειρά άρθρων υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας στην εφημερίδα Ακρόπολις. Μετά την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα, ο Κανελλόπουλος απομακρύνθηκε από το πανεπιστήμιο, καθότι αρνήθηκε να ορκιστεί πίστη στον βασιλιά. Στη συνέχεια, ίδρυσε το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα, το οποίο έλαβε μέρος στις εκλογές του 1936 συνεργαζόμενο με τον βενιζελικό στρατηγό Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν. Ο Κανελλόπουλος και ο Μαζαράκης-Αινιάν ευαγγελίζονταν την υπερνίκηση του Εθνικού Διχασμού, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να αποκτήσουν ευρεία βάση στον ελληνικό λαό. Κανείς τους δεν εξελέγη βουλευτής το 1936.
Στη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ο Κανελλόπουλος συνελήφθη και εξορίστηκε. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου, όμως, ζήτησε να συμπεριληφθεί στους επίστρατους. Συμμετείχε ως οπλίτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου, φθάνοντας έως την Κορυτσά και το Πόγραδετς.
Στην περίοδο της Κατοχής, δεν παρέμεινε αδρανής, αλλά συμμετείχε από την πρώτη κιόλας στιγμή στις αντιστασιακές κινήσεις, όντας ηγετικό στέλεχος της Πανελληνίου Ενώσεως Αγωνιζομένων Νέων. Κινδυνεύοντας να συλληφθεί από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, ο Κανελλόπουλος και η σύζυγός του Θεανώ Πουλικάκου διέφυγαν από την Αθήνα και μέσω Τουρκίας μετέβησαν στο Κάιρο. Εκεί συμμετείχε στις εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στις πολιτικές διεργασίες.
Μεταπολεμικά ο Κανελλόπουλος υπήρξε μία από τις πιο επιφανείς προσωπικότητες στην ελληνική πολιτική. Προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου και τον Δεκέμβριο του 1954 ανέλαβε τη μία εκ των δύο θέσεων του αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Ο ίδιος και ο έτερος αντιπρόεδρος Στέφανος Στεφανόπουλος εμφανίζονταν ως οι επικρατέστεροι υποψήφιοι διάδοχοι του ασθενή Παπάγου. Παρά ταύτα, τη θέση του πρωθυπουργού ανέλαβε ο μέχρι πρότινος υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος ήταν σύζυγος της ανιψιάς του Κανελλόπουλου, Αμαλίας. Αρχικά, ο Κανελλόπουλος δεν εντάχθηκε στο νέο κόμμα, το οποίο ίδρυσε ο Καραμανλής, την ΕΡΕ, παρότι συνεργάστηκε πολιτικά μαζί του. Προσχώρησε επίσημα τον Ιανουάριο του 1959. Μετά την παραίτηση του Καραμανλή από την αρχηγία το 1963, ο Κανελλόπουλος ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου της ΕΡΕ. Μεταπολιτευτικά ο Κανελλόπουλος εξελέγη δύο φορές ανεξάρτητος βουλευτής (1977 και 1981) συνεργαζόμενος με το νέο κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τη Νέα Δημοκρατία. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Σεπτεμβρίου 1986.
Η πνευματική συνεισφορά του υπήρξε τεράστια. Από την τεράστια εργογραφία του ξεχωρίζει η εντεκάτομη Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, την οποία επαίνεσε ο Βρετανός Κρίστοφερ Γουντχάους χαρακτηρίζοντάς την ως έργο «ασυναγώνιστο». Έγραψε ακόμη ποιήματα, πεζά κείμενα, θεατρικά έργα, δεκάδες μελέτες και δοκίμια ιστορίας, κοινωνιολογίας, νομικής και πολιτικής.
Απαντώντας σε ερώτηση της δημοσιογράφου Μαρίας Ρεζάν το 1983 σχετικά με το πώς θα ήθελε ο ίδιος να τον γράψει η ιστορία, ο Κανελλόπουλος είπε: «Πρώτον, δεν ξέρω, αν η ιστορία θα πει για μένα στις γραμμές της, ή ανάμεσα από τις γραμμές της. Αλλά, τέλος πάντων, θα ήθελα να πει, ότι στη ζωή μου αγωνίστηκα. Ότι δεν άφησα καμιά ώρα χωρίς να την αξιοποιήσω (είτε έτσι, είτε αλλιώς, είτε πολιτικά, είτε πνευματικά και συγγραφικά). Ότι δεν επεδίωξα ποτέ ένα όφελος δικό μου. Ή, εάν σε κάποιες πράξεις μου, υπήρχε και μια τέτοια διάθεση, δεν ήταν συνειδητή».
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης