Στις 2 Απριλίου 1800 ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν παρουσίασε για πρώτη φορά στο κοινό της αυστριακής πρωτεύουσας, της Βιέννης, την Πρώτη Συμφωνία του. Το Burgtheater ήταν ασφυκτικά γεμάτο, καθότι η μουσικόφιλη κοινωνία της Βιέννης ανυπομονούσε να παρακολουθήσει το έργο του νέου και φερέλπιδος συνθέτη από τη Βόννη. Μερικά χρόνια πριν, στο ίδιο θέατρο, το οποίο είχε κατασκευαστεί με εντολή της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας το 1741, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ είχε παρουσιάσει τρεις από τις όπερές του (Απαγωγή από το Σεράι, Οι γάμοι του Φίγκαρο, Ετσι κάνουν όλες), καθώς και το Κονσέρτο σε πιάνο Νο. 24 σε Ντο Μείζονα.
Ο Μπετόβεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των φίλων της κλασικής μουσικής. Η παράστασή του, στην οποία περιλαμβάνονταν, εκτός από την Πρώτη Συμφωνία, άλλα έργα του ιδίου καθώς και έργα του Χάυντν και του Μότσαρτ, κρίθηκε επιτυχημένη. Η Allgemeine Musikalische Zeitung, μάλιστα, χαρακτήρισε την παράσταση του Μπετόβεν ως «το πιο ενδιαφέρον μουσικό γεγονός μετά από πολύ καιρό».
Ο Μπετόβεν έδειχνε από νωρίς πως θα ακολουθούσε τη σταδιοδρομία ενός συνθέτη. Γεννήθηκε στη Βόννη και βαπτίστηκε στην καθολική εκκλησία του Αγίου Ρεμίγιου, στις 17 Δεκεμβρίου 1770. Καθότι δεν υπάρχει κάποιο επίσημο έγγραφο που να πιστοποιεί την ακριβή ημέρα γέννησής του, οι ερευνητές του βίου του υποστηρίζουν ότι ο Λούντβιχ γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου, βασίζοντας τη θεωρία τους στο έθιμο εκείνης της εποχής στη Βόννη να βαπτίζουν τα παιδιά μία ημέρα μετά τη γέννησή τους. Ο παππούς του, το όνομα του οποίου έφερε, ήταν βαρύτονος στην Αυλή του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας και αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνση ορχήστρας στη Βόννη, όπου και μετακόμισε. Ο πατέρας του μικρού Λούντβιχ, Γιόχαν, ήταν και εκείνος μουσικός και τενόρος, χωρίς όμως να έχει διακριθεί ιδιαίτερα.
Από μικρή ηλικία ο Λούντβιχ έδειξε την κλίση του στη μουσική. Ο πατέρας του, μάλιστα, γνωρίζοντας την ιστορία του Μότσαρτ, για τον οποίο ο πατέρας του, Λέοπολντ, έκανε τα πάντα προκειμένου να τον αναδείξει, προσπάθησε να εμφανίσει τον μικρό Λούντβιχ ως παιδί-θαύμα στις πρώτες του παραστάσεις το 1778.
Μεγαλώνοντας στη Βιέννη, ο Μπετόβεν δέχτηκε επιρροές από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Μαθήτευσε πλάι στον Κρίστιαν Νέεφε και τον Αντρέα Λουκέσι, ενώ το 1786 μετέβη στη Βιέννη με την ελπίδα να μαθητεύσει στο πλευρό του μεγαλύτερου συνθέτη της γενιάς του και οπωσδήποτε προτύπου του, του Μότσαρτ. Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες της μεταξύ τους σχέσης. Πολλοί, ακόμα, αμφιβάλλουν αν ποτέ γνωρίστηκαν οι δύο μουσικοί.
Το 1792 ο Μπετόβεν αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στη Βιέννη, ένα από τα μείζονα κέντρα της κλασικής μουσικής στην Ευρώπη. Εκεί ανέπτυξε φιλία με τον Γιόζεφ Χάυντν, ο οποίος επηρέασε βαθιά τον νεαρό Λούντβιχ. Τα πρώτα χρόνια στη Βιέννη, ο Μπετόβεν αφοσιώθηκε στις μουσικές σπουδές του και στην εκτέλεση έργων άλλων, δημιουργώντας πολύ καλές εντυπώσεις στους μουσικόφιλους κύκλους της αψβουργικής πρωτεύουσας. Σταδιακά άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του, πολλά από τα οποία αφιέρωνε σε ανθρώπους που τον στήριζαν οικονομικά, όπως τον πρίγκιπα Καρλ φον Λιχνόφσκι. Επέλεξε να μην ενταχθεί στην Αυλή κάποιου ευγενή ούτε και να εργαστεί στην Εκκλησία, διατηρώντας την ανεξαρτησία του ως συνθέτης. Ο Μπετόβεν συντηρούνταν από τα έσοδα των συναυλιών του και από την παραγωγή έργων κατά παραγγελία.
Τη ζωή του σημάδεψε η σταδιακή απώλεια της ακοής του, η οποία κατέληξε το 1820 σε μόνιμη κώφωση. Οπως σημείωσε ο ίδιος στη διαθήκη του, με αποδέκτες τα δύο του αδέρφια, Καρλ και Γιόχαν, γνωστή και ως Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, του προκαλούσε μεγάλη θλίψη το γεγονός ότι δεν μπορούσε να συμμετέχει σε κοινωνικές συναναστροφές εξαιτίας της απώλειας της ακοής του. Αποτέλεσμα ήταν να απομονωθεί και να δείξει προς τα έξω το πρόσωπο ενός μονόχνοτου ανθρώπου. Λέγεται πως στην πρεμιέρα της Ενάτης Συμφωνίας του, ο Μπετόβεν, ο οποίος διηύθυνε το έργο, δεν μπορούσε να ακούσει τα χειροκροτήματα του κοινού. Χρειάστηκε να τον στρέψει προς το κοινό για υπόκλιση μία από τις σολίστ. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ο Μπετόβεν ουδέποτε έπαψε να συνθέτει έργα. Εφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 1827 σε ηλικία μόλις 57 ετών.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης