Στη δεκαετία του 1890, η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία γνώρισε τη μεγαλύτερη πολιτική και ηθική κρίση της. Πλευρά της ήταν και η υπόθεση Ντρέιφους -όπως έμεινε γνωστή-, η οποία αποτέλεσε όχι μόνο ένα στρατιωτικό και πολιτικό σκάνδαλο κατασκοπείας, αλλά ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συγκεκριμένα, στις 22 Δεκέμβριο 1894, ο Άλφρεντ Ντρέιφους, λοχαγός του γαλλικού στρατού, εβραϊκής καταγωγής, κρίθηκε ένοχος για την κατηγορία ότι είχε πουλήσει στρατιωτικά μυστικά της Γαλλίας στους Γερμανούς. Η πολιτική αυτή κρίση θα συνεχιζόταν μέχρι και το 1906.
Αρχικά, η δημοσιότητα γύρω από την υπόθεση προήλθε από συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η εφημερίδα La Libre Parole, την οποία επιμελούταν ο Εντουάρτ Ντριμόν, στα δημοσιεύματα της οποίας ο Ντρέιφους συμβόλιζε την υποτιθέμενη απιστία των Γάλλων Εβραίων. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το όλο θέμα αποκάλυπτε σε μεγάλο βαθμό και τις αντιλήψεις των γαλλικών αντισημιτικών ομάδων.
Η προσπάθεια για ανατροπή της ποινής αρχικά έγινε μόνο από τα μέλη της οικογένειας του Ντρέιφους. Ωστόσο, όταν τα στοιχεία που έρχονταν σταδιακά στο φως, από το 1896, αναδείκνυαν τον ρόλο ενός άλλου Γάλλου αξιωματικού, του Φερντινάν Βαλσέν Εστερχάζι, ο οποίος και φαινόταν να αποτελεί τον πραγματικό ένοχο, η πλευρά που υπερασπιζόταν τον Ντρέιφους απέκτησε σιγά-σιγά περισσότερους οπαδούς. Ανάμεσά τους οι Ζοζέφ Ρεϊνάχ και Ζορζ Κλεμανσό -ο μελλοντικός πρωθυπουργός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου-, καθώς και ο γερουσιαστής Ογκίστ Σουρέρ-Κεστνέρ. Στην πραγματικότητα, η Γαλλία χωρίστηκε σε δύο μεγάλες ομάδες: διανοούμενοι της αριστεράς ηγήθηκαν του αγώνα υπέρ του Ντρέιφους, ενώ δεξιοί πολιτικοί και πολλά συντηρητικά περιοδικά υπερασπίστηκαν την τιμή του στρατού.
Οι κατηγορίες εναντίον του Εστερχάζι οδήγησαν σε στρατοδικείο, το οποίο όμως τον αθώωσε από τις κατηγορίες για προδοσία Ιανουάριο του 1898. Ο τελευταίος θα διέφευγε στη Βρετανία. Ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας Εμίλ Ζολά ως διαμαρτυρία για τη συγκεκριμένη ετυμηγορία του στρατοδικείου, θα δημοσίευε στις 13 Ιανουαρίου 1898, ανοιχτή επιστολή υπό τον τίτλο «J’accuse» («Κατηγορώ») στην εφημερίδα L’Aurore, όπου έκανε λόγο για συγκάλυψη της εσφαλμένης καταδίκης του Ντρέιφους από τον στρατό. Η κατάσταση θα γινόταν ακόμα πιο έντονη όταν, τον Αύγουστο του 1898, αποκαλύφθηκε ότι ήταν πλαστό σημαντικό έγγραφο, στο οποίο είχε βασιστεί η καταδίκη του Ντρέιφους,.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με το πέρασμα του χρόνου, η υπόθεση Ντρέιφους θα μετατρεπόταν σε ζήτημα ζωτικής σημασίας στην πολιτική σκηνή, καθώς μεγάλη μερίδα των κομμάτων στην Βουλή των Αντιπροσώπων αναγνώριζε ότι η εθνικιστική Δεξιά, η οποία αποδεικνυόταν να έχει όλο και πιο ισχυρή φωνή, αποτελούσε απειλή για το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Προς απάντηση στις συνεχιζόμενες ταραχές και διαδηλώσεις, με επικεφαλής τον ριζοσπάστη Πιερ Μαρί Ρενέ Βαλντέκ-Ρουσό, θα δημιουργούταν, τον Ιούνιο του 1899, ομάδα που στόχευε στην υπεράσπιση της δημοκρατίας και στην όσο το δυνατόν γρηγορότερη διευθέτηση της δικαστικής πλευράς της υπόθεσης Ντρέιφους.
Τελικά, συγκλήθηκε νέο στρατοδικείο στην πόλη Ρεν, το οποίο έκρινε τον Ντρέιφους και πάλι ένοχο, τον Σεπτέμβριο του 1899. Δέκα ημέρες μετά τη δίκη, ο Γάλλος πρόεδρος Εμίλ Λουμπέ θα του απένειμε χάρη, δίνοντάς του με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να αποδείξει την αθωότητά του.
Στις 12 Ιουλίου του 1906, το εφετείο (Cour d’Appel) θα ακύρωνε τελικά την απόφαση του δικαστηρίου της Ρεν, αποκαθιστώντας έτσι τον Ντρέιφους, ο οποίος θα επέστρεφε στο στράτευμα. Στη συνέχεια, υπηρέτησε και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ως αντισυνταγματάρχης. Πέθαινε στο Παρίσι το 1935, αφήνοντας πίσω του μια Γαλλία που είχε ταλανιστεί επί δεκαετίες από την συγκεκριμένη υπόθεση.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης