Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων
ελένη-γ-βλάχου-από-την-χώραν-των-θαυμ-562987519

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων

1939: Αποστολή στη διεθνή έκθεση Νέας Υόρκης

Newsroom
Ακούστε το άρθρο

Τον Μάιο του 1939, η Ελένη Βλάχου ταξιδεύει στις ΗΠΑ για λογαριασμό της Καθημερινής, με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης Νέας Υόρκης, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1939 έως τον Οκτώβριο του 1940. Η Έκθεση σχεδιάστηκε και οργανώθηκε με στόχο την προβολή του πολιτισμού και την προώθηση των εξαγωγών των 33 χωρών που συμμετείχαν σε αυτήν και αποτελούσαν τους «αρχιτέκτονες του μέλλοντος». Ωστόσο, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά από τα περίπτερα των εμπόλεμων κρατών έκλεισαν. 

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-1
Άποψη της κατάμεστης από κόσμο Πέμπτης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη (AP PHOTO).

Οι ανταποκρίσεις της Βλάχου δεν περιορίστηκαν στην Έκθεση· εξερευνά τη Νέα Υόρκη, ταξιδεύει στο Φαρ Ουέστ, στο Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες. Τα άρθρα της μεταφέρουν στο ελληνικό κοινό τον παλμό της χαοτικής Νέας Υόρκης, τη λάμψη του Μπρόντγουεϊ και των κινηματογραφικών στούντιο του Λος Άντζελες, αλλά και τη ζωή των Αφροαμερικανών στον «παράδεισο του Χάρλεμ».

Όπως αναφέρει η Καθημερινή: «Πλείστα κεφάλαια του δημοσιογραφικού αυτού “ρεπορτάζ” θίγουν τας πλέον χαρακτηριστικάς εκδηλώσεις της αμερικανικής ζωής και την εμφανίζουν εις τον Έλληνα αναγνώστην κατά τρόπον πρωτότυπον και κινούντα αμέσως το ενδιαφέρον».

Πέμπτη Λεωφόρος και Χάρλεμ

Νέα Υόρκη, Μάιος

Ίσια σαν χάρακας, η Πέμπτη Λεωφόρος κόβει την μακρόστενη Νέα Υόρκη στη μέση, χωρίζει την δυτική πλευρά, με το Μπρόντγουαιη, τα θέατρα, τα νυκτερινά κέντρα και τις λαϊκές συνοικίες, από την υπερήφανη ανατολική πλευρά, με τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα ακριβώτερα μαγαζιά, και την Παρκ Άβενιου, όπου κατοικεί όλη η αμερικανική αριστοκρατία του χρήματος. Η Πέμπτη Λεωφόρος έχει συγκεντρώσει τα αγαθά και των δύο και είναι ίσως ο μόνος δρόμος του κόσμου ο οποίος ενώ ευρίσκεται εις το κέντρον της πόλεως έχει την τιμήν να είναι η αφετηρία των αριθμών των σπιτιών όλων των καθέτων δρόμων, ώστε το δέκατο σπίτι ενός δρόμου δεξιά από την Πέμπτην, να είναι αρ. 10 Ηστ (Ανατολή), και το δέκατο σπίτι αριστερά από την Πέμπτη είναι αρ. 10 πάλι αλλά Ουέστ.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-2
Πρωτοσέλιδα από τα φύλλα της Καθημερινής στα οποία δημοσιεύθηκαν τα άρθρα της Ελένης Γ. Βλάχου, τον Ιούνιο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1939, με θέμα το ταξίδι της στις ΗΠΑ.

Η αρχή του φημισμένου αυτού δρόμου είναι μάλλον άδοξος. Γεννιέται στην Πλατεία του Ουάσιγκτων, κοντά σε μια συνοικία που τολμά να έχη χαμηλά, μικρά, παληά σπίτια, και όπου έχει συγκεντρωθή όλη η «μποέμ» της Νέας Υόρκης. Μόνον ύστερα από είκοσι καθέτους δρόμους –σε κανονικά διαστήματα εκατόν τριάντα δύο κάθετοι δρόμοι την διασχίζουν– η όψις της Λεωφόρου μεταμορφώνεται, και αποκτά το μεγαλείο που την κάνει μια από τις ωραιότερες αρτηρίες του κόσμου. Καμμιά φωτεινή επιγραφή, καμμιά ρεκλάμα δεν ασχημίζει τα πελώρια κτίρια που την πλαισιώνουν, κτισμένα με αυστηρόν πλούτον, με σκοτεινά μάρμαρα που τα ντύνουν ως το δεύτερο πάτωμα και βαρειές σκαλιστές μπρούντζινες πόρτες.

Φως και χρώμα έχουν μόνον οι βιτρίνες των μαγαζιών, μικρές σκηνές όπου παρελαύνουν όλοι οι θησαυροί και όλοι οι νεωτερισμοί από τα γαλάζια διαμάντια του Καρτιέ, και τις πορσελλάνες της δυναστείας Μιγκ, έως την τελευταία δημιουργία της Σκιαπαρέλλι. Καλλιτέχναι, σκηνοθέται, ζωγράφοι στολίζουν τις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων, τις υπογράφουν, και οι εφημερίδες αναγγέλλουν κάθε νέα αλλαγή όπως αναγγέλλουν τας νέας εκθέσεις.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-3
Πρωτοσέλιδα από τα φύλλα της Καθημερινής στα οποία δημοσιεύθηκαν τα άρθρα της Ελένης Γ. Βλάχου, τον Ιούνιο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1939, με θέμα το ταξίδι της στις ΗΠΑ.

Τριάντα δρόμους γραμμή, η Πέμπτη Λεωφόρος προχωρεί ανάμεσα στα υψηλότερα κτίρια που έχει κτίσει ποτέ ο άνθρωπος. Στα πεζοδρόμιά της, σ’ ένα πυρετό κινήσεως ακούγονται όλες οι γλώσσες, περπατούν οι ωραιότερες γυναίκες, γυρίζουν όλες οι φυλές. Αλλά το Σέντραλ Παρκ, στον εξηκοστό δρόμο, έρχεται και διακόπτει το κοσμοπολιτικό της στάδιο, της δίδει νέα μορφή, ήρεμη και νοικοκυρεμμένη. Τα μαγαζιά τελειώνουν, η κίνησις σβύνει, αριστερά απλώνεται το ατελείωτο πάρκο, δεξιά συνεχίζονται η μία μετά την άλλην αριστοκρατικές πολυκατοικίες, μ’ ένα θυρωρό με μεγάλη στολή έξω από κάθε πόρτα. Αυτή η διαδρομή είναι η πειό μονότονη, και μέσα στο «μπούσσι» –διότι όλο αυτό το ταξίδι δεν γίνεται βέβαια με τα πόδια – παρακολουθεί με αληθινά ακούραστο ενδιαφέρον που μετά τόσες ημέρες δεν φαίνεται ότι πρόκειται να εξαντληθή, το ανθρώπινο αυτό φαινόμενο που το οδηγεί. Διότι ο «σωφέρ» αυτός, κατορθώνει, ολομόναχος, μέσα στο κολοσσιαίο λεωφορείο όχι μόνον να οδηγή ταχύτατα μέσα σε κάθε συνωστισμό, αλλά να εκτελή συγχρόνως και χρέη εισπράκτορος, να παρακολουθή αν κάθε επιβάτης ρίχνη τα πέντε ή δέκα σεντς του στο αυτόματο μηχάνημα, να αλλάζη σε όσους δεν έχουν ψιλά, να κόβη εισιτήρια «συνεχείας» σε άλλες γραμμές, να προσέχη τα πράσινα και κόκκινα φώτα σε κάθε σταυροδρόμι και να σταματά, σ’ όλους τους ζυγούς καθέτους δρόμους, δηλαδή ογδοήκοντα εξ φορές σε κάθε διαδρομή. Και το μεγαλύτερο θαύμα απ’ όλα, να μη χάνη ποτέ το χαμόγελο και την ψυχραιμία του…

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-4
Πρωτοσέλιδα από τα φύλλα της Καθημερινής στα οποία δημοσιεύθηκαν τα άρθρα της Ελένης Γ. Βλάχου, τον Ιούνιο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1939, με θέμα το ταξίδι της στις ΗΠΑ.

Πενήντα δρόμοι επέρασαν, το πάρκο τελειώνει, και αφίνω το «μπούσσι» για να δω από κοντά την κατάπτωση της φημισμένης Λεωφόρου. Πάνε πλούτη, μεγαλεία, τίτλοι… τώρα ανήκει εις το ακατάστατο, φτωχό, θορυβώδες Χάρλεμ. Στα φαρδειά πεζοδρόμια, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, μόνον μαύροι κυκλοφορούν, μαύροι σερβίρουν και μαύροι κάθονται στα εστιατόρια, μαύρες κυρίες πολύ καθώς πρέπει βγαίνουν από τα μαγαζιά και τα ξενοδοχεία, μαύρες νταντάδες σπρώχνουν καρροτσάκια όπου μέσα σε ροζ σεντόνια κατάμαυρα μωρά παίρνουν τον περίπατό τους. Όλοι οι τύποι που αποτελούν τους διαβάτες μιας μεγάλης πόλεως υπάρχουν και εδώ: ο σοβαρός κύριος, με το ημίψηλο και τον χαρτοφύλακα, γιατρός ή δικηγόρος, το κοριτσάκι καλού σπιτιού ντυμένο με οργκαντί, ο εργάτης, ο φοιτητής, η κομψή νεαρή κοπέλα, λυγερή, ψιλή, με το φόρεμα της τελευταίας μόδας. […]

Από τα δώδεκα εκατομμύρια μαύρων της Αμερικής που κατέγραψε η Απογραφή του 1930, τριακόσιες χιλιάδες ζουν σ’ αυτό το Χάρλεμ, την μεγαλύτερη μαύρη πόλι του κόσμου. Η γέννησις του Χάρλεμ είναι αρκετά περίεργη και οφείλεται εις την δεισιδαιμονίαν των «πολιτισμένων» λευκών… Το 1903, όταν το Χάρλεμ ήταν μια από τις ωραιότερες συνοικίες της Νέας Υόρκης, όπου κατοικούσαν εύποροι Αμερικανοί, μια σειρά δυστυχημάτων συνέβη στην πολυκατοικία υπ’ αριθ. 31 του 134ου δρόμου. Το σπίτι απέκτησε «κακό όνομα», κανείς δεν ήθελε πλέον να το κατοικήση και ο ιδιοκτήτης, για να μη καταστραφή, απεφάσισε να δεχθή μαύρους ενοικιαστάς. Θα ήξευρε, βέβαια, όταν επήρε αυτή την απόφασι ότι έκανε κάτι το πρωτοφανές, αλλά δεν θα εφανταζόταν ποτέ ότι δημιουργούσε την πρωτεύουσα του μαύρου κόσμου της Αμερικής… […] 

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-5
Πρωτοσέλιδα από τα φύλλα της Καθημερινής στα οποία δημοσιεύθηκαν τα άρθρα της Ελένης Γ. Βλάχου, τον Ιούνιο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1939, με θέμα το ταξίδι της στις ΗΠΑ.

Από όλες τις γωνιές της Αμερικής, οι μαύροι έτρεξαν προς αυτόν τον παράδεισο με τα μεγάλα σπίτια και τους ωραίους δρόμους, και με τα χρόνια απέκτησαν εκκλησίες, θέατρα, νοσοκομεία. Το Χάρλεμ έγινε μια μικρή πατρίδα, η πρώτη μετά δύο αιώνες ξενητειάς, και γρήγορα ο συνωστισμός έφθασε σε σημείο απίστευτο: μόνο χάρις εις το σύστημα του «Χοτ μπεντ», όπου κάθε κρεββάτι ανήκει σε δύο ή τρεις ιδιοκτήτες και χρησιμεύει εις τον καθένα για ένα μονάχα οκτάωρο, κατορθώνουν τώρα πλέον και ζουν σ’ αυτόν τον περιωρισμένο χώρο…
Η Καθημερινή, 2 Ιουνίου 1939

Θέατρα του Μπρόντγουαιη

Νέα Υόρκη, Ιούλιος

Το εύθυμο, θορυβώδες, κατάφωτο «Μπρόντγουαιη», περνά, πίσω από την χαρούμενην όψι του, πολύ κακές στιγμές και μισεί θανασίμως την Παγκόσμιον Έκθεσιν. Αυτή η μοναδική γειτονιά, που συγκεντρώνει μέσα σ’ ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο όλα τα θέατρα της Νέας Υόρκης, αμέτρητους κινηματογράφους, χορευτικά κέντρα, καμπαρέ, καφενεία, εστιατόρια όλων των εθνικοτήτων, και εμφανίζει κάθε νύκτα περισσότερες ωραίες γυναίκες και γυμνασμένες «γκερλς» απ’ όσες θα υπάρχουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, υποφέρει από σοβαρωτάτην οικονομικήν κρίσιν. Αυτό το καλοκαίρι «το καλοκαίρι της Εκθέσεως», της περίφημης αυτής «Φαίαρ», η οποία επρόκειτο να ελκύση εκατομμύρια περιηγητάς εις την Νέαν Υόρκην και να ρίξη συνεπώς εκατομμύρια δολλάρια στ’ αδειανά ταμεία των θεάτρων του «Μπρόντγουαιη», είναι, έως την ώρα τουλάχιστον, μια σκληρά απογοήτευσις. Διότι τα πλήθη έφθασαν μεν εις την Νέαν Υόρκην, αλλά πηγαίνουν μόνον εις την Έκθεσιν.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-6
Αεροφωτογραφία της Νέας Υόρκης το 1939 (AP Photo).

Και όσοι πάνε το πρωΐ ή το απόγευμα εις την απέραντη προσωρινή αυτή πόλι, όπου η συγκοινωνία είναι σχεδόν ανύπαρκτος, και περπατήσουν μερικές ώρες στα σκληρά πεζοδρόμια, κάτω από βαρειές πυρωμένες ακτίνες ηλίου, γυρίζουν στην πόλι κατάκοποι, εξηντλημμένοι, και τρέχουν να κοιμηθούν στα ξενοδοχεία τους, χωρίς να χαρίζουν ούτε ένα βλέμμα στην αστραφτερή αυτή συνοικία, που αποτελεί την πάλλουσα καρδιά του Νέου Κόσμου. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης, ζητούν νεωτερισμούς, τρέχουν τη νύκτα στα θεάματα και τα ρεστωράν της Εκθέσεως, και το αποτέλεσμα είναι ότι εις το «Μπρόντγουαιη» όλα τα θέατρα γεμίζουν τις πλατείες των με προσκλήσεις, τα εστιατόρια μένουν αδειανά και τα καμπαρέ κλείνουν τις πόρτες των, το ένα μετά το άλλο.

Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο εδώ είναι μεγάλη πολυτέλεια και απευθύνεται μονάχα σε περιωρισμένο κοινό. Τα εφθηνότερα εισιτήρια στοιχίζουν ένα δολλάριο και δέκα σεντς, δηλαδή περί τις εκατόν τριάκοντα δραχμές, και μια καλή θέσις εις την πλατείαν φθάνει αμέσως τα τριάμιση δολλάρια, και η μόνη ικανοποίησις, ύστερ’ απ’ αυτή την οικονομική καταστροφή, είναι ότι αι ταξιθέτριαι δεν δέχονται πληρωμή και ότι τα προγράμματα διανέμονται δωρεάν. Για τον κοινό Αμερικανό, τον μικροϋπάλληλο, τον εργάτη, που μπορεί με πενήντα σεντς, να μπη σ’ έναν από τους εκατοντάδες κινηματογράφους, σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, να βρη δροσιά, να βγάλη το σακκάκι του, και να δη δύο μεγάλες ταινίες, και μια ολόκληρη επιθεώρησι επί σκηνής, τα θέατρα, μικρά, παλλαιϊκά, ζεστά, μ’ ένα θέαμα που διαρκεί μόνον δύο ώρες, και κλείνει τις πόρτες του όταν αρχίση, είναι ένας ακριβώτατος «μπελάς» και τον αποφεύγει επιμελώς. Τα θέατρα της Ν. Υόρκης έχουν για τον Ευρωπαίο μια ιδιαίτερη χάρι, διότι είναι τα τελευταία καταφύγια μιας περασμένης εποχής που δεν γνωρίζει εδώ συμπάθεια, φίλους, θαυμαστάς.

Το θέατρο εδώ είναι μεγάλη πολυτέλεια και απευθύνεται μονάχα σε περιωρισμένο κοινό.

Η γενική υπερβολή μεγέθους και πλούτου δεν τα έχει αγγίξει ακόμη, και αίθουσες και σκηνές, είναι μικρές στενόχωρες, παλλαιϊκές, συμπαθητικά άγρυστες, με όλα τα κόκκινα βελούδα, τα ζωγραφισμένα ταβάνια, τους κρυστάλλινους πολυελαίους, τα επίχρυσα αγάλματα γύρω από τα θεωρεία, τους βενετσιάνικους καθρέφτες, τις φούντες, όλην την πολύπλοκη σκονισμένη πολυτέλεια του δεκάτου ενάτου αιώνος. Επάνω σ’ αυτές τις σκηνές, που δεν απέκτησαν ακόμη μεγάφωνο, ούτε μυστηριώδεις σκηνικούς μηχανισμούς, περισσότερους από τα δικά μας, εμφανίζονται οι καλύτεροι ηθοποιοί της εποχής μας, και περνούν κατά καιρούς δύσκολες εξετάσεις οι λαμπρότεροι αστέρες του κινηματογράφου. Εφέτος ιδιαιτέρως, τα θέατρα είναι γεμάτα από αυτούς τους «πρόσφυγας» του Χόλλυγουντ.
Η Καθημερινή, 11 Ιουλίου 1939

Οι κάτοικοι του Λος Άντζελες

Μια ατελείωτη έκτασις, χιλιάδες αυτοκίνητα, κτίρια παράξενα κι’ ακόμη πειό παράξενοι κάτοικοι, τα είπαμε αυτά τα κύρια σημεία του Λος Άντζελες. Από όλα όμως το τελευταίο είναι αυτό που ξαφνιάζει τον ξένον περισσότερο και τον κάμει να γυρίζη το κεφάλι και να σταματά συνεχώς στον δρόμο έκθαμβος.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-7
Δεκέμβριος 1939. Από την πρεμιέρα της ταινίας Όσα παίρνει ο άνεμος σε κινηματογράφο στο Μπρόντγουεϊ (AP PHOTO).

Περνά μια κοπέλλα, κατάξανθη, με μαλλιά μακρυά ως τους ώμους, βαμμένη μωβ, με μια πίπα στο στόμα, μαύρα γυαλιά, φανταχτερές πυτζάμες, μια βαλίτσα…

– Είναι μια «έξτρα» εξηγεί χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον ο σύντροφος που σας οδηγεί. Μια από τας δέκα χιλιάδας «έξτρα» που μεταχειρίζεται ο κινηματογράφος. Πηγαίνει στο στούντιο, με την βαλίτσα του «μακιγιάζ». Το βράδυ θα βάλη επάνω από τα ίδια μακρυά πανταλόνια μια ζακέττα γούνινη ή ένα παλτό –οι νύκτες είναι πάντα δροσερές εις το Λος Άντζελες– και θα πάη έτσι ντυμένη στο σινεμά, στο ντάνσινγκ.

Περνούν κυρίες με πάρα πολύ κοντά «σορτς», με πέδιλα, με ένα μαντήλι στο κεφάλι. Πάνε στα μαγαζιά. Περνούν –μέσα στην πόλι– κοπέλλες με ένα παντελονάκι κοντό, και μία στενή λωρίδα υφάσματος επάνω στο στήθος, άλλες με κάπες από ρενάρ επάνω σε σατέν πανταλόνια, περνούν κι’ εμφανίσεις κομψότατες, πραγματικά βγαλμένες από παρισινά περιοδικά, που με τα βελάκια και τα ψηλά τακούνια ξαφνιάζουν επίσης μέσα στο περιβάλλον.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-8
Αφίσα της Διεθνούς Εκθεσης της Νέας Υόρκης (ALAMY / VISUALHELLAS.GR).

Δεν υπάρχουν κανόνες, ούτε μόδες, ούτε συνήθειες, και ό,τι θέλει ο καθένας, ό,τι του κάνει κέφι, το φορά και βγαίνει έξω. Δεν είναι δε μόνον οι γυναίκες που επωφελούντο από την ανεξαρτησία –μόνον σε «πλαζ» συναντάται στα άλλα μέρη του κόσμου– αλλά και οι «Αντζελένοι» όπως ονομάζονται οι κάτοικοι του Λος Άντζελες. Και τι δεν φορούν. Κοστούμια κόκκινα και πράσινα και κίτρινα και τριανταφυλλιά, υποκάμισα εμπριμέ με «χαβανέζικα» σχέδια, με φοινικόδενδρα και με άνθη, πέδιλα χρωματιστά, μεταξωτά μαντήλια γύρω από το λαιμό… Και όλα αυτά ανακατεμμένα σε εύθυμες αντιθέσεις, σε συνδυασμούς που ένας Ευρωπαίος δεν θα τολμούσε να φορέση ούτε σε καρναβάλι. Και δεν είναι τουλάχιστον όλοι έτσι ντυμένοι, αλλά υπάρχουν και τα «παπιγιόν», τα ψαθάκια, υπάρχουν όλα συγχρόνως, σε κάθε ώρα της ημέρας, και σε κάθε περιβάλλον. Εις τα πειό γνωστά κέντρα, εις το περίφημον «Κόκονατ Γκροβ», εις το «Τροκαντερό», οι εμφανίσεις οι πειό συμμαζεμένες, οι άνθρωποι οι πειό σεμνοί, οι πειό άχροοι, είναι συνήθως οι φτασμένοι δοξασμένοι «αστέρες».

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-9
Πλήθος κόσμου έξω από κινηματογράφο κατά την πρεμιέρα της ταινίας Τζερόνιμο (AP PHOTO).

– Κάποιαν μου θυμίζει αυτή η μικρή με τα γυαλιά, εκεί κάτω, με το γκρι ταγιέρ… λέει ο ανύποπτος ταξιδιώτης. Την γνωρίζετε;

– Αυτή; Είναι η Μπέττυ Νταίβις…

– Και εκείνη η ξανθή που χορεύει, εκείνη η καλλονή με το λαμέ φόρεμα, με τα φτερά, με τα κοσμήματα;

– Άγνωστη…

Όλα είναι ανάποδα σ’ αυτήν την πόλι, και δεν είναι μόνον το ντύσιμο, αλλά και το ύφος, οι τρόποι των ανθρώπων που σε μπερδεύουν και δεν σε βοηθούν να προσδιορίσης κάπως την θέσι τους εις την κοινωνία – διότι κανείς σχεδόν δεν ανήκει στην θέσι που κατέχει, κανείς δεν ανετράφη διά την εργασία την οποίαν κάνει, κανείς δεν φαίνεται να είναι εις τον «ρόλον του». Κυρίως δε είναι αφύσικη η ωμορφιά που συνδυάζεται με ωραίους τρόπους, με φανερή μόρφωσι, με λεπτότητα, και που κατασπαταλάται σ’ αυτήν την πόλι με σκληρή αδιαφορία. Η υπηρέτρια του ξενοδοχείου, όπως και η ψηλή κοπέλλα με το πικραμένο ύφος που σου σερβίρει τον καφφέ σ’ ένα «μπαρ», είναι πολύ πιθανόν κορίτσι οικογενείας, τελειόφοιτος Πανεπιστημίου, θύμα κανενός «άριστα» ή κάποιας δραματικής σχολής, θύμα των κομπλιμέντων του οικογενειακού θαυμασμού. Και στο ίδιο «μπαρ» που υπηρετεί αυτή, μπορεί να έλθη, φορτωμένη από γούνες και κοσμήματα, συνοδευομένη με θαυμαστάς, περιτριγυρισμένη από φωτογράφους, η πρώην σερβιτόρα ενός ρεστωράν της Νέας Υόρκης, που υποκρίνεται τώρα την δούκισσα… και δεν μοιάζει ούτε αυτή δούκισσα, ούτε η άλλη κορίτσι του λαού, και όλη η ατμόσφαιρα παίρνει ύφος ψεύτικο, θεατρικό.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-10
Αφίσα της ταινίας Fifth Avenue Girl (ALAMY / VISUALHELLAS.GR)

Δεν υπάρχει άλλη πόλις όπου μία πάρα πολύ ωραία κοπέλλα, με καλή φωνή, χορεύτρια, μορφωμένη, μπορεί να μη βρη ψωμί να φάη, μπορεί να αναγκασθή να ζη με το επίδομα των ανέργων, όπως και δεν υπάρχει άλλη πόλις στον κόσμο, που κάθε ημέρα, διαλέγει δυο τρεις, τυχερούς και τους χαρίζει τα πειο γενναιόδωρα λαχεία. […]

Και τα καθημερινά αυτά λαχεία, καταστρέφουν έναν κόσμον ολόκληρο από ωμορφιά, από ταλέντο, από γνώσεις, έναν κόσμο ανθρώπων που χωρίς να έχη να φάη, χωρίς ρούχα, στέγην, δεν γυρίζει πειά πίσω στον τόπο του, στην οικογένειά του, στην ασφάλεια της μικρής του πόλεως, αλλά μένει εκεί και γερνάει, χάνει τα νειάτα του και τη ζωή του, με την ελπίδα πάντοτε ότι κάποτε θα βγη και ο δικός του ο αριθμός.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-11
Ξεναγός φωτογραφίζεται στις εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης Νέας Υόρκης, με φόντο το Περισφαίριο και το Τρίλον (τρίπλευρο πυλώνα με μεγάλο ύψος), τις εμβληματικές κατασκευές της έκθεσης (AP PHOTO).

Όταν λίγο «μελοδραματικά» ονομάζουν το Λος Άντζελες «η πόλις των ραγισμένων καρδιών» δεν θα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Αυτή η ηλιόλουστη ανθισμένη πόλις κρύβει περισσότερους δυστυχισμένους, απογοητευμένους ανθρώπους, περισσότερη ζήλεια, φθόνο, απελπισία από οποιαδήποτε άλλη πόλι του κόσμου.

Φυσική συνέπεια, αναπόφευκτη, ήταν να συγκεντρωθούν εδώ αναρίθμητοι μάγοι, καφφετζούδες, χαρτούδες, αστρολόγοι, μέντιουμ. Το Λος Άντζελες είναι ο παράδεισος των τσαρλατάνων. Η δεισιδαιμονία βασιλεύει, ο καθ’ ένας ζη για το μέλλον, ο καθ’ ένας ελπίζει, και ο Ινδός φακίρης, ο ψευτογιατρός που θα σου μετρήση τας «χημικάς σου δονήσεις» –αυτή είναι η πειό τελευταία μόδα– και η χειρομάντις, είναι η παρηγοριά των αποτυχημένων και συχνά οι οδηγοί των σπουδαιοτέρων «αστέρων».

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-12
Η ηθοποιός Μπέτι Ντέιβις (AP PHOTO).

Κοντά σ’ αυτούς, κοντά στις αμέτρητες μικρές βίλλες με τα τακτικά, περιποιημένα περιβολάκια που σου αναγγέλλουν με υπερήφανες επιγραφές ότι κατοικούνται από τον «άνθρωπον διά τον οποίον το μέλλον δε έχει κανένα μυστικόν», υπάρχουν, πλέον υποκριταί, και ίσως και πλέον επικίνδυνοι, οι προφήται και οι θεοί. Αυτοί δεν ζητούν μονάχα πελάτας, αλλά και πιστούς, αυτοί έχουν την προνοητικότητα να υπόσχωνται την ευτυχία και την επιτυχία σε κάποιον άλλον κόσμο και να διατηρούν τους οπαδούς των, για πολύ μακρύτερα χρονικά διαστήματα…

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-13
Άποψη κεντρικής λεωφόρου στο Λος Άντζελες το 1938 (AP PHOTO).

Εις τους «Τάϊμς» του Λος Άντζελες, εις την σπουδαιοτέρα εφημερίδα της Δυτικής Αμερικής, το Σάββατο δύο ολόκληρες σελίδες είναι αφιερωμένες σε διαφημίσεις εκκλησιαστικές. Ευαγγελισταί, προφήται, ιερείς αγνώστων θρησκειών, αναγγέλλουν με κινηματογραφικά επίθετα τα «θρησκευτικά θεάματα» και τα κηρύγματα τα οποία θα δώσουν την Κυριακή. […]
Η Καθημερινή, 1 Οκτωβρίου 1939

Εικόνες από τα στούντιο του Λος Άντζελες

Γυρίζω πίσω, στην πρώτη ημέρα που ήμουνα στο Λος Άντζελες, στην πρώτη επίσκεψι σε στούντιο, όταν, μετά τον ατελείωτον περίπατο εις τα διάφορα καλλιτεχνικά και τεχνικά παραρτήματα, φθάσαμε εις ένα υπαίθριον «σετ» όπου ο Γκάρυ Κούπερ και η Άντρεα Ληδς εγύριζαν σκηνές από την ταινία «Ρήηλ Γκλόρυ». Η υπόθεσις εξετυλίσσετο εις τας Φιλιππίνας, σε παλαιότερους καιρούς, όταν οι άγριοι Μαλαίσιοι προσπαθούσαν να εξοντώσουν τους λίγους λευκούς που είχαν εγκατασταθή στα πλούσια αυτά νησιά. Ο Γκάρυ Κούπερ, στρατιωτικός ιατρός, έχει έναν από τους ηρωικούς πολεμικούς του ρόλους, και την στιγμή που έφθασα εγώ, υπερήσπιζε ένα μικρό φρούριο, όπου είχαν καταφύγει λευκοί διά να σωθούν από τον εχθρικό όχλο των ιθαγενών. Πανύψηλος, ηλιοκαμμένος, με γκρίζα μαλλιά –ο Γκάρυ Κούπερ εις το φυσικό δεν έχει τίποτε να ζηλέψη από την τόσο δοξασμένη σκιά του– ευρίσκετο σκαρφαλωμένος επάνω σ’ ένα φυλάκιο, και με πραγματική λύσσα εχειρίζετο ένα αστραφτερό πολυβόλο. Μαζεμένοι γύρω από ένα φοινικόδενδρο, με κορμό αλουμίνιο περιτυλιγμένο από βαμμένο ύφασμα και φύλλα αληθινά στερεωμένα επάνω, παρακολουθούσαμε επί δύο περίπου ώρες τον Γκάρυ Κούπερ να μας πυροβολή, διότι ήμεθα εις την πρώτην γραμμήν του πυρός, εκεί που με τα μάτια της φαντασίας ο ηρωικός υπερασπιστής έβλεπε τους άγριους Μαλαίσιους. Κοντά μου ο γνωστός σκηνοθέτης Χάθαουαιη, που διευθύνει την ταινία, μου μιλά για την Γκάρυ Κούπερ, για την απέραντή του υπομονή, για την σιωπηλή σοβαρότητά του, για την ανεξάντλητη καλωσύνη του. Εις την Αμερική, το κοινόν επηρεάζεται πολύ από την ιδιωτική ζωή των αστέρων, και ο Γκάρυ Κούπερ, ο σιωπηλός Κάου Μπόυ με τα βαθυγάλανα μάτια, ο οποίος ζη νοικοκυρεμμένα, λατρεύει την γυναίκα του και το κοριτσάκι του, έχει κατακτήσει μια δημοτικότητα που μόνον ο Κλαρκ Γκαίημπλ μπορεί να διεκδικήση.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-14
Ο σκηνοθέτης Χένρι Χάθαγουεϊ (AP PHOTO).

– Ένα μεγάλο ελάττωμα έχει μονάχα, εξακολουθεί ο Χάθαουαιη. Είναι τεμπέλης… Μόλις του δοθή ευκαιρία, εξαφανίζεται, κρύβεται σε γωνιές, αποκοιμιέται και ψάχνομε εις μάτην να τον βρούμε.

Ενώ για έβδομη φορά κινηματογραφούν την ίδια σκηνή από μία διαφορετική γωνία, μπαίνουμε μέσα στο φρούριο, όπου ευρίσκονται κρυμμένοι εκατοντάδες αυθεντικοί Μαλαίσιοι. Άλλοι ξαπλωμένοι τεμπέλικα, άλλοι ακουμπισμένοι με μισόκλειστα τα μάτια στους τοίχους, περιμένουν υπομονητικά να έλθη η ώρα να γυρίσουν.

Εις την Αμερική, το κοινόν επηρεάζεται πολύ από την ιδιωτική ζωή των αστέρων.

– Ποιοι είναι όλοι αυτοί;

– Οι άγριοι που πυροβολεί τώρα ο Γκάρυ… μου εξηγούν.

Γυρίζομε πίσω στα φοινικόδενδρα «Χόλλυγουντ». Η μεσημεριάτικη καλοκαιρινή ζέστη της Καλιφόρνιας έχει πέσει βαρειά, ο ήλιος ρίχνει μολυβένιες ακτίνες που ταιριάζουν τόσο πολύ εις την τροπική σκηνοθεσία, ώστε έχω την εντύπωσι ότι από στιγμή σε στιγμή θα πάθω ηλίασι.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-15
Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ προετοιμάζεται για τα γυρίσματα της ταινίας To Each His Own (AP PHOTO).

Και ο Γκάρυ Κούπερ, επάνω στο φυλάκιό του, εξακολουθεί να πυροβολή, να δίδη διαταγές και κουράγιο σε ανυπάρκτους συμπολεμιστάς…

– Περιμένετε ακόμη λίγο, μου λέγει ο Χάθαουαιη, όπου να είναι τελειώνομε, και θα γνωρίσετε τον κ. Κούπερ.

– Πόσο λίγο; ερωτώ με κάποια δυσπιστία.

– Είναι τώρα τρεις, μου απαντά με αφέλεια. Κατά τις τέσσαρες και μισή…

– Δυστυχώς θα είναι αργά, εξηγώ αόριστα, και μετά πολλά ευχαριστώ, χωρίς να έχω καταλάβει ότι με την πρώτη μου επίσκεψι είχα κάνει μια τρομακτική γκάφα, κάνω νόημα εις τον συνοδόν μου ότι ήθελα να φύγω.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-16
Αφίσα της ταινίας Little Miss Broadway, με πρωταγωνίστρια τη Σίρλεϊ Τεμπλ (ALAMY / VISUALHELLAS.GR).

Για ημέρες μετά, εις τα άλλα στούντιο, ήμουν η κυρία που «δεν θέλησε να γνωρίση τον Γκάρυ Κούπερ»… αν και είχα εξηγήσει αμέτρητες φορές, ότι δεν ήταν αδιαφορία, αλλά ένας ελεεινός πονοκέφαλος που με είχε κάμει να φερθώ με αυτόν τον ανάρμοστο τρόπο.

Μια Γαλλίς δημοσιογράφος που ήλθε προχθές εις το στούντιο λιποθύμισε μόλις τον είδε, μου ανήγγειλαν ψυχρά.

Μαθημένη πεια στ’ άλλα στούντιο, περίμενα χωρίς ανταρσίες να τελειώση η ώρα της δουλειάς για ν’ ανταλλάξω πρόχειρες χειραψίες, κουβέντες στερεότυπες, χαμόγελα ευγενικά, ν’ ακούσω το απαραίτητον: «Έρχεσθε από την Ελλάδα. Τι ενδιαφέρον!». «Χάου Ιντερέστινγκ»!!

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-17
Η Νόρμα Σίρερ βραβεύθηκε με το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία Μετά το διαζύγιο (AP PHOTO).

Όσο κουρασμένοι, όσο άκεφοι, όσο βιαστικοί και αν είναι, ηθοποιοί μικροί ή αστέρες πρώτου μεγέθους, είναι υποχρεωμένοι, όταν ένας δημοσιογράφος φθάση έως το «σετ», (εφ’ όσον έχει περάσει τόσες κλειστές πόρτες υποτίθεται ότι θ’ αντιπροσωπεύη κάποια διαφημιστική αξία) να του μιλήσουν, να είναι ευχάριστοι, γελαστοί, να περιμένουν να έλθη ο φωτογράφος να τους πάρη μία φωτογραφία μαζύ, να δείξουν ενδιαφέρον για τον τόπο από τον οποίον έρχεται. Συναντήσεις πρόχειρες, που σου αφίνουν συνήθως ως μόνη ικανοποίησιν αυτήν του να μπορής, εφ’ όρου ζωής να λες ότι τους «εγνώρισες». Και έτσι, εγνώρισα την Πωλέττ Γκοντάρ, καλλονή με καταπράσινα μάτια, και τον Κάρυ Γκραντ, την Ολίβια ντε Χάβιλαντ και τον αιώνιον γκάγκστερ Έντουαρντ Ρόμπινσον –θαυμάσιος ηθοποιός και ευφυέστατος άνθρωπος– τον Λέζλι Χάουαρντ και την Νόρμα Σήρερ, την Σίρλεϋ Τεμπλ, την ωραιοτάτη σύζυγο του Κλαρκ Γκαίημπλ την ολόξανθη Κάρολ Λόμπαρντ, τον Χένρυ Φόντα, την Τζόαν Κρώφορντ, τον Τζωρτζ Μπρεντ.

Περιέργως πως, μίλησα λίγο περισσότερο, ίσως είκοσι λεπτά της ώρας, με τους πλέον απρόσιτους, τον Ρόναλδ Κόλμαν και τον Κλαρκ Γκαίημπλ.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-18
Η Ελένη Γ. Βλάχου με τον Κλαρκ Γκέιμπλ στα γυρίσματα της ταινίας Όσα παίρνει ο άνεμος (πηγή: Στιγμιότυπα… Φωτογραφικές αναμνήσεις της Ελένης Βλάχου, Η Καθημερινή, Αθήνα, 1987). 

Ο Κόλμαν ήθελε πολλές φορές να έλθη εις την Ελλάδα, προ δύο ετών μάλιστα είχε νοικιάσει ένα κόττερο από την Κυανή Ακτή, για να έλθη, μαζύ με τον συγγραφέα Πωλ Μοράν και την γυναίκα του, και να γυρίση στα ελληνικά νησιά, όταν το απαιτητικό Χόλλυγουντ τον ανάγκασε πάλι να γυρίση πίσω. Ο Κόλμαν, Άγγλος από ευγενική οικογένεια, είναι από τους πιο ενδιαφέροντας τύπους στο Χόλλυγουντ. Χαρακτηρίζεται συχνά από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους ως μυστηριώδης, διότι ζη μια ζωή εντελώς αποτραβηγμένη από κέντρα και καμπαρέ, αδιαφορεί για τις κούρσες, που αποτελούν την κυριωτέρα διασκέδασι των κατοίκων του Λος Άντζελες και δεν έχει προκαλέσει το παραμικρότερον ερωτικόν σκάνδαλον. Και αυτός, όπως και ο Κλαρκ Γκαίημπλ, όπως και οι περισσότεροι Αμερικανοί, παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξι των ευρωπαϊκών γεγονότων. Εις τας ακτάς του Ειρηνικού, σ’ αυτή την απομακρυσμένη γωνιά, άνθρωποι που ζουν σ’ ένα κόσμο αποκλειστικώς δικό τους, όπου έχουν συγκεντρωθή όλα τα αγαθά της γης, δεν μπορούν εν τούτοις ν’ αγνοήσουν τα δράματα της γηραιάς Ευρώπης, επηρεάζονται από την σκοτεινή φοβέρα του πολέμου και έχουν συνεχώς στα χείλη, τα ίδια ονόματα, τις ίδιες λέξεις, Μουσσολίνι, Χίτλερ, Τσάμπερλαιν, γραμμή Μαζινώ, γραμμή Σίγκφρηντ.

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-19
Ο Κλαρκ Γκέιμπλ υπογράφει το συμβόλαιο για τη συμμετοχή του στην ταινία Όσα παίρνει ο άνεμος. Δεξιά, ο παραγωγός Ντ. Ο. Σέλζνικ και, επάνω, ο Λ. Μπ. Μάγιερ, ιδρυτικό στέλεχος της Metro Goldwyn Mayer (AP PHOTO).

Είδα τον Κλαρκ Γκαίημπλ να «γυρίζη» μια από τις τελευταίες σκηνές του περιφήμου μυθιστορήματος «Όσα παίρνει ο άνεμος». Ψηλός, αδύνατος –δεν ξεύρω πώς κατορθώνει εις τον κινηματογράφο και εμφανίζεται κάπως βαρύς– ο Κλαρκ Γκαίημπλ έχει και αυτός αρκετά λευκά μαλλιά που του μαλακώνουν την λίγο σκληρή, αλλά εκτάκτως ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία του. Το «σετ» όπου εγυρίζετο η σκηνή δεν ήταν μεγάλο. Ένα κομμάτι καταπράσινο γκαζόν, ήταν όλη η σκηνοθεσία και επάνω πεσμένο μπρούμυτα, ένα μικρό κοριτσάκι, χάρμα ωμορφιάς με πελώρια μάτια μαύρα σαν κάρβουνα, άκουγε με προσοχή τον σκηνοθέτη να της εξηγή πώς έπρεπε να κάμη την «πεθαμένη».

Είδα τον Κλαρκ Γκαίημπλ να «γυρίζη» μια από τις τελευταίες σκηνές του μυθιστορήματος «Όσα παίρνει ο άνεμος».

Κατόπιν επήραν λάσπη, της λέρωσαν το μικρό ροζ πρόσωπο, έχωσαν την μυτίτσα της μέσα στο γκαζόν, οι μηχανές άρχισαν να γυρίζουν και τρεχάτος ο Κλαρκ Γκαίημπλ ώρμησε και σήκωσε στα χέρια την μικρή κόρη του την «Μπόνυ», την μόνη του λατρεία, που έχει σκοτωθή, και την κύτταζε, την κρατεί για μια ατελείωτη, τραγική στιγμή. Για μια φορά είδα, στο κρύο και αδιάφορο περιβάλλον των στούντιο, όπου ο καθένας κάνει την δουλειά του σαν εργάτης, όπου άνθρωποι και φωτογραφικές μηχανές κυττάζουν με ίδιο κρύο μάτι το ταλέντο και την προσπάθεια ενός καλλιτέχνου, για πρώτη φορά, είδα να δημιουργήται, για λίγα δευτερόλεπτα, μία νέα ατμόσφαιρα, μία έντασις, μία βουβή συγκίνησις. Όταν έσβυσαν τα μεγάλα φώτα, όλοι την πέταξαν πάλι από πάνω τους σαν να ήταν ντροπή, τα γέλοια ακούστηκαν και αστεία, ο Γκαίημπλ έπαιξε με το κοριτσάκι… αλλά μέσα στις μηχανές, εκτυπωμένο πιστά απάνω σε μέτρα από φιλμ, το ταλέντο και η ψυχή του παλαιού εργάτου, που πέρασε τα νειάτα του μέσα στα πηγάδια πετρελαίου και που κρατά τώρα, επί δέκα έτη τον τίτλο του δημοφιλεστέρου ηθοποιού του κινηματογράφου ήτανε χαραγμένο πιστά. Και τότε, όταν τελείωσε η σκηνή, με πλησίασε ο μέγας αστήρ:

Ελένη Γ. Βλάχου – Από την χώραν των θαυμάτων-20
Από τα γυρίσματα της ταινίας Όσα παίρνει ο άνεμος (AP PHOTO).

– Ήλθατε αλήθεια από την Ελλάδα; «Χάου Ιντερέστινγκ»…
Η Καθημερινή, 6 Νοεμβρίου 1939

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT