Στα μέσα Ιουλίου του 1918, η Γερμανία είχε επεκτείνει τα όριά της στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Στο δυτικό μέτωπο του πολέμου, οι δυνάμεις της βρίσκονταν λιγότερο από εκατό χιλιόμετρα μακριά από το Παρίσι, ενώ στο ανατολικό μέτωπο κατείχαν την Ουκρανία. Πολλοί ήταν εκείνοι στη Γερμανία που πίστευαν ότι ο γερμανικός στρατός θα κατάφερνε τελικά να χαρίσει τη νίκη στην πατρίδα τους μέσα στο 1918, μια νίκη που ήλπιζαν πως θα έλυνε όλα τα εσωτερικά προβλήματα.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν πολύ διαφορετική. Οι Γερμανοί είχαν αποτραβήξει πολλές μονάδες από άλλα πολεμικά μέτωπα προκειμένου να ενισχύσουν τις επιθέσεις τους, γνωστές ως Kaiserschlacht, στο δυτικό μέτωπο, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918. Οχι μόνο τα υπόλοιπα μέτωπα του πολέμου (όπως το Μακεδονικό) κινδύνευαν με αποσταθεροποίηση, αλλά οι επιθέσεις τους είχαν δημιουργήσει μεγάλες εξεγέρσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο, χωρίς να έχουν επιτύχει κάποια διάσπαση. Ενώ τον Μάρτιο του 1918 το μέτωπο εκτεινόταν σε μήκος 390 χιλιομέτρων, τον Ιούνιο του ίδιου έτους εκτεινόταν σε 510 χιλιόμετρα. Στο μεσοδιάστημα οι Γερμανοί είχαν υποστεί απώλειες τουλάχιστον 800.000 ανδρών στα πεδία των μαχών.
Παρά την προώθηση των γερμανικών δυνάμεων στο δυτικό μέτωπο, ο συνασπισμός των Κεντρικών Δυνάμεων βρισκόταν υπό διάλυση. Από την άλλη, ο συνασπισμός των δυνάμεων της Αντάντ βίωνε μια πρωτοφανή συσπείρωση, παρά τη συνθηκολόγηση της Ρωσίας. Η συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ ως εταίρου έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της στον πόλεμο. Κατά τους τελευταίους έξι μήνες του, βρέθηκαν στα πεδία των μαχών περίπου 1,5 εκατομμύρια Αμερικανοί στρατιώτες.
Καμία από τις αντιμαχόμενες πλευρές δεν είχε αντιληφθεί το καλοκαίρι του 1918 ότι ο πόλεμος επρόκειτο να λήξει σχετικά σύντομα. Στο Λονδίνο, μάλιστα, το υπουργείο Πολέμου σχεδίαζε τις πολεμικές επιχειρήσεις του επόμενου έτους. Οι Γάλλοι υπό τον στρατηγό Φερντιντάντ Φος ήταν εκείνοι που πρότειναν στους συμμάχους τους να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεδομένου ότι διέθεταν πλέον αριθμητική ανωτερότητα, καλύτερο εξοπλισμό και υψηλό ηθικό συγκριτικά με τους Γερμανούς. Αποφασίστηκε η διενέργεια επιθέσεων μικρής κλίμακας για την απελευθέρωση των σιδηροδρομικών γραμμών που οδηγούσαν στο Παρίσι και την επανάκτηση των περιοχών βορείως της γαλλικής πρωτεύουσας, που είχαν ζωτική σημασία για την οικονομία της χώρας.
Ο Βρετανός στρατηγός Ντάγλας Χαιγκ σχεδίασε μια επίθεση για την ανακατάληψη της Αμιένης, την οποία ο ίδιος είχε χάσει μερικούς μήνες πριν, κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων γερμανικών επιθέσεων. Η επίθεση των δυνάμεων της Αντάντ εκδηλώθηκε το πρωί της 8ης Αυγούστου, την οποία ο Γερμανός στρατηγός Εριχ Λούντεντορφ χαρακτήρισε ως μια «μαύρη ημέρα για τον γερμανικό στρατό». Οι Γερμανοί έχασαν στη μάχη περίπου 27.000 άνδρες, ενώ άλλοι 12.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι των συμμάχων της Αντάντ. Μόνον την πρώτη ημέρα της μάχης της Αμιένης, οι δυνάμεις της Αντάντ διείσδυσαν σε βάθος 16 χιλιομέτρων στις γραμμές των Γερμανών, έχοντας απώλειες περίπου 12.000 ανδρών.
Η ήττα στη μάχη της Αμιένης έπεισε τον υπεραισιόδοξο Λούντεντορφ πως οι αναφορές των αξιωματικών του σχετικά με το χαμηλό ηθικό των στρατιωτών τους ήταν αληθείς. Και πάλι, όμως, απέφυγε να εκτιμήσει ρεαλιστικά την κατάσταση αποδίδοντας την ήττα στο κακό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας. Από την άλλη, οι σύμμαχοι της Αντάντ εξεπλάγησαν από το μέγεθος της νίκης τους στην Αμιένη. Σχεδίασαν τις επόμενες κινήσεις τους με σύνεση, αποφεύγοντας να διενεργήσουν επιθέσεις που ξεπερνούσαν τα όρια των δυνατοτήτων τους.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης