Το Σάββατο 5/18 Αυγούστου 1917 ήταν μια συνηθισμένη, ζεστή και ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα στη Θεσσαλονίκη. Επί τρεις ημέρες φυσούσε ισχυρός Βαρδάρης, δροσίζοντας τους κατοίκους της μακεδονικής πρωτεύουσας και τους στρατιώτες των συμμάχων της Αντάντ που βρίσκονταν στα περίχωρά της. Γύρω στις τρεις το μεσημέρι ξέσπασε πυρκαγιά στη συνοικία Μεβλανέ, στα βορειοδυτικά της πόλης, όταν μια σπίθα από τη φωτιά που έκαιγε στο φτωχικό σπίτι δύο Ελληνίδων προσφύγων έπεσε από μια τρύπα στο δάπεδο στην υπόγεια αποθήκη, όπου ήταν στοιβαγμένα δεμάτια με άχυρο. Μέσα σε λίγες ώρες, η φωτιά εξαπλώθηκε καίγοντας μεγάλο μέρος του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Η πυρκαγιά του 1917 έμελλε να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της πόλης, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία της.
Αρχικά η πυρκαγιά εξαπλώθηκε προς δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο, διαμέσου της οδού Αγίου Δημητρίου, και προς την αγορά στα νότια, διαμέσου της οδού Λέοντος Σοφού. Με το πέρασμα των ωρών οι στήλες καπνού πάνω από την πόλη πύκνωσαν και το σούρουπο οι κεντρικοί δρόμοι και τα κάθετα σοκάκια που κατηφόριζαν προς τη θάλασσα γέμισαν από ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φωτιά. Μαζί τους κουβαλούσαν όσα υπάρχοντα μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους. Και όταν πια έφτασαν στη θάλασσα, κάθονταν στο έδαφος αρνούμενοι να αποχωριστούν τα πράγματά τους.
Μάταια προσπαθούσαν οι άνδρες των Αρχών της πόλης, συνεπικουρούμενοι από κατοίκους και ξένους στρατιώτες, να κατασβήσουν τη φωτιά. Ο ισχυρός Βαρδάρης, η λειψυδρία και τα πενιχρά μέσα κατάσβεσης έκαναν αδύνατη την προσπάθειά τους. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των υπαλλήλων του, που έσπευσαν να συνδράμουν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Το εμπορικό κέντρο της πόλης, όμως, δεν είχε την ίδια τύχη. Το ίδιο και πολλά μνημεία, ιστορικές εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές, βιβλιοθήκες, σχολεία, λέσχες και γραφεία.
«Ηταν μια απίστευτη και θλιβερή σκηνή. Οι οικογένειες να κλαίνε γοερά, τα σπίτια να καταρρέουν με πάταγο, καθώς οι φλόγες, οιστρηλατημένες απ’ τον άνεμο, τα καταβρόχθιζαν· και στους στενούς δρόμους, μια αργοκίνητη μάζα από φορτωμένα γαϊδούρια, κάρα, χαμάληδες που κουβαλούσαν τεράστια φορτία· Ελληνες πρόσκοποι· στρατιώτες όλων των εθνών, ανοργάνωτοι προς το παρόν για οτιδήποτε συγκεκριμένο· παμπάλαια ξύλινα πυροσβεστικά μηχανήματα που έτριζαν αξιοθρήνητα, καθώς έφτυναν στάλα στάλα το ανεπαρκέστατο νερό τους· ο κόσμος, τέλος, που κουβαλούσε κρεβάτια, ντουλάπες, καθρέφτες, τσουκάλια και πιατικά, ραπτομηχανές κι ένα γενικό συνονθύλευμα από δυσκίνητα, άχρηστα πράματα» έγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας Βρετανός δημοσιογράφος που υπηρετούσε στις βρετανικές δυνάμεις στο Μακεδονικό Μέτωπο Χένρι Κόλινσον Οουεν για την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη τις ώρες της πυρκαγιάς (Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη: πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι. 1430-1950, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σελ. 381-382).
Το βράδυ της 19ης Αυγούστου, ανήμερα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, η πυρκαγιά κόπασε. Χιλιάδες κάτοικοι της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν άστεγοι. Οι πηγές αναφέρουν περίπου 75.000 πυροπαθείς. Περισσότερο επλήγη η εβραϊκή κοινότητα της πόλης, καθώς η πυρκαγιά αφάνισε κυρίως τη δική της συνοικία. Πολλοί από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης εγκατέλειψαν την πόλη μετά την πυρκαγιά κατευθυνόμενοι σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, κυρίως τη Γαλλία. Αλλοι εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη. «Η Σαλονίκη ήταν μια πόλη πεθαμένων. Οι δρόμοι της ήταν άδειοι, τα καφενεία και τα εστιατόριά της δεν υπήρχαν πια, και τη νύχτα το μισοφέγγαρο έριχνε το ασημένιο του φως πάνω σε μια ερημιά καμωμένη από στοιχειωμένα ερείπια, προεξέχοντα κρεμάμενα δοκάρια και μαυρισμένα καβούκια σπιτιών» (ό.π., σελ. 383).
Στην πόλη οργανώθηκαν λαϊκά συσσίτια. Σχεδόν αμέσως άρχισε να σχεδιάζεται η ανοικοδόμηση της πόλης. Η Διεθνής Επιτροπή Σχεδιασμού υπό τον Ερνέστ Εμπράρ εκπόνησε ένα σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο με χαράξεις αξόνων και διαγωνίων, αναδεικνύοντας τα μνημεία της πόλης και συγκεντρώνοντας τις δημόσιες υπηρεσίες σε ένα μέρος. Το τελικό σχέδιο που εφαρμόστηκε διέφερε σημαντικά από εκείνο του Εμπράρ. Διατηρήθηκαν πάραυτα οι διαγώνιες οδοί και οι στοές της Πλατείας Αριστοτέλους.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης