Η Ελισάβετ Α΄ -η τελευταία μονάρχης των Τυδόρ- γεννήθηκε στο Γκρίνουιτς, στις 7 Σεπτεμβρίου 1533 και ήταν κόρη του Ερρίκου Η’ και της δεύτερης συζύγου του, Αννας Μπολέιν. Παρότι θεωρήθηκε παράνομη από τους Ρωμαιοκαθολικούς, τελικώς ανέβηκε στον θρόνο, ύστερα από τον θάνατο της ετεροθαλούς αδερφής της.
Η 45χρονη βασιλεία της χαρακτηρίστηκε από αρκετές δυσκολίες. Ετσι, ενώ η Εκκλησία της Αγγλίας αρχικά λειτούργησε με ασφάλεια -τα δόγματά της είχαν οριστεί από τα 39 άρθρα του 1563- αποκαθιστώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έναν συμβιβασμό μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού, γρήγορα το καλό αυτό κλίμα αντιστράφηκε. Υστερα από την ανακάλυψη συνωμοσιών εναντίον της ζωής της, συμπεριλαμβανομένης εκείνης στην οποία εμπλεκόταν η βασίλισσα της Σκοτίας Μαίρη, ψηφίστηκαν σκληροί νόμοι εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών.
Από την άλλη πλευρά, σε επίπεδο οικονομίας, τα πράγματα δεν φάνηκε να ήταν ιδιαίτερα καλά. Υπήρξε σοβαρή οικονομική ύφεση, με τις μεγαλύτερες δυσκολίες να αφορούν την ύπαιθρο. Την επιβαρυμένη αυτή κατάσταση επιδείνωσαν περαιτέρω οι πόλεμοι που έγιναν την περίοδο της βασιλείας της, οι οποίοι αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δαπανηροί χωρίς εν τέλει να αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Παρ’ όλα αυτά, η ελισαβετιανή περίοδος θεωρείται μέχρι και σήμερα μία από τις πιο ένδοξες στην αγγλική ιστορία. Πραγματοποιήθηκαν μεγάλα ταξίδια για την ανακάλυψη νέων τόπων -συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Φράνσις Ντρέικ, του Γουόλτερ Ράλεϊ και του Χάμφρεϊ Γκίλμπερτ-, ιδιαίτερα στην Αμερική, προετοιμάζοντας τη χώρα για μια εποχή αποικισμού και μεγάλης εμπορικής επέκτασης, όπως διαφάνηκε από την ίδρυση της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στα τέλη του 1599. Παράλληλα άκμασαν οι τέχνες, όπως το θέατρο –η ίδια έδωσε έμφαση σε αυτό παρακολουθώντας από κοντά παραστάσεις του Σαίξπηρ– αλλά και η αρχιτεκτονική.
Η Ελισάβετ επέλεξε να μην παντρευτεί ποτέ, καθώς συσχέτιζε ένα τέτοιο ενδεχόμενο με τα δεδομένα τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής. Αν είχε επιλέξει έναν ξένο πρίγκιπα, πιθανά θα οδηγούσε την εξωτερική πολιτική της χώρας της πιο κοντά στην αντίστοιχη της χώρας από την οποία θα προερχόταν ο σύζυγός της, όπως έγινε στην περίπτωση του γάμου της αδελφής της Μαρίας με τον Φίλιππο της Ισπανίας. Από την άλλη, ο γάμος με έναν Βρετανό θα μπορούσε να εμπλέξει τη βασίλισσα σε εσωτερικές διαμάχες. Ετσι «γεννήθηκε» η λεγόμενη «Παρθένα Βασίλισσα». Η Ελισάβετ παρουσιάστηκε ως μια ανιδιοτελής γυναίκα που θυσίασε την προσωπική ευτυχία για το καλό του έθνους, με το οποίο ήταν, στην ουσία, «παντρεμένη».
Επενδύοντας σε ακριβά ρούχα και κοσμήματα, καλλιέργησε αυτή την εικόνα, περιοδεύοντας στη χώρα, συχνά πάνω σε άλογο και όχι με άμαξα. Η Ελισάβετ πραγματοποίησε τουλάχιστον 25 τέτοιες επισκέψεις κατά τη διάρκεια της βασιλείας της. Συνολικά, φαίνεται πως ήταν αρεστή και δημοφιλής στη χώρα της, κάτι που αναγνώρισε και η ίδια στη λεγόμενη «Χρυσή Ομιλία» του 1601 στο Κοινοβούλιο, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο κόσμημα από την αγάπη του κόσμου.
Η ηγεσία της έχει χαρακτηριστεί οξυδερκής και -όταν και όπου χρειαζόταν- αποφασιστική, σε μια περίοδο μεγάλων κινδύνων. Πέθανε στο παλάτι του Ρίτσμοντ στις 24 Μαρτίου 1603, έχοντας ήδη μετατραπεί σε θρύλο. Μάλιστα, η ημερομηνία της ανόδου της στον θρόνο αποτελούσε εθνική εορτή για διακόσια χρόνια. Διάδοχός της ανακηρύχθηκε ο Ιάκωβος ΣΤ’ της Σκωτίας, ο οποίος ονομάστηκε Ιάκωβος Α’ της Αγγλίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης