Οι εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης του Οκτωβρίου 1982 ήταν η πρώτη εκλογική δοκιμασία της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά τη σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του 1981, οι σοσιαλιστές ανήλθαν στην εξουσία με κοσμοαναπλαστικές φιλοδοξίες, επαγγελλόμενοι το ασαφές μα και δημοφιλές σύνθημα της «Αλλαγής». Στο διάστημα από την ανάληψη της διακυβέρνησης έως τις δημαρχιακές εκλογές προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις στο Οικογενειακό Δίκαιο, αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, ενώ ενισχύθηκαν τα κατώτερα εισοδήματα. Ωστόσο, η κυβέρνηση έπασχε από έλλειψη ουσιαστικού συντονισμού, με διαρκείς εντάσεις μεταξύ υπουργών, βουλευτών και του κομματικού μηχανισμού (η συντριπτική πλειονότητα του οποίου είχε μεταπηδήσει σε θέσεις του δημόσιου τομέα) και τον πρωθυπουργό να επεμβαίνει διά ενός ανασχηματισμού τον Ιούλιο του 1982 (οπότε και διαμορφώθηκε η μακροβιότερη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου: άντεξε για ενάμιση χρόνο). Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν ανέμενε από την κοινή γνώμη επιβράβευση για τα έως τότε επιτεύγματα της κυβερνητικής του διαχείρισης, αλλά και μια νίκη που θα αποδείκνυε την κυριαρχική παρουσία του στην πολιτική ζωή.
Οι προσδοκίες της αντιπολίτευσης
Στην άλλη πλευρά του λόφου, η Νέα Δημοκρατία αντιμετώπιζε την επερχόμενη αυτοδιοικητική αναμέτρηση όχι μόνο ως ευκαιρία αποδοκιμασίας του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και ανάταξης της ισχύος της. Με ηγέτη τον δυναμικό, αλλά θεωρούμενο ως ακραία συντηρητικό Ευάγγελο Αβέρωφ, η Ν.Δ. θεωρούσε ότι το ΠΑΣΟΚ λειτουργούσε ως μαρξιστικό κόμμα με τελικό στόχο την αποδόμηση εκ των έσω του αστικού καθεστώτος, σε συνεργασία με την Αριστερά. Ο Αβέρωφ εγκατέλειψε τη στάση μη ανάμειξης που είχε τηρήσει το κόμμα του σε προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και επέλεξε να στηρίξει επισήμως υποψηφίους· ανέθεσε μάλιστα την επιλογή τους σε ένα εκ των κορυφαίων στελεχών του κόμματος, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αποτυπώνοντας με ενάργεια την εικόνα που κυριαρχούσε στα ηγετικά κλιμάκια της Κεντροδεξιάς, ιδιωτικώς ο Μητσοτάκης εξέφραζε τον φόβο του πως ενδεχόμενη ήττα της Ν.Δ. στις δημαρχιακές αναμετρήσεις θα σηματοδοτούσε το τέλος των ελεύθερων εκλογών στη χώρα.
Από τη δική της σκοπιά η Αριστερά φιλοδοξούσε να διατηρήσει την ισχυρή παρουσία της στους δήμους και τις κοινότητες της επικράτειας. Ηδη πριν από τη δικτατορία, η τότε ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) είχε καταφέρει, ειδικά στις δημαρχιακές εκλογές του 1964, να έχει εκλεγμένους δημάρχους με τη στήριξή της τόσο στην επαρχία όσο και σε πολλούς περιφερειακούς δήμους της Αττικής. Η δυναμική εκείνη διατηρήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στις μεταπολιτευτικές εκλογές, στο πλαίσιο της ευρύτερης συσπείρωσης των αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση της Ν.Δ. δυνάμεων. Τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς (ΕΔΑ και ΚΚΕ εσωτερικού) στοιχήθηκαν σε γενικές γραμμές πίσω από το ΠΑΣΟΚ.
Οι υποψηφιότητες στις μεγάλες πόλεις
Καθώς ακόμη η χώρα διέθετε εκατοντάδες δήμους και χιλιάδες κοινότητες, ήταν λογικό το ενδιαφέρον να στραφεί στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις – την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Στην πρωτεύουσα ο απερχόμενος δήμαρχος Δημήτρης Μπέης διεκδίκησε δεύτερη θητεία, στηριζόμενος από το ΠΑΣΟΚ, ενώ ως ανεξάρτητος κατήλθε απέναντί του ο Τζαννής Τζαννετάκης βουλευτής της Ν.Δ., της οποίας φυσικά έλαβε τη στήριξη. Το ΚΚΕ υποστήριξε το επιφανές στέλεχός του Βασίλη Ευφραιμίδη, ενώ το ΚΟΔΗΣΟ κατέληξε στην υποψηφιότητα της τέως βουλευτού του Βιργινίας Τσουδερού. Στην Αθήνα, οι δύο βασικοί αντίπαλοι έδωσαν έμφαση στη διαχειριστική τους ικανότητα, σε λύσεις σχετικά με την όλο και πιο δύσκολη καθημερινότητα των κατοίκων: ας μην ξεχνάμε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση (το διαβόητο «νέφος») απασχολούσε διαρκώς τις εφημερίδες της εποχής, ότι τα ζητήματα δημιουργίας χώρων στάθμευσης, παιδικών χαρών, επέκτασης χώρων πρασίνου βρίσκονταν στο επίκεντρο των δημοσίων συζητήσεων. Σε μια Ελλάδα όπου οι μνήμες από τη δικτατορία ήταν νωπές, το ότι στην Αθήνα οι υποψήφιοι των δύο κύριων κομμάτων δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με το παρελθόν πιθανότατα οφειλόταν στην αψεγάδιαστη αντιδικτατορική στάση τους, καθώς τόσο ο Μπέης όσο και ο Τζαννετάκης είχαν υποστεί διώξεις επί επταετίας.
Στον Πειραιά, όμως, τα πράγματα ήσαν εντελώς διαφορετικά. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης, γόνος επιφανούς οικογένειας της πόλης, αποφάσισε να διεκδικήσει εκ νέου το δημαρχιακό αξίωμα. Ο Σκυλίτσης, που παραλίγο να εκλεγεί δήμαρχος από τον πρώτο γύρο το 1978, βαρυνόταν με τη δοτή δημαρχιακή του θητεία επί δικτατορίας. Διέθετε ισχυρό μηχανισμό, εξαιτίας του οποίου βουλευτές της Ν.Δ. απέφυγαν να διεκδικήσουν το χρίσμα του κόμματος, το οποίο όμως αρνήθηκε να στηρίξει την υποψηφιότητα του Σκυλίτση. Αντίπαλοί του ήταν ο Ιωάννης Παπασπύρου εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, ιδρυτικό μέλος του Κινήματος, και ο Παναγιώτης Σαλπέας με τη στήριξη του ΚΚΕ. Στη Θεσσαλονίκη, ο Θεοχάρης Μαναβής, παλαιό στέλεχος της Ενωσης Κέντρου, κατήλθε ως φιλοκυβερνητικός υποψήφιος, με τον βουλευτή της Ν.Δ. και επίσης προερχόμενο από το Κέντρο, Σωτήρη Κούβελα, να διεκδικεί τον δήμο εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αυξημένη ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό
Το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής των εκλογών ήταν σχεδόν ισόπαλο στην Αθήνα (Μπέης 38,2% έναντι 37,9% του Τζαννετάκη), αλλά με σαφές προβάδισμα των αντιπολιτευόμενων υποψηφίων σε Θεσσαλονίκη (Κούβελας 40,8%, Μαναβής 34,1%) και Πειραιά (Σκυλίτσης 42,2% έναντι Παπασπύρου 36,6%). Και στους τρεις μεγάλους δήμους οι υποψήφιοι του ΚΚΕ κινήθηκαν στο 20%, ενώ η καθ’ όλα αξιόλογη Βιργινία Τσουδερού καταβαραθρώθηκε στην Αθήνα, επιβεβαιώνοντας ότι ο χώρος του Κέντρου είχε διαμοιραστεί οριστικά μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου γύρου των εκλογών, το ενδιαφέρον στράφηκε στη στάση του ΚΚΕ. Επισήμως, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος δεν έδωσε οδηγία στήριξης των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, οι υποψήφιοι του ΚΚΕ με δηλώσεις τους ζήτησαν από τους ψηφοφόρους τους την υπερψήφιση των Μπέη, Παπασπύρου και Μαναβή σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα. Για τον αντιπολιτευόμενο Τύπο η στάση αυτή υπήρξε προϊόν μυστικής συμφωνίας μεταξύ Παπανδρέου και Φλωράκη, βάσει της οποίας στελέχη του ΚΚΕ θα λάμβαναν υπουργικά αξιώματα και θα καθιερωνόταν ως εκλογικό σύστημα η απλή αναλογική.
Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου απέδειξαν τη δυναμική του αντιδεξιού μετώπου. Και στους τρεις μεγάλους δήμους της χώρας οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ συντεταγμένα στράφηκαν υπέρ των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ στους οποίους χάρισαν τη νίκη (Μπέης 55,9%, Παπασπύρου 54,2%, Μαναβής 55,5%). Εξαίρεση αποτέλεσε η Πάτρα, όπου ο προερχόμενος από την Αριστερά δήμαρχος Θεόδωρος Αννινος επικράτησε του υποψηφίου του ΠΑΣΟΚ Γρηγόρη Σολωμού, χάρη στους ψηφοφόρους του υποστηριζόμενου από τη Ν.Δ., Αντώνη Φίλια.
Ως συνήθως όλες οι πολιτικές δυνάμεις έκριναν θετικά τα αποτελέσματα για εκείνες, τουλάχιστον δημοσίως. Το ΠΑΣΟΚ διατυμπάνιζε ότι το 90% των εκλεγμένων κοινοταρχών προερχόταν από τις τάξεις του. Επί συνόλου 276 δήμων μπορούσε να θεωρεί ως προερχόμενους από τις τάξεις του τουλάχιστον τους 136, ενώ σε 11 περιπτώσεις στήριξε δημάρχους προερχόμενους από το ΚΚΕ, που κατόρθωσαν να εκλεγούν.
Η Ν.Δ. εκτίμησε το αποτέλεσμα ως απόδειξη ταχείας απίσχνανσης της επιρροής του ΠΑΣΟΚ και αντιστρόφως σοβαρής δικής της ενίσχυσης. Κατά τον Αβέρωφ, η Ν.Δ. είχε αναδειχθεί πρώτο κόμμα με ποσοστό της τάξης του 41%. Το ΚΚΕ διαπίστωνε τη διατήρηση της εκλογικής του επιρροής και την ύπαρξη μιας δημοκρατικής (τουτέστιν αντιδεξιάς) πλειοψηφίας στην κοινωνία, εκτίμηση που συμμερίζονταν και τα μικρότερα αριστερά κόμματα.
Σε γενικές γραμμές όλες οι παραπάνω εκτιμήσεις ήσαν ακριβείς. Οι περισσότεροι δήμαρχοι και κοινοτάρχες που εκλέχθηκαν είχαν τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος, ασχέτως εάν προέρχονταν από τις τάξεις του. Ωστόσο, στις μεγάλες πόλεις υπήρχε ξεκάθαρη μείωση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με τις εκλογές του 1981, που αποδείκνυε μια τάση απομάκρυνσης των αστικών στρωμάτων από τους σοσιαλιστές. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος μεταγενέστερα εκτίμησε την επιρροή του ΠΑΣΟΚ στις δημαρχιακές εκλογές του 1982 στο 38%, ενώ και σε ηγετικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε προβληματισμός (π.χ. στον Γιώργο Γεννηματά). Η γενικότερη αίσθηση επικράτησης του ΠΑΣΟΚ οφειλόταν στις εξ αριστερών εφεδρείες του, στη μαζική στήριξη της δεξαμενής ψηφοφόρων του ΚΚΕ. Η Ν.Δ. μπορούσε να χαίρεται για την άνοδο των ποσοστών της και την αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ, κάτι που σήμαινε πως η σκληρή αντιπολιτευτική κριτική και η προσπάθεια οργάνωσης μαζικού κόμματος έπρεπε να συνεχιστούν. Το ΚΚΕ διατηρούσε τις δυνάμεις του στις πόλεις, αλλά σταδιακά διαπίστωνε (και δημόσια) πως οι σχέσεις του με την κυβέρνηση ήσαν όλο και δυσκολότερες. Το κυρίαρχο αριστερό κόμμα παραπονιόταν για τον τρόπο κάλυψης των αποτελεσμάτων από την ΕΡΤ τις βραδιές των εκλογών και για χρήση αντικομμουνιστικών τακτικών εις βάρος του από το ΠΑΣΟΚ. Η αντιδεξιά («δημοκρατικές δυνάμεις») παρέμενε πλειοψηφική τάση, αλλά με ρηγματώσεις. Το 1986, σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό κλίμα, θα επέρχονταν τα πρώτα χάσματα στις τάξεις της.
Ο κ. Δημήτρης Παπαδιαμάντης είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου