Ο μαγικός ρεαλισμός του Μάρκες

Η διεθνής καταξίωση ενός από τους μεγάλους συγγραφείς της εποχής μας επισφραγίστηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας

6' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 17 Απριλίου συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από τον θάνατο μιας εμβληματικής μορφής της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Συγγραφέας, δημοσιογράφος, σεναριογράφος και διανοούμενος, ο Γκάμπο ή Γκαμπίτο σημάδεψε με το έργο του την περίοδο του λατινοαμερικανικού boom, χάρη στο οποίο η λατινοαμερικανική πεζογραφία απέκτησε παγκόσμια φήμη.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στην Αρακατάκα στις 6 Μαρτίου 1927, τόπο που καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ντάσο Σαλντίβαρ, «αν ο Μάρκες δεν είχε γεννηθεί στην Αρακατάκα και στο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, θα ήταν ένα πολύ διαφορετικό άτομο από αυτό που γνωρίζουμε και, ίσως, δεν θα είχε γίνει συγγραφέας». Κι αυτό γιατί η παιδική του ηλικία ήταν διαποτισμένη με την αστείρευτη πηγή ιστοριών και θρύλων που ακούγονταν από τους παππούδες και τις θείες του.

Το οικογενειακό περιβάλλον

Ο παππούς του, ο συνταγματάρχης Νικολάς Μάρκες, αποτέλεσε τον ομφάλιο λώρο του με την ιστορία, μέσω των διηγήσεών του για τους εμφυλίους πολέμους του 19ου αιώνα, τις φυτείες μπανάνας και τις συνέπειες της εκμετάλλευσής τους, τη σφαγή των εργαζομένων της «United Fruit Company» από τον στρατό τον Δεκέμβριο του 1928. Βετεράνος φιλελεύθερος, ο Νικολάς Μάρκες συμμετείχε στον εμφύλιο «Πόλεμο των χιλίων ημερών» (1899-1902) μεταξύ συντηρητικών και φιλελεύθερων στην Κολομβία, και του μετέφερε τις πολεμικές εμπειρίες του, διδάσκοντάς του τι σημαίνει πόνος και φόβος, αλλά και ελπίδα. Είναι ο ίδιος συνταγματάρχης που πρωταγωνιστεί στο «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Ενα τραύμα που άφησε ο πόλεμος στο σώμα του παππού τον μετέτρεψε σε ήρωα στα μάτια του μικρού Γκάμπο. Αλλά η φράση του παππού που τον σημάδεψε ήταν «δεν ξέρεις πόσο βαραίνει ένας νεκρός», αναφερόμενος στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάρος από το να έχεις σκοτώσει έναν άνθρωπο.

Ο μαγικός ρεαλισμός του Μάρκες-1

Ταυτόχρονα, εξίσου σημαντική υπήρξε και η επιρροή της τυφλής γιαγιάς του, δόνια Τρανκιλίνα Ιγκουαράν, απογόνου των Γαλικιανών Γκουαχίρα, καθώς του μεταλαμπάδευσε τη λαϊκή κουλτούρα, τη μαγική και φανταστική πλευρά της πραγματικότητας, «τον μεγάλωσε με τις λαϊκές δοξασίες και τις παραδόσεις της βορειοδυτικής περιοχής της Κολομβίας […] με ιστορίες πολέμου, με τη διαφορά ότι στις ιστορίες της οι νεκροί ζούσαν», την «αρχή μιας μαγικής, προληπτικής και υπερφυσικής αντίληψης της πραγματικότητας».

Με το φως του Κάφκα

Η επαφή του Γκαρσία Μάρκες με τη λογοτεχνία ξεκινάει πολύ νωρίς. Σε ηλικία μόλις εννέα ετών διάβασε τις «Χίλιες και μία νύχτες», ένα βιβλίο που βρήκε τυχαία και επιβεβαίωσε κατά κάποιο τρόπο τον μαγικό κόσμο των διηγημάτων της γιαγιάς του. Από εκείνη τη στιγμή ο μικρός Γκάμπο άρχισε να διαβάζει τους μεγάλους συγγραφείς περιπετειών: Εμίλιο Σαλγκάρι, Ιούλιο Βερν, Αλέξανδρο Δουμά και τους αδελφούς Γκριμ.

Παρ’ όλα αυτά, ο Κάφκα ήταν αυτός που του έδωσε το φως και την ώθηση προς τη συγγραφή. Τον Αύγουστο του 1947 διάβασε τη «Μεταμόρφωση», σε μετάφραση του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Η «Μεταμόρφωση» και οι αφηγήσεις της γιαγιάς τον καθοδήγησαν στους κανόνες της τέχνης της αφήγησης. Ο Γκάμπο έγραψε σε ηλικία είκοσι ετών το πρώτο του διήγημα με τον τίτλο «Τρίτη παραίτηση», που δημοσιεύθηκε σε τοπική εφημερίδα στις 13 Σεπτεμβρίου 1947, εγκαινιάζοντας, έτσι, τον δρόμο του προς τη λογοτεχνία.

Το έργο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», πρωτοδημοσιευμένο το 1967 και μεταφρασμένο σε τουλάχιστον 40 γλώσσες, χαρακτηρίζεται ορόσημο της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής, ένα αφηγηματικό επίτευγμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, «το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί στα ισπανικά μετά τον Δον Κιχώτη», σύμφωνα με τον Πάμπλο Νερούδα. Η ζωή της οικογένειας Μπουενδία στη μυθική πόλη Μακόντο αποτελεί τον πυρήνα μιας υπέροχης ποιητικής ιστορίας, με αχαλίνωτη φαντασία, φιλτραρισμένη μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό.

Ο μαγικός ρεαλισμός του Μάρκες-2

Το 1982 έρχεται η παγκόσμια αναγνώριση της αξίας του έργου του. Εγινε ο τέταρτος Λατινοαμερικανός νομπελίστας Λογοτεχνίας, μετά την Γκαμπριέλα Μιστράλ (1945), τον Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας (1967) και τον Πάμπλο Νερούδα (1971). Στην επίσημη ομιλία της τελετής απονομής, επισημάνθηκε, επίσης, η πολύ αξιόλογη δημοσιογραφική πορεία του. «Εκτός από τη λογοτεχνική του παραγωγή (ο Γκαρσία Μάρκες) υπήρξε πολύ δραστήριος ως δημοσιογράφος και τα κείμενά του είναι πολυδιάστατα, εφευρετικά, συχνά προκλητικά».

Σε μια συνέντευξη το 1991, ο Γκαρσία Μάρκες σχολίασε ότι μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής του δόξας το χρωστούσε στη δημοσιογραφία, την οποία θεωρούσε «το καλύτερο επάγγελμα στον κόσμο», και τη χαρακτήριζε ως «ένα ακατάσβεστο πάθος που μόνο μπορεί να χωνευτεί και να εξανθρωπιστεί μέσω της αδιάλλακτης αντιπαράθεσης με την πραγματικότητα». Μάλιστα υποστήριζε ότι στα βιβλία του χρησιμοποιούσε μια «μέθοδο έρευνας και διαχείρισης της πληροφορίας και των γεγονότων», χαρακτηριστική του δημοσιογράφου, εμπεδωμένη από συντακτικές ομάδες των εφημερίδων όπου εργάστηκε.

Το πρώτο του άρθρο δημοσιεύθηκε στις 21 Μαΐου 1948 στην «El Universal», της Καρταχένα των Ινδιών. «Οι γονείς μου κοιμόντουσαν ήσυχοι από τότε που τους ενημέρωσα ότι κέρδιζα αρκετά στην εφημερίδα για να επιβιώσω: δεν ήταν αλήθεια. Ο μηνιαίος μισθός του μαθητευόμενου δεν μου έφτανε για μια εβδομάδα», αφηγείται ο συγγραφέας στις αναμνήσεις του «Ζω για να τη διηγούμαι» (2002). Αξίζει να σημειωθεί ότι η στήλη «La jirafa», που δημοσιευόταν μεταξύ 1950 και 1952, καθόρισε ορισμένα θεματικά και στυλιστικά στοιχεία του μεταγενέστερου έργου του Γκαρσία Μάρκες. Σε αυτή σχολίαζε ή παρουσίαζε άρθρα γενικού και ευρύτερου ενδιαφέροντος, τοπικού και διεθνούς, ανάμεσα στα οποία βρίσκουμε την αυτοκτονία, τον θάνατο και τη λαϊκή μουσική.

Πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο

Ετσι άρχισε μια λαμπρή λογοτεχνική πορεία. Το 1955 δημοσιεύθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ανεμοσκορπίσματα» (La Hojarasca), το αγαπημένο του συγγραφέα, το πιο «ειλικρινές και αυθόρμητο» σύμφωνα με τον ίδιο. Σε αυτό, που μας εισάγει στη μυθική πόλη Μακόντο, ένα σκηνικό που επαναλαμβάνεται στα μετέπειτα έργα του, η προμετωπίδα είναι ένα απόσπασμα από τον Πρόλογο της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή. Αν και η κριτική ήταν εξαιρετική, το έργο κυκλοφόρησε ελάχιστα και ο συγγραφέας δεν έλαβε «ούτε ένα σεντ από τα δικαιώματα».

Ο μαγικός ρεαλισμός του Μάρκες-3
26.11.2002. Μάρκες και Κάστρο ελέγχουν τα ρολόγια τους κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης αθλητικών αγώνων στην Αβάνα. Ο Κάστρο υπήρξε ένα από τα πιο σταθερά λογοτεχνικά πλάσματα του Μάρκες. 

Στο πολυσχιδές και εκτενές έργο του, εκτός, βέβαια, από μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα, όπως «Η κηδεία της μεγάλης Μάμα» (1962), «Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της» (1972), «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981), «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1984), «Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα» (1992), δημοσιογραφικές στήλες και ρεπορτάζ, περιλαμβάνονται ένα σενάριο για την ταινία «Καιρός για να πεθάνεις» (Tiempo de morir), χωρίς μεγάλη επιτυχία, θεατρικά κείμενα, όπως οι «Ερωτικές μομφές» (1988) και μια εκτενής αυτοβιογραφία με τον τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι» (2002), το τελευταίο έργο του Κολομβιανού συγγραφέα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξουσία, η άσκησή της και οι μηχανισμοί κατάχρησής της αποτελούν βασικό θέμα του λογοτεχνικού του έργου, όπως «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη» (1976). Σε αυτό, μέσω της σάτιρας και της ειρωνείας, καταδικάζει τις φρικαλεότητες των δικτατορικών καθεστώτων που έχουν στιγματίσει πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Και στη ζωή του, όμως, ο Κολομβιανός συγγραφέας ασχολήθηκε και συνδέθηκε με την πολιτική καθώς στήριξε επαναστατικά και αριστερά καθεστώτα. Γνωστή ήταν η φιλία του με τον Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος μετατρέπεται σε ένα από τα πιο σταθερά λογοτεχνικά του πλάσματα. Ο Φιντέλ είναι ένας μύθος από τα βάθη της παιδικής του ηλικίας που ανακαλείται στην εκδοχή του Αουρελιάνο Μπουενδία.

Το πιο όμορφο πλάσμα στη ζωή

Στο ταξίδι της ζωής στάθηκε δίπλα του η, επί 56 έτη, σύζυγός του Μερσέντες Μπόρχα, μητέρα των δύο γιων τους. Την αγάπη του για τη Μερσέντες θα την εκφράσει στον λογοτεχνικό του κόσμο, αφιερώνοντάς της δύο βιβλία. Η γυναίκα, άλλωστε, το πιο όμορφο πλάσμα στη ζωή, όπως ο ίδιος υποστήριζε, κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση στο έργο του.

Ο μαγικός ρεαλισμός του Μάρκες-4
22.10.1982. Η δήλωση του Μάρκες όταν ανακοινώθηκε η βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, στην πρώτη σελίδα της «Κ». [ASSOCIATED PRESS]

Στις 17 Απριλίου 2014, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο θα σιγήσει στο Μεξικό για πάντα «η φωνή της Λατινικής Αμερικής». Εξι χρόνια αργότερα, στις 15 Αυγούστου 2020, πέθανε σε ηλικία 87 ετών στην Πόλη του Μεξικού, η αγαπημένη του Μερσέντες, θεματοφύλακας των έργων του.

Στις 6 Μαρτίου 2024, δέκατη επέτειο του θανάτου του, οι γιοι του κυκλοφόρησαν ένα αδημοσίευτο μυθιστόρημά του, «Θα βρεθούμε τον Αύγουστο», παρά την επιθυμία του πατέρα τους για το αντίθετο, γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.

Ο Γκαρσία Μάρκες κατάφερε μέσα από την αλληλεπίδραση των δύο κόσμων, του φανταστικού-μαγικού και του πραγματικού, και την τεράστια ποιητική του ιδιοσυγκρασία να αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη του στην παγκόσμια λογοτεχνία, «να μετατρέψει το προσωπικό σε παγκόσμιο χάρη στη δύναμη της φαντασίας», κατά τον Ντάσο Σαλντίβαρ.

*Ο κ. Δημήτριος Λ. Δρόσος είναι καθηγητής στο Τμήμα Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT