Η πολιορκία της Βιέννης, το 1529, αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια των Οθωμανών να καταλάβουν την τότε πρωτεύουσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1526, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’ είχε νικήσει τις δυνάμεις του βασιλιά Λουδοβίκου Β’ της Ουγγαρίας, στη μάχη του Μόχατς, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξασφάλιση του ελέγχου της νοτιοανατολικής Ουγγαρίας. Ο άτεκνος βασιλιάς Λουδοβίκος πέθανε, πιθανώς ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης.
Ο κουνιάδος του, αρχιδούκας Φερδινάνδος Α’ της Αυστρίας, και αδελφός του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Καρόλου Ε’, διεκδίκησε τον κενό ουγγρικό θρόνο. Τελικώς κέρδισε την αναγνώριση μόνο στη δυτική Ουγγαρία, ενώ αμφισβητήθηκε από έναν ευγενή της Τρανσυλβανίας, τον Ιωάννη Ζαπόλυα.
Ο τελευταίος αναγνωρίστηκε από τον Σουλεϊμάν, με αντάλλαγμα την αποδοχή του καθεστώτος υποτέλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η Ουγγαρία να χωριστεί σε τρεις ζώνες: τη βασιλική Ουγγαρία, την οθωμανική Ουγγαρία και το πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας.
Μετά την ανακήρυξη του Φερδινάνδου ως βασιλιά από τη Δίαιτα του Ποζσόνυ (σημερινή Μπρατισλάβα) στις 26 Οκτωβρίου, ξεκίνησε ένας αγώνας για την επιβολή της κυριαρχίας του στην Ουγγαρία. Κατέλαβε τη Βούδα το 1527, την εγκατέλειψε όμως δύο χρόνια αργότερα, όταν μια οθωμανική αντεπίθεση αφαίρεσε όλα τα εδαφικά του κέρδη.
Τότε (1529), ο Σουλεϊμάν έφτασε στο Οσιγιεκ στις 6 Αυγούστου. Στις 18 του ίδιου μήνα έφτασε στην πεδιάδα του Μόχατς. Εκεί τον υποδέχθηκε σημαντική δύναμη ιππικού με επικεφαλής τον Ζαπόλυα, ο οποίος του απέτισε φόρο τιμής και τον βοήθησε να ανακαταλάβει πολλά από τα φρούρια που είχαν χαθεί. Στις 8 Σεπτεμβρίου κατελήφθη η Βούδα. Αντίσταση προβλήθηκε μόνο στο Ποζσόνυ, όπου ο οθωμανικός στόλος βομβαρδίστηκε καθώς έπλεε στον Δούναβη.
Καθώς οι Οθωμανοί προχωρούσαν προς τη Βιέννη, ο πληθυσμός της πόλης οργάνωσε μια «ad-hoc» αντίσταση, σχηματιζόμενη από ντόπιους αγρότες και πολίτες, που είχαν αποφασίσει να αποκρούσουν την επίθεση. Οι υπερασπιστές της πόλης υποστηρίχθηκαν από διάφορους Ευρωπαίους μισθοφόρους, όπως οι Γερμανοί πεζοπόροι της Landsknecht και οι επαγγελματίες Ισπανοί σκαπανείς, που είχαν σταλεί από τον Κάρολο Ε’, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και βασιλιά της Ισπανίας.
Ο οθωμανικός στρατός έφθασε στη Βιέννη στα τέλη Σεπτεμβρίου. Εν τω μεταξύ, όμως, είχε εξαντληθεί από τη μακρά προέλασή του προς την αυστριακή επικράτεια. Επιπλέον, ο Σουλεϊμάν έμεινε χωρίς καμήλες και βαρύ πυροβολικό, ενώ πολλά από τα στρατεύματά του έφτασαν στην πόλη με την υγεία τους επιβαρυμένη. Από αυτούς πάλι που ήταν σε θέση να πολεμήσουν, το ένα τρίτο ήταν ακατάλληλοι για πολιορκία.
Η Βιέννη μπόρεσε να επιβιώσει από την πολιορκία, η οποία διήρκεσε λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες, από τις 27 Σεπτεμβρίου έως τις 15 Οκτωβρίου 1529. Μερικοί εικάζουν ότι η τελική επίθεση του Σουλεϊμάν δεν είχε απαραίτητα ως σκοπό την κατάληψη της πόλης, αλλά την πρόκληση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης φθοράς, που θα την καθιστούσε ευάλωτη σε μια μεταγενέστερη επίθεση, τακτική που είχε εφαρμόσει στη Βούδα το 1526. Ο Σουλεϊμάν θα σχεδίαζε μία ακόμη εκστρατεία εναντίον της Βιέννης, το 1532, η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης