Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1914 από τα Βαλκάνια. Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς ερευνητές του, ο Μεγάλος Πόλεμος (όπως αποκαλείται) έληξε στην ίδια περιοχή, σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα. Κατ’ εκείνους, καταλυτική επίδραση είχε η κατάρρευση της Βουλγαρίας τον Σεπτέμβριο του 1918.
Στις αρχές του 1918, η κατάσταση που επικρατούσε στα κύρια μέτωπα του πολέμου ευνοούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις. Στο Δυτικό μέτωπο, ο πόλεμος είχε λάβει ήδη από το φθινόπωρο του 1914 στατική μορφή. Είχαν διανοιχθεί χαρακώματα και οι δύο αντίπαλες παρατάξεις μάχονταν για την κατάληψη μερικών εκατοντάδων μέτρων. Εκατοντάδες χιλιάδες νέων στρατιωτών έχασαν τις ζωές τους στα λασπωμένα πεδία της Φλάνδρας και του γαλλικού Bορρά. Από την άλλη, στο Ανατολικό μέτωπο, η κατάσταση φαινόταν να βαίνει καλώς για τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Μάλιστα, οι μπολσεβίκοι, οι οποίοι ήρθαν στην εξουσία στη Ρωσία μετά την επανάσταση της 7ης Νοεμβρίου 1917 (25 Οκτωβρίου με το παλαιό ημερολόγιο), υπέγραψαν στις 3 Μαρτίου 1918 (ν.η.) τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ για τον τερματισμό του πολέμου.
Παρότι μετέφεραν πολλές μεραρχίες από το Ανατολικό μέτωπο στο Δυτικό, ενισχύοντας τις εκεί δυνάμεις τους, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές των Γάλλων και των Βρετανών στη μεγάλη εαρινή επίθεση που πραγματοποίησαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 1918. Παράλληλα, έδειξαν και το απώτατο όριο των δυνατοτήτων τους στα πεδία των μαχών.
Στις αρχές του 1918, οι σύμμαχοι της Αντάντ θεώρησαν απαραίτητη την αναδιοργάνωση της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής και την αναβάθμιση του ρόλου του μετώπου, ως πεδίου καθήλωσης των γερμανικών δυνάμεων στη Μακεδονία. Το έργο αυτό ανέλαβε ο νέος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μακεδονία, στρατηγός Marie Louis Adolphe Guillaumat. Από τις μεγάλες τοπικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη του 1918, ξεχώρισε η επίθεση για την κατάληψη της τοποθεσίας του Σκρα ντι Λέγκεν, στην οποία συμμετείχαν κυρίως ελληνικές δυνάμεις του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης. Η νίκη των ελληνικών όπλων στη μάχη του Σκρα (30 Μαΐου 1918) είχε τέτοιο θετικό αντίκτυπο στους κόλπους της Στρατιάς της Ανατολής, ώστε προκάλεσε στους Σέρβους τη θέληση να πετύχουν κι εκείνοι μια νίκη, όπως οι Ελληνες.
Επειτα από τρία χρόνια συνεχών συγκρούσεων, οι βουλγαρικές δυνάμεις είχαν υποστεί μεγάλη κόπωση και το ηθικό των στρατιωτών είχε καταρρακωθεί. Η αγροτική παραγωγή είχε μειωθεί, καθώς οι αγρότες βρίσκονταν ως στρατιώτες στο μέτωπο του πολέμου. Εμφανίστηκαν επισιτιστικά προβλήματα και σημάδια αισχροκέρδειας.
Η Βουλγαρία είχε επιτύχει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους που είχε θέσει όταν εισήλθε στον Μεγάλο Πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, έχοντας καταλάβει την περιοχή των Σκοπίων από τους Σέρβους και την Ανατολική Μακεδονία από τους Ελληνες. Τον Ιούνιο του 1918 δημιουργήθηκε πολιτική κρίση, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Ραδοσλάβοφ. Το κύριο ζήτημα που αντιμετώπιζε ο διάδοχός του, Μαλίνοφ, ήταν αν θα συνέχιζε τον πόλεμο ή αν θα υπέγραφε μια χωριστή από τη Γερμανία συνθήκη ειρήνης με τις δυνάμεις της Αντάντ, εγγυώμενη με αυτόν τον τρόπο την κυριαρχία της επί του μεγαλύτερου μέρους των κερδών της. Οι σύμμαχοι της Αντάντ, βέβαια, απέρριψαν τις προτάσεις των Βουλγάρων για ειρήνη.
Οταν οι συμμαχικές δυνάμεις προσέβαλαν τις βουλγαρικές θέσεις στο Ντόμπρο Πόλιε, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1918, οι Βούλγαροι φάνηκαν ανίκανοι να υπερασπιστούν επαρκώς τα κεκτημένα τους. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος υποδεχόταν στη Σόφια ευγενείς από τη Γερμανία, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων βρισκόταν στη Βιέννη για λόγους υγείας και πολλοί στρατιώτες απουσίαζαν από τις μονάδες τους με άδεια. Μέσα σε δέκα ημέρες οι επιθέσεις των συμμάχων της Αντάντ ανάγκασαν τους Βούλγαρους να αναζητήσουν τη διέξοδο της υπογραφής ανακωχής, φοβούμενοι τον διασυρμό που υπέστησαν στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Μια βουλγαρική αντιπροσωπεία υπό τους Λιάπτσεφ, Λούκοφ και Ράντεφ αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να διαπραγματευτεί την παύση των εχθροπραξιών. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 (ν.η.), οι Βούλγαροι αποδέχθηκαν τους όρους που έθεσε ο Γάλλος αρχιστράτηγος Franchet d’Espèrey. Αυτοί ήταν: παύση των συγκρούσεων, εκκένωση των καταληφθεισών σερβικών και ελληνικών περιοχών από τον βουλγαρικό στρατό, αφοπλισμός των στρατιωτών, άμεση αποχώρηση των γερμανικών και των αυστριακών δυνάμεων από τη Βουλγαρία, επιστροφή του οπλισμού του ελληνικού Δ΄ Σώματος Στρατού και προσωρινή κατάληψη από τις δυνάμεις της Αντάντ στρατηγικών σημείων της Βουλγαρίας ως εγγύηση για τη φερεγγυότητα των Βουλγάρων.
Στη Βουλγαρία επικράτησε μεγάλη αναταραχή. Την ημέρα της υπογραφής της ανακωχής, ο Φερδινάνδος επέβαλε στρατιωτικό νόμο, καθότι είχαν εξεγερθεί τμήματα του στρατού. Στις 3 Οκτωβρίου (ν.η.) παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Βόριδος Γ΄, φέροντας μεγάλη ευθύνη για τις εθνικές καταστροφές της Βουλγαρίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης