Με το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1940, η Βρετανία μένει ως η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στον πόλεμο ενάντια στον Αξονα. Η βρετανική στρατηγική, που έδινε έμφαση στον οικονομικό αποκλεισμό του Αξονα και τον έλεγχο των θαλασσών, έμοιαζε έτοιμη να αποτύχει χωρίς την πυγμή του μεγάλου και ισχυρού γαλλικού στρατού.
Την ίδια ώρα, με την επικείμενη Μάχη της Αγγλίας, η Βρετανική Αυτοκρατορία κινείται με σκοπό να προστατεύσει τις μεσογειακές της κτήσεις. Με την παρουσία τους στο Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, την Αίγυπτο και την Κύπρο, παρά τις αποτυχίες στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι Βρετανοί συνέχιζαν να ελέγχουν τη Μεσόγειο, κάτι που προκαλούσε από χρόνια δυσφορία στη φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος έβλεπε τον εγκλεισμό της χώρας του στην Αδριατική ως μια φυλακή των επεκτατικών της βλέψεων. Σε αυτό το πλέον ζοφερό σημείο του πολέμου, τον Ιούλιο του 1940, το επιτελείο του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ αποφασίζει να δώσει ιδιαίτερο βάρος στον μη συμβατικό πόλεμο και στη δημιουργία μιας υπηρεσίας που μέσω δολιοφθορών και στρατολόγησης «μυστικών στρατών» θα διάβρωνε τις δυνάμεις του Αξονα. Η νέα αυτή η υπηρεσία, η Special Operations Executive, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην ελληνική πραγματικότητα. Η εντολή του Τσώρτσιλ στον υπεύθυνο υπουργό, «βάλτε φωτιά στην Ευρώπη», έχει μείνει στην Ιστορία.
Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ξεκινήσει να εργάζονται εντατικά στην Ελλάδα ήδη από το 1939 και την έναρξη των εχθροπραξιών στην Πολωνία. Ο σκοπός τους ήταν η ενίσχυση της ελληνικής και βαλκανικής αντίστασης εναντίον του Αξονα, καθώς η Ελλάδα ήταν και το εφαλτήριο για επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία.
Αυτό γινόταν παρά τις αντιρρήσεις του καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά που φοβόταν πως οι Βρετανοί κατάσκοποι θα εξέθεταν την Ελλάδα που επιθυμούσε ακόμα να μείνει ουδέτερη.
Παρ’ όλα αυτά, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, Βρετανοί αξιωματικοί του τότε Τμήματος D της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών, και προδρόμου της SOE, οργάνωσαν δύο αξιοσημείωτα δίκτυα δολιοφθορών. Ειδικά το τμήμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο οργάνωσε ο τότε επίτροπος των Αυτοκρατορικών Πολεμικών Νεκροταφείων στην πόλη, έχαιρε της υποστήριξης των ισχυρών βενιζελικών δικτύων της βόρειας Ελλάδας και διακρίθηκε κατά την υποχώρηση των Συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων με εκτενές έργο «καμένης γης».
Οι στενές σχέσεις του Τμήματος D με τους Βενιζελικούς είναι χαρακτηριστικό όλης αυτής της περιόδου. O λόγος ήταν πρωτίστως πρακτικός. Η άρνηση των ελληνικών στρατιωτικών αρχών να ανακαλέσουν τους Βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν αποταχθεί από το σώμα στον απόηχο του αποτυχημένου κινήματος του ’35 σήμαινε πως αυτοί οι άνδρες, που ήταν καταδικασμένοι να μείνουν μακριά από το μέτωπο, ήταν η καλύτερη πηγή ικανού ανθρώπινου δυναμικού για εκπαίδευση σε μυστικές επιχειρήσεις και ασύρματες επικοινωνίες. «Τα μόνα στοιχεία που αποδείχθηκαν προσιτά στη SOE ήταν εκείνοι που η εχθρότητά τους προς το καθεστώς ήταν τόσο έντονη ώστε η κυβέρνηση δεν τους επιστράτευσε», τονίζουν τα βρετανικά αρχεία.
Βέβαια, υπήρχαν και πολλοί Βρετανοί πράκτορες που διαφωνούσαν ιδεολογικά με το καθεστώς του Μεταξά. Ηταν διάχυτη η πεποίθηση εντός της υπηρεσίας ότι η ιδεολογία της 4ης Αυγούστου δεν αποτελούσε τον κατάλληλο συνεταίρο για αντίσταση στον Αξονα. Ενα βρετανικό τηλεγράφημα από την Αθήνα στο Λονδίνο τονίζει πως «οι Βρετανοί προσπαθούν να καταστήσουν σαφές ότι πολεμούν τον φασισμό και όχι τους Ιταλούς, το καθεστώς εδώ προσπαθεί να δείξει ότι πολεμά τους Ιταλούς και όχι τον φασισμό».
Το αποκορύφωμα αυτής της ανησυχίας των Βρετανών, όπως φαίνεται από τα αρχεία, ήταν η προπαρασκευή ενός κινήματος ενάντια στον Μεταξά, όμοιου με αυτό που εκτέλεσαν στη Γιουγκοσλαβία. «Εξετάσαμε σοβαρά εάν θα μπορούσαμε, αν χρειαστεί να επιχειρήσουμε πραξικόπημα […] αυτό συζητήθηκε σοβαρά τις πρώτες μέρες τις Ιταλικής επίθεσης», γράφει μετά το τέλος του πολέμου ηγετικό στέλεχος του Τμήματος D, το οποίο εκείνο τον Δεκέμβριο είχε λάβει τηλεγράφημα που τόνιζε ότι «η ελληνική υποστήριξη προς εμάς θα μπορούσε να διασφαλιστεί με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας από τον [Θεόδωρο] Πάγκαλο, που στηρίζεται από τους Βενιζελικούς». Ομως, το σχέδιο διέρρευσε στις ελληνικές αρχές και εγκαταλείφθηκε.
Ο «Προμηθέας ΙΙ»
Το πιο σημαντικό έργο όμως των Βρετανών σε αυτήν την περίοδο είναι η οργάνωση του δικτύου του «Προμηθέα ΙΙ», που ηγείτο ο απότακτος Βενιζελικός αξιωματικός του ναυτικού Χαράλαμπος Κουτσογιαννόπουλος. Ο συμβολισμός του ονόματος, του τιτάνα που παρέδωσε τη φλόγα στην ανθρωπότητα πριν σπάσει τις αλυσίδες του με τη βοήθεια του Ηρακλή, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακριβής.
Το δίκτυο του «Προμηθέα ΙΙ» ήταν ο πρώτος και, για πολύ καιρό, ο μόνος βρετανικός ραδιοπομπός που λειτούργησε στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ο Κουτσογιαννόπουλος με πολλούς τρόπους είναι από τους βασικούς εμπνευστές της ένοπλης αντίστασης όπως αυτή εκδηλώθηκε στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, σε στενή συνεργασία με την SOE, τους πρώτους μήνες της Κατοχής προσέγγισε τους αξιωματικούς Στέφανο Σαράφη, Ναπολέοντα Ζέρβα, και Δημήτρη Ψαρρό για την οργάνωση αντάρτικων ομάδων. Και οι τρεις, οι οποίοι διακρίθηκαν για τη μετέπειτα δράση τους, τον απέρριψαν. Η επιμονή του όμως, όπως και η βαθιά του πεποίθηση πως η δράση κατά των κατοχικών δυνάμεων παρά τις πιθανές συνέπειες ήταν ηθικά επιβεβλημένη, έθεσαν τις βάσεις της εθνικής αντίστασης.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Καψάσκης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Cambridge και συγγραφέας του βιβλίου «Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα 1940-1947» (εκδ. Αλεξάνδρεια).