Το αντίδοτο στη μελαγχολία

2' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Tα γκρίζα μάς τύλιξαν για τα καλα. Τα σύννεφα, τα γυμνά κλαδιά, τα βρεγμένα πεζοδρόμια, η διάθεσή μας κυρίως. Γκρι, σταχτί, μολυβί – πέφτουμε πάνω τους σαν μπαλάκι του σκουός που κάποιος νευρωτικός και αξιολάτρευτος πρωταγωνιστής του Γούντι Άλεν χτυπάει με λύσσα στον τοίχο του κλειστού τερέν για να πολεμήσει το δικό του γκρι.

Γκρίζο στο φαγητό, η απόλυτη μελαγχολία, η ανείπωτη. Με τι ταυτίζεται; Μα με το «Please, Sir, may I have some more?» του μικρού ορφανού Όλιβερ Τουίστ. Ο μάγειρας δυνάστης του ορφανοτροφείου τον χτύπησε με την κουτάλα για το θράσος να ομολογεί την πείνα του. Γκρίζο φανταζόμουν παιδιόθεν που διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις σελίδες του Ντίκενς αυτό το πόριτζ του Όλιβερ, που όχι μόνο δεν κατάφερε ποτέ να ησυχάσει το σφιγμένο του στομάχι, αλλά του ’φερνε επιπλέον πόνο στα βάσανά του.

Κάπως έτσι ως παιδιά σκεφτόμασταν τις σούπες – σαν μια σφραγίδα της λύπης. Τόσο καταλαβαίναμε. Το παιδικό στόμα, που δεν ήταν πια βρεφικό για να παίρνει ικανοποίηση από την υγρή τροφή, ήθελα να ακονίζει δοντάκια, να ακούγεται κρατς και κρουτς και οι μπουκιές να είναι σαφείς, συγκεκριμένες.

Ώσπου μεγαλώσαμε, ζήσαμε, ταξιδέψαμε, επιτύχαμε και αποτύχαμε, μαγειρέψαμε, στρώσαμε αμέτρητα τραπέζια -καθημερινά, κυριακάτικα, γιορτινά-, ταΐσαμε παιδιά κάνοντας αεροπλανάκια με το κουτάλι για να εκτιμήσουμε και να αγαπήσουμε, να ανακαλύψουμε πάλι αυτό που θεωρούσαμε γκρι – τη σούπα.

Και βαλθήκαμε να επουλώσουμε το τραύμα του μικρού Όλιβερ. Να ’ναι ζεστή και πυκνή ή ζεστή και αέρινη – ένας ανάλαφρος παρήγορος ζωμός, ζεστή με κρουτόν τηγανισμένα σε αρωματισμένο βούτυρο ή λάδι για να ικανοποιείται και το κρατς, ζεστή με τηγανισμένα λαρδάκια για να τρελαίνεται η νοστιμιά, ζεστή ζεστή ζεστή. Ας αφήσουμε τις βισισουάζ και τις γκασπάτσο για άλλους καιρούς.

Θαλασσινά, ψάρια, κότες, μοσχάρια και βοδινά, όλα υποκύπτουν στον σκοπό. Και, πέρα από αυτά, στην εποχή της φτώχειας που διανύουμε, όλα όλα όλα τα λαχανικά, και τα ταπεινά υπόλοιπά τους, τα άχρηστα που δεν είναι παραπεταμένα αλλά, αντιθέτως, υπερπολύτιμα για να ετοιμάσουμε τον ζωμό, τον αρχέγονο ζωμό που θα είναι η βάση της σούπας που θα διώξει την καταχνιά το βράδυ, με το σκοτάδι έξω από το παράθυρό μας.

Εκεί μέσα θα λιώσει κάτι άλλο από τα υπόλοιπα της ψωμιέρας, τα ξεροκόμματα που θα τα ψήσουμε στον φούρνο και τςςςς θα τα ρίξουμε στον καυτό ζωμό να αναμειχθούν και να τον δέσουν. Τελευταίος ο κρόκος από το ωμό αυγό, θα πέσει κατακίτρινος και θα φωτίσει, θα καταυγάσει. Κι εμείς θα λέμε ότι η Σούπα των Φτωχών -αυτό είναι το όνομά της-, φώτιζε τη μολυβένια μας ζωή.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή