Κάθε δεύτερη Κυριακή του μήνα, στο σπίτι μου επικρατούσε μια ευχάριστη αναστάτωση: θα ερχόταν επίσκεψη ο παππούς Φώτης, Πολίτης σεφ, μέτοικος στον Πειραιά, καλοβαλμένος και κοτσονάτος, που κατέφθανε κομψός μέσα στο κοστούμι του, με το καπελάκι του, το μπαστούνι στο ένα χέρι κι ένα κουτί εργολάβους από την «Ανεμώνη» στο άλλο.
Με τον αδελφό μου δεν τους χορταίναμε: εκείνος τους γεμιστούς με μαρμελάδα κι εγώ αυτούς με μια αφράτη κρέμα με άρωμα καφέ – ήταν μόκα. Το όνομά τους ήταν ανεξήγητο – καταλαβαίναμε ότι ήταν κάποιο επάγγελμα σχετικό με οικοδομές, αλλά τι δουλειά είχε τούτο το όνομα με τα αφράτα γλυκάκια του παππού Φώτη; Η απορία δεν λύθηκε ούτε από τον ίδιο τον σεφ παππού, που απαντούσε ότι δεν γνώριζε πολλά από ζαχαροπλαστική. Μεγαλώνοντας, διαπίστωσα ότι το όνομα «εργολάβοι» εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστήριο. Άλλωστε, σε πολλά μέρη της Ελλάδας χρησιμοποιούν περισσότερο τον όρο «αμυγδαλωτά» ή «ψητά αμυγδαλωτά», για να τα διαχωρίσουν από τα ωμά αμυγδαλωτά των νησιών μας.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο