Κάθομαι σε μια φρεσκοασβεστωμένη βεράντα και αγναντεύω τη θάλασσα. Είναι απομεσήμερο, έχει αρκετή ζέστη, αλλά το ευλογημένο αεράκι της Τήνου κάνει την κατάσταση υποφερτή. Πίνω παγωμένη μπίρα από ένα ιδρωμένο ποτήρι, στη διπλανή καρέκλα κάθεται η γάτα, η Σάνη, και μόλις καταφτάνει ένα ξέχειλο πιάτο με κομμένες φέτες ντόπιο τυρί βολάκι από την Αγάπη, ένα χωριό 10 χιλιόμετρα από τον Κτικάδο. Το συλλογίζομαι για λίγη ώρα: ποιο από τα δύο είναι, άραγε, πιο ωραίο, η Αγάπη ή ο Κτικάδος; Τι σημασία έχει, απαντώ στον εαυτό μου, αφού η Τήνος είναι γεμάτη καρτποσταλικά χωριά. Παραγγέλνω δεύτερη μπίρα και μαζί εισπράττω ένα πιάτο με ντόπια λούζα και ξερό λουκάνικο τηνιακό, και μπόνους μια ωραία, παλιά ιστορία.
Το κατάστημα ήταν, λέει, μεγαλομπακάλικο στις αρχές της δεκαετίας του ’40, που το πήρε στην κατοχή του ο Αντώνης Χαρικιόπουλος. Δεν ξέρω πότε μπήκε το πρώτο τηλέφωνο, αλλά πάντως ο πρώτος αριθμός ήταν 1095 – το γράφει στην παλιά επιγραφή που είναι μάλιστα διορθωμένη με μαρκαδόρο κι έχει ένα 2 μπροστά, που προφανώς προστέθηκε στην πορεία. «Που λες, λοιπόν, ο παππούς μου ο συνονόματος, ο Αντώνης, πουλούσε είδη μπακαλικής, καφέδες και κάνα ρακάκι. Αργότερα, το ‘69, όταν πήρε το μαγαζί ο πατέρας μου, ο Γιάννης, το επέκτεινε κι έβαλε μέσα, εκτός από είδη καθημερινής χρήσης και τρόφιμα, και ζωοτροφές, ενώ έγινε επίσης πρατήριο υγραερίου. Από εδώ ψώνιζαν όλα τα γύρω χωριά: Καρυά, Μουντάδος, Τριπόταμος, Σπεράδος, Χατζηράδος, Κιόνια, Ξινάρα, Κάμπος, Σμαρδάκιτο, Ταραμπάδος, Απεργάδος, Καλουμενάδος…».
Διαβάστε περισσότερα στο gastronomos.gr